Σοκαριστικές χαρακτηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ τις αποκαλύψεις του υπουργού Δικαιοσύνης του Σαμαρά, όπως σημειώνει, για «stop» στο «τύλιγμα της Χρυσής Αυγής».
Ειδικότερα, σε ανακοίνωσή του για όσα είπε στο Open ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Αντώνης Ρουπακιώτης, ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει: «Όση λάσπη και να ρίξουν η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης δεν μπορούν να ξεγράψουν από τη μνήμη των πολιτών ποιοι είναι αυτοί που με τις πολιτικές τους έθρεψαν, γιγάντωσαν και ξέπλυναν τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Ποιοι διοργάνωναν μαζί τους τα συλλαλητήρια για τη δήθεν “προδοσία” της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Ποιοι έλεγαν μεσούσης της δίκης πως “η ΧΑ είναι σαν να μην υπάρχει”. Ποιοι ζητούσαν “μία σοβαρότερη Χρυσή Αυγή για συνεργασία με τη ΝΔ” και ποιοι χαρακτήριζαν “ράκος” τον δολοφόνο Ρουπακιά επειδή βρισκόταν στο εδώλιο της Δικαιοσύνης.
Τώρα που οι εγκληματίες νεοναζί οδηγούνται στο φυσικό τους περιβάλλον, στη φυλακή, περιμένουμε από τη ΝΔ να απαντήσει στα όσα σοκαριστικά κατήγγειλε ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης του κ. Σαμαρά, που αποκάλυψε πως “ενώ ήμασταν έτοιμοι να τυλίξουμε τη Χρυσή Αυγή, το Μέγαρο Μαξίμου έβαλε stop“.
Ο κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ δεν μπορούν να κρύψουν τις ευθύνες τους πίσω από τον όψιμο αντιφασισμό τους».
«Σοβαρά ερωτήματα για το “πάγωμα” του αντιρατσιστικού νόμου με εντολή Σαμαρά»
Την ίδια ώρα, σε δήλωση του Θεόφιλου Ξανθόπουλου, τομεάρχη Δικαιοσύνης της Κ.Ο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία για «τη συνεχιζόμενη επιχείρηση λασπολογίας της κυβέρνησης κατά του ΣΥΡΙΖΑ», σημειώνεται: «Σοβαρά ερωτήματα για το “πάγωμα” του αντιρατσιστικού νόμου με εντολή Σαμαρά και την επιχείρηση λασπολογίας κατά ΣΥΡΙΖΑ πριν την απόφαση για τις ποινές στους χρυσαυγίτες-Η απύθμενη πολιτική υποκρισία της κυβέρνησης Μητσοτάκη προσβάλει τους πολίτες
Η αποκάλυψη του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Αντ. Ρουπακιώτη, ότι με εντολή Μαξίμου, επί πρωθυπουργίας Σαμαρά, ανεστάλη η ψήφιση του αντιρατσιστικού νόμου που είχε ετοιμάσει το υπουργείο του, το 2013 για να αντιμετωπίσει την εγκληματική δράση της Χρυσης Αυγής, αποδεικνύει την πολιτική υποκρισία της ΝΔ και δημιουργεί νέα σοβαρά ερωτήματα για την στάση της.
Εύλογες απορίες προκαλεί επίσης και η ανάθεση του χειρισμού του θέματος στον τότε γραμματέα της κυβέρνησης Π. Μπαλτάκο (με τις γνωστές σχέσεις επικοινωνίας με την Χρυσή Αυγή), και τον Δ. Σταμάτη, στενούς συνεργάτες του Α. Σαμαρά. Τελικά ο αντιρατσιστικός νόμος ψηφίστηκε το 2014, μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα!
Γίνεται έτσι σαφές, για ποιο λόγο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την συνεπικουρία φιλικών της ΜΜΕ, έχει επιδοθεί, από την επομένη της ιστορικής δικαστικής απόφασης για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης, σε αυτή την μεθοδευμένη επιχείρηση λασπολογίας και παραπληροφόρησης κατά του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
Κάνοντας το άσπρο-μαύρο, τα κυβερνητικά στελέχη επιδιώκουν μάταια να ξεφύγουν από κρίσιμα ερωτήματα για την στάση της παράταξής τους, σχετικά με: το “πάγωμα” του αντιρατσιστικού νόμου το 2013 με εντολή Σαμαρά, το δίκτυο επικοινωνίας που είχε στήσει με την Χρυσή Αυγή ο τότε γραμματέας της κυβέρνησης Σαμαρά, τις δηλώσεις σημερινών στελεχών της υπέρ της συνεργασίας με μια σοβαρή εκδοχή της εγκληματικής συμμορίας, την απαράδεκτη ανοχή που έδειξαν επί χρόνια οι διωκτικές αρχές απέναντι στην εγκληματική δράση των ταγμάτων εφόδου, την συμπόρευση τους στα εθνικιστικά συλλαλητήρια κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών και τις ρατσιστικές συγκεντρώσεις κατά προσφύγων και μεταναστών, τον παράνομο διορισμό της συζύγου του Μιχαλολιάκου στη Βουλή, την επαναφορά της θεωρίας των δύο άκρων που ξεπλένει τον ναζισμό.
Ένα από τα “εργαλεία” που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση σε αυτήν την επιχείρηση λάσπης και παραπληροφόρησης, είναι, δυστυχώς, οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα(Π.Κ), οι οποίες κατά γενική ομολογία των νομικών ήταν και αναγκαίες και προς την σωστή κατεύθυνση.
Ο εκσυγχρονισμός του Π.Κ που είχε συνταχθεί, πριν 70 χρόνια, έγινε με βάση τις προτάσεις Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής που εργάστηκε επί περίπου μια δεκαετία, με αμιγώς επιστημονικά κριτήρια.
Οι νέες ρυθμίσεις έχουν φιλελεύθερο πρόσημο και εισήγαγαν μια νέα αρχιτεκτονική συστήματος ποινών για το σύνολο των αδικημάτων και όχι για ορισμένα από αυτά. Με το νέο σύστημα εξορθολογίζεται και εξισορροπείται η μεγάλη διαφορά μεταξύ των επιβαλλόμενων ποινών και του πραγματικού χρόνου παραμονής των καταδικασθέντων στη φυλακή.
Επίσης, ο νέος Π.Κ όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, κατάργησε ως απαρχαιωμένη την παρεπόμενη ποινή της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων και εισήγαγε την έκπτωση από όλα τα δημόσια αξιώματα. Παρέπεμψε ωστόσο ως πιο ενδεδειγμένη, την ρύθμιση της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων στην εκλογική νομοθεσία.
Δεν είναι τυχαίο ότι από την σύστασή της, το μακρινό 2011, η Νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρέμεινε συνεχώς στην αρχική της θέση, ότι η παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί τμήμα του ΠΚ αλλά πρέπει να συμπεριληφθεί στις επί μέρους διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας. Ασελγούν επομένως κατά της επιστήμης και παραβιάζουν την κοινή λογική όσοι διακηρύσσουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δέχθηκε την ρύθμιση “κλείνοντας το μάτι” στην Χ.Α.
Με πρόσφατη τροπολογία στη Βουλή, προτείναμε ην αλλαγή της εκλογικής νομοθεσίας αλλά η κυβέρνηση την απέρριψε με αστείες δικαιολογίες.
Επιπροσθέτως, στις τροποποιήσεις που έκανε η κυβέρνηση στον Ποινικό Κώδικα, δεν περιέλαβε κανένα από τα ζητήματα για τα οποία τώρα, εντελώς υποκριτικά, φωνασκεί.
Αντίθετα, έσπευσε να μειώσει το χρόνο δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων όσον κατηγορούνται για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος ακόμη και για εκκρεμείς υποθέσεις.
Επιχείρησε επίσης να “αμνηστεύσει” ουσιαστικά το κακούργημα της απιστίας για τραπεζικά στελέχη, επιχειρηματίες αλλά και υπεύθυνους των κομμάτων, που κατηγορούνται για τα “θαλασσοδάνεια”, αλλά η δικαιοσύνη της χάλασε τα σχέδια..
Αυτή η απύθμενη λοιπόν πολιτική υποκρισία της κυβέρνησης Μητσοτάκη προσβάλει τους πολίτες. Παράλληλα προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά το γεγονός ότι η κυβερνητική επιχείρηση αποπροσανατολισμού, λάσπης και παραπληροφόρησης, κορυφώνεται τις παραμονές της ανακοίνωσης των ποινών στα καταδικασθέντα μέλη της Χρυσής Αυγής από το δικαστήριο».