Η αναθέρμανση των σχέσεων της Ε.Ε. με τον αραβικό κόσμο βρέθηκε στο «μενού» της συζήτησης των 28 υπουργών Εξωτερικών με τους αξιωματούχους και τα μέλη του Αραβικού Συνδέσμου, σήμερα στο Ζάππειο κι ενώ η Ελληνική Προεδρία προσεγγίζει τα τέλη της θητείας της.
Η ύπατη αξιωματούχος της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια, Κ. Άστον – που δήλωσε πως αυτή ήταν η «τελευταία φορά» που παρευρίσκεται με αυτή την ιδιότητά της σε συνάντηση με τον Αραβικό Σύνδεσμο – χαρακτήρισε «πολύ επιτυχημένη» τούτη τη σύνοδο με τα δεδομένα που υπάρχουν κι ευχαρίστησε όσους εργάστηκαν για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και εκπρόσωπος της Προεδρίας Ευ. Βενιζέλος υπογράμμισε τον ρόλο του «στρατηγικού εταίρου» που έχει για την ΕΕ ο Αραβικός Σύνδεσμος, και επεσήμανε, πως στόχος είναι «ο κοινός μας χώρος να γίνει χώρος ασφάλειας, ειρήνης και ευημερίας». Ο ΓΓ του Αραβικού Συνδέσμου Δρ Ναμπίλ Ελ Άραμπυ σημείωσε ότι το «μήνυμα» της 3ης συνάντησης του Αραβικού Συνδέσμου με την ΕΕ ήταν ακριβώς, η επισήμανση της βούλησης συνεργασίας «για να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο». Ο προεδρεύων εξάλλου του Συμβουλίου του Αραβικού Συνδέσμου, υπουργός Εξωτερικών του Μαρόκου Σαλάχ Εντίν Μεζουάρ, υπογράμμισε τη σημασία ανανέωσης της αποφασιστικότητας συνεργασίας των δύο μερών, ώστε και οι κοινωνίες να μην παρασύρονται απ΄ το περιβάλλον.
Στην Κοινή Διακήρυξη που υιοθέτησαν άλλωστε τα δύο μέρη επισημαίνεται η ανάγκη συνεργασίας για την αντιμετώπιση των τρομοκρατικών επιθέσεων – «συμφωνήσαμε να μοιραζόμαστε τις εκτιμήσεις μας και τις καλύτερες πρακτικές» σημειώνεται και υπογραμμίζεται η συστοίχιση με τη αντι-τρομοκρατική στρατηγική των Ηνωμένων Εθνών.
Τα δύο μέρη επανέλαβαν ακόμη παλαιότερη προσπάθειά τους για την καθιέρωση της Μέσης Ανατολής «ως ενός χώρου απαλλαγμένου από τα πυρηνικά και άλλα όπλα μαζικής καταστροφής», ενώ υποστήριξαν συγκεκριμένα: την ενίσχυση των σχέσεων ανάμεσα στην Ευρωβουλή και το Αραβικό Κοινοβούλιο, τη συνεργασία για τη μετάφραση και τη ψηφιοποίηση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, τη συνεργασία για την προώθηση και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, της ελευθερίας της έκφρασης, της θρησκείας, των πεποιθήσεων, του σεβασμού στην ανοχή και τη συμβίωση.
Οι υπουργοί Εξωτερικών υπογράμμισαν ακόμη τη σημαντική συμβολή της γυναίκας (ως «μείζονα φορέα αλλαγής και ανάπτυξης»), την αξία της κοινωνίας των πολιτών και των ελεύθερων ΜΜΕ, την ανάγκη ενίσχυσης της θεσμικής συνεργασίας ανάμεσα σε επιχειρηματικές, εμπορικές και συνδικαλιστικές κοινότητες, τη σημασία της ενεργειακής συνεργασίας, αλλά και της συνεργασίας για την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον, καθώς επίσης και την ανάγκη ανάκτησης πόρων που έτυχαν σφετερισμού.
Αναφορικά με το Μεσανατολικό επανέλαβαν ότι «μια δίκαιη και συνεκτική ειρήνη αποτελεί στρατηγικό στόχο για τη σταθερότητα και την παγκόσμια ειρήνη», κάλεσαν για την απομάκρυνση των εμποδίων στις συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, επανέλαβαν ότι δεν αναγνωρίζουν οποιαδήποτε αλλαγή στα προ του 1967 σύνορα, καλωσόρισαν τη νέα Παλαιστινιακή κυβέρνηση, εξέφρασαν την ανησυχία τους για την ανθρωπιστική κατάσταση στη λωρίδα της Γάζας, υπογράμμισαν την κοινή προσπάθεια υποστήριξης του Παλαιστινιακού κράτους προκειμένου αυτό «να οικοδομηθεί πολιτικά και οικονομικά» και τόνισαν πως κάθε συμφωνία της ΕΕ με το Ισραήλ θα πρέπει ρητά να αναφέρει το ανεφάρμοστο της συμφωνίας στα εδάφη, που κατέχει το Ισραήλ απ΄ το 1967.
Σε ό,τι αφορά την κρίση στη Συρία, υπογράμμισαν τη «χωρίς προηγούμενο» επίδραση της μεταναστευτικής πίεσης από τη Συρία στον Λίβανο – με επιπτώσεις «στη σταθερότητα της χώρας, την οικονομική και κοινωνική της συνοχή» – ενώ τέλος ενθάρρυναν την επίλυση περιφερειακών διενέξεων ανάμεσα στο Ιράν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη διαδικασία εκδημοκρατισμού της Λιβύης, την ανάγκη διατήρησης της ενότητας στην Υεμένη, την ανάγκη ειρήνευσης στο Σουδάν, αναφέρθηκαν στις έκτακτες εξελίξεις στο Μαλί και τέλος υπογράμμισαν τον σεβασμό τους στην κυριαρχία της Ουκρανίας, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.