Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ανέφερε ότι το νομοσχέδιο «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας» είναι ένα αποτελεσματικό μεταρρυθμιστικό εργαλείο με κοινωνικές πρόνοιες και κάλεσε τον ΣΥΡΙΖΑ να μην μιλάει άσκοπα.
«Το νομοσχέδιο αυτό συνιστά ένα σημαντικό μεταρρυθμιστικό εργαλείο για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους της χώρας», ανέφερε αρχικά σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ ο κ. Σταϊκούρας.
Στη συνέχεια ο υπουργός Οικονομικών συμπλήρωσε: «Συμβάλλει στην στήριξη της αγοράς εργασίας. Στην τόνωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων. Στην προσέλκυση νέων επενδύσεων. Στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και προστατεύοντας, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας».
Ο υπουργός Οικονομικών «σήκωσε το γάντι» στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης, καλώντας την εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ Έφη Αχτσιόγλου να είναι «πιο προσεκτική στην κριτική της, να κάνει την αυτοκριτική της και να μην καταφεύγει σε ανακρίβειες».
Υπενθύμισε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ εκεί που υποστήριζε “κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη” κατήργησε με τους ν.4346/2015 και ν.4592/2019 την προστασία της πρώτης κατοικίας”.
«Από την “σεισάχθεια” φτάσαμε επί ημερών διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να έχουν γίνει 25.672 πλειστηριασμοί!», προσέθεσε: Αντέκρουσε τις επικρίσεις ότι “οι τραπεζίτες είναι αυτοί που έγραψαν το νομοσχέδιο”, λέγοντας «πώς είναι δυνατόν να έχουν οι τράπεζες γράψει το σχέδιο νόμου και ταυτόχρονα να έχουν σοβαρές αντιδράσεις και να έχουν βάλει και ιδιωτικό οίκο προκειμένου να αξιολογήσει το νομοσχέδιο της κυβέρνησης».
Υπογράμμισε ότι «επί ημερών διακυβέρνησής ΣΥΡΙΖΑ μας λέγατε, με τον κ. Τσακαλώτο, ότι “οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί είναι σημαντικοί, για να έχουμε καλές τράπεζες”, και σήμερα τάσσεται κατά τους». Καταλόγισε στην εισηγήτρια ανακολουθία στην κριτική που άσκησε για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, λέγοντας πως «η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ» όπως και ο νόμος για το ΤΧΣ.
Κατόπιν όλων αυτών, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, απευθύνθηκε προς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λέγοντας «κρείττον του λελείν, το σιγάν» (σ.σ. δηλαδή καλύτερα είναι να σιωπάς από το να ομιλείς άσκοπα)
«Συνολικό, συνεκτικό και καινοτόμο νομοσχέδιο»
Αναφερόμενος στο νομοσχέδιο, ο κ. Σταϊκούρας εξήγησε γιατί αυτό είναι «συνολικό, συνεκτικό, ρεαλιστικό και καινοτόμο».
Στόχος του «η αντιμετώπιση με αποτελεσματικότητα, διαφάνεια, ευελιξία και κοινωνική δικαιοσύνη του μεγάλου οικονομικού και κοινωνικού προβλήματος της υπερχρέωσης νοικοκυριών».
Θέλουμε, είπε ο υπουργός «να μιλάμε τη γλώσσα της αλήθειας, με ειλικρίνεια, καθαρότητα, παρρησία, με μετριοπάθεια, σοβαρότητα, τεκμηριωμένα και υπεύθυνα, μακριά από λαϊκισμούς και μικροπολιτικά παίγνια, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και χωρίς να προσπερνάμε τα προβλήματα του παρελθόντος. Να τα αντιμετωπίζουμε με σχέδιο, πολιτική βούληση και τόλμη»
Ο κ. Χ. Σταϊκούρας ανέφερε πως σήμερα υπάρχει πρόβλημα υψηλού ιδιωτικού χρέους στη χώρα μας το οποίο δημιουργήθηκε σωρεύτηκε και διογκώθηκε τα προηγούμενα χρόνια, που απαιτεί άμεσα συγκεκριμένες πρωτοβουλίες αντιμετώπισής του.
Παρατήρησε ότι οι όλοι οι νόμοι που διαχρονικά ψηφίσθηκα από το 2010 για την ρύθμιση οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών και νομικών προσώπων «δεν κατάφεραν να δώσουν αποτελεσματική λύση στο ζήτημα του ιδιωτικού χρέους».
«Αποτυχία του νόμου Κατσέλη»
Έκανε λόγο για αποτυχία του νόμου «Κατσέλη» και προσέθεσε και πως και με τον μετέπειτα νόμο 4469/2017 ενώ στην πλατφόρμα εισήλθαν 63.400 επιχειρήσεις και επαγγελματίες μόνο 7.300 υπέβαλαν αίτηση, και εξ αυτών μόλις 2.200 ολοκλήρωσαν επιτυχώς τη διαδικασία ρύθμισης οφειλών.
Τέλος, σημείωσε ο υπουργός, και ο νόμος 4605/2019, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διαδέχθηκε τον νόμο Κατσέλη μετά την οριζόντια κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, είχε διορία 6 μηνών και μικρή περίμετρο δικαιούχων και αποδείχθηκε αναποτελεσματικός αφού «ενώ δυνητικά κάλυπτε περίπου 90.000 δανειολήπτες, σύμφωνα με τις αρχικές δηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019, είχαν υποβληθεί μόλις 1.368 αιτήσεις».
Αντιπαράθεση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης
Σε υψηλούς τόνους η αντιπαράθεση κυβέρνησης- αντιπολίτευσης κατά την συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του υπουργείου Οικονομικών «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας» στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.
Όπως ανέφερε ο εισηγητής της πλειοψηφίας Θεόδωρος Ρουσόπουλος, το νομοσχέδιο αυτό διορθώνει θεαματικά τα προβλήματα για τη ρύθμιση οφειλών και την δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας για την αποφυγή πλειστηριασμών, πρόκειται «για ένα άρτιο και εμπεριστατωμένο νομοθέτημα που επιλύει μια σειρά χρόνιων αβελτηριών, ενώ παράλληλα προχωρά σημαντικές μεταρρυθμίσεις».
Ο εισηγητής της ΝΔ τόνισε πως το νομοσχέδιο αυτό εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, για την ανάταση της ελληνικής οικονομίας και επιδιώκει την εναρμόνιση της κοινωνικής δικαιοσύνης με την οικονομική αποτελεσματικότητα.
Οι αρχές τους είναι η πρόληψη, η αντιμετώπιση και η επανεκκίνηση των υπερχρεωμένων οφειλετών, οι οποίοι «δεν θα χρειάζεται, πλέον, να διαβιούν υπό το βάρος των χρεών τους, ούτε να μετακυλούν τέτοιες υποχρεώσεις στα παιδιά τους. Αντιθέτως, θα έχουν τη δυνατότητα να απαλλαγούν πλήρως μέσω της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων τους, ώστε να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα».
Το σχέδιο νόμου, υπογράμμισε ο κ. Ρουσόπουλος διαθέτει κοινωνική ευαισθησία για την προστασία των αδύναμων αλλά και την επιβράβευση των συνεπών δανειοληπτών.
Αναφορικά με τα στεγαστικά δάνεια πρώτης κατοικίας των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ο εισηγητής της ΝΔ ανέφερε πως «θα μπορούν, να απευθυνθούν σε έναν νέο φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, ο οποίος θα αγοράζει το ακίνητό τους προτού αυτό βγει σε πλειστηριασμό. Οι άνθρωποι αυτοί θα παραμένουν στο σπίτι που θα έχαναν, για 12 έτη, καταβάλλοντας προς το φορέα ενοίκιο, ενώ θα διατηρούν το δικαίωμα επαναγοράς του.
Επιπλέον, οι ευάλωτοι οφειλέτες θα δικαιούνται στεγαστικού επιδόματος, το οποίο θα καλύπτει σημαντικό μέρος του μισθώματος και θα παρέχει ουσιαστική ελάφρυνση της μηνιαίας επιβάρυνσης τους. Έτσι μία οικογένεια που με μαθηματική ακρίβεια θα βρισκόταν είτε άστεγη ή αναζητώντας νέα κατοικία στην οποία θα πλήρωνε ενοίκιο χωρίς επιδότηση, θα διασφαλίζει την παραμονή της με ένα ενοίκιο που ελαφρύνεται κατά πολύ από την προαναφερθείσα κρατική επιδότηση. Η επιδότηση ξεκινά από τα 70 ευρώ και φτάνει έως τα 210 ευρώ μηνιαίως».
Αχτσιόγλου: Πυξίδα της κυβέρνησης είναι η εξυπηρέτησης των τραπεζών
Στον αντίποδα, η εισηγήτρια της μειοψηφίας Έφη Αχτσιόγλου ανέφερε πως «πυξίδα της κυβέρνησης είναι η εξυπηρέτησης των τραπεζών» και δεν προσφέρει «καμία προστασία της πρώτης κατοικίας».
Η κυβέρνηση είπε «καταργεί κάθε ευκαιρία σε όποιον πολίτη χρωστάει να σταθεί στα πόδια του, να εξελιχθεί, να ασκήσει το επάγγελμά του», «δεν βλέπει την οικονομική ρίζα του προβλήματος τής υπερχρέωσης των νοικοκυριών, αλλά μόνο στρατηγικούς κακοπληρωτές. Δεν “διαβάζει” τι έχει συμβεί με τις τράπεζες όλη την περίοδο της κρίσης. Δεν βλέπει τη νέα κρίση που έχει ξεσπάσει και την ανάγκη διευρυμένης κοινωνικής προστασίας. Θέτει ως πρώτη και κύρια προτεραιότητα τη ρευστοποίηση των περιουσιών και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των τραπεζών».
Η κ. Αχτσιόγλου απέρριψε το νομοσχέδιο λέγοντας ότι «όχι απλά δεν σταθμίζει τις αντικρουόμενες ανάγκες πιστωτών και οφειλετών, αλλά βλέπει μόνο την όψη της μίας πλευράς, αυτής των τραπεζών».
Υπογράμμισε πως με τις διατάξεις που εισάγονται «οτιδήποτε αποκτήσει ο πτωχευμένος πολίτης και μετά την κήρυξη της πτώχευσης, στο βαθμό που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσής του, οι οποίες ορίζονται περίπου στα 611 ευρώ το μήνα για ένα άτομο, δεν του ανήκει αλλά θα πηγαίνει προς ικανοποίηση των πιστωτών».
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας, υποστήριξε ότι «καταργείται κάθε προστασία της» , ενώ «ακόμη και για τον ευάλωτο οφειλέτη δεν προβλέπεται σε καμία περίπτωση προστασία της κύριας κατοικίας του. Και ο ευάλωτος οφειλέτης θα χάνει το σπίτι του. Παύει να είναι ιδιοκτήτης. Την κυριότητα του σπιτιού την αποκτά ένας ιδιωτικός φορέας, ένα fund δηλαδή που συνδέεται με την τράπεζα».
Η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε το σχέδιο νόμου «εκτός τόπου και χρόνου και μακριά από τις κοινωνικές ανάγκες.
«Δεν έρχεται να αντιμετωπίσει τις ειδικές ανάγκες και πρόνοια που πρέπει να υπάρχει για τον άνθρωπο που έχασε τη δουλειά του, του μικρού επιχειρηματία που κατακρημνίστηκε ο τζίρος του εν μέσω πανδημικής κρίσης και σωρεύει χρέη, του εργαζόμενου που μειώθηκε ο μισθός του ραγδαία» σημείωσε.