Ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ συνιστούν, τρόπον τινά, οι πόροι που αναμένεται να εισρεύσουν, σημειώνει – με αφορμή τη συμφωνία στη Σύνοδο Κορυφής – σε άρθρο του το οποίο δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική σελίδα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ο γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ, Δημήτρης Σκάλκος.
Ο γενικός γραμματέας υπογραμμίζει ότι το προσεχές διάστημα θα πρέπει να κινητοποιηθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, να αξιοποιηθεί κατάλληλα η δημόσια διοίκηση και να σχεδιάσουμε στρατηγικά. Σε αυτή την κατεύθυνση διατυπώνει τρεις παρατηρήσεις.
– Να εφαρμόσουμε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης με βασικά κριτήρια επιλογής των έργων το πολλαπλασιαστικό αποτύπωμα των χρηματοδοτούμενων δράσεων, τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας και την ενίσχυση / προστασία του κόσμου της εργασίας.
– Δίπλα στις υφιστάμενες δοκιμασμένες δομές, νέοι μηχανισμοί πρέπει να προστεθούν για την προτεραιοποίηση την ωρίμανση των επιλεγέντων έργων και την επιτάχυνση των διαδικασιών.
– Να υπάρξει ευελιξία στο κανονιστικό πλαίσιο που θα διέπει τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
«Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί για την οικονομική ευημερία της χώρας» υπογραμμίζει ο κ. Σκάλκος.
Αναλυτικά το άρθρο έχει ως εξής:
«Οι ακραίες συνθήκες απαιτούν ειδικές απαντήσεις. Στην περίπτωση δε της πανδημίας του Covid-19, η αναπόφευκτη επερχόμενη ύφεση καθιστά αναγκαία τη συντονισμένη και ανάλογης έκτασης αντίδραση ώστε οι οικονομικές επιπτώσεις να είναι κατά το δυνατό περιορισμένες και ταυτόχρονα να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την ταχεία ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών την επόμενη ημέρα. Φαίνεται μάλιστα ότι οι εμπειρίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2009, στην κρίση χρέους και τη διαχείριση των προγραμμάτων προσαρμογής, οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση στα σωστά διδάγματα. Η χθεσινή συμφωνία στη Σύνοδο Κορυφής κινείται αναμφίβολα προς την ορθή κατεύθυνση. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το Next Generation EU και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 παρέχουν τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία για να σχεδιάσουμε σωστά τις πολιτικές μας για την ανάταξη της οικονομίας.
Για την Ελλάδα οι πόροι που αναμένεται να εισρεύσουν συνιστούν, τρόπον τινά, ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ καθώς η σημασία τους, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε στόχευση, συνδέεται άμεσα με την ικανότητα της χώρας να πορευτεί στο μέλλον με ευνοϊκούς όρους. Το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανόρθωσης (όπως ήταν η ονομασία του Σχεδίου Μάρσαλ) συνέδραμε καθοριστικά στην ανάταξη της χώρας τη στιγμή που αυτή έβγαινε κατεστραμμένη από την Κατοχή. Η σημαντική οικονομική συνδρομή (υπολογίζεται σε 30 δισ. δολάρια σε σημερινές τιμές για την περίοδο 1948-1952, ήτοι περίπου λιγότερο από τα μισά των σημερινών κοινοτικών κονδυλίων) συνέβαλε στην παραγωγική ανασυγκρότηση (υποδομές, ενέργεια, βιομηχανία, γεωργία) και έθεσε τις βάσεις για το οικονομικό θαύμα της αδιάλειπτης ανάπτυξης που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια. Και βέβαια η οικονομική στήριξη δεν ήρθε χωρίς προϋποθέσεις.
Κάπου εδώ σταματούν οι ιστορικές αναλογίες. Και βρισκόμαστε μπροστά στα πραγματικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας. Μιας οικονομίας που σήμερα καλείται να καλύψει το πελώριο επενδυτικό κενό που άφησε πίσω της η πολύχρονη κρίση. Για την κάλυψη αυτού του επενδυτικού κενού θα πρέπει να κινητοποιήσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, να αξιοποιήσουμε κατάλληλα τη δημόσια διοίκηση, να σχεδιάσουμε στρατηγικά. Σε αυτή την κατεύθυνση διατυπώνουμε τρεις παρατηρήσεις:
ΠΡΩΤΟΝ, παρά τις συχνά και διαχρονικά δικαιολογημένες αιτιάσεις για τη στόχευση και την υλοποίηση των κοινοτικών προγραμμάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι η πραγματικότητα πόρρω απέχει από τους ισοπεδωτικούς αφορισμούς. Η πρόσφατη μελέτη περιφερειακής ανάπτυξης του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα (με ειδική αναφορά στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα) κατατάσσει τη χώρας μας στη μεσαία κατηγορία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση την προστιθέμενη αξία των κοινοτικών πόρων στην οικονομία (+1,6% του ΑΕΠ για την τρέχουσα περίοδο 2014-2020). Είναι προφανές όμως ότι αυτό δεν αρκεί. Δίπλα στις υφιστάμενες δοκιμασμένες δομές, νέοι μηχανισμοί πρέπει να προστεθούν για την προτεραιοποίηση την ωρίμανση των επιλεγέντων έργων και την επιτάχυνση των διαδικασιών.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, αν και τα επιμέρους σχέδια ποτέ δεν έλειψαν στη χώρα, είναι περισσότερο παρά ποτέ αναγκαίο να ακολουθήσουμε μια ολοκληρωμένη επενδυτική στρατηγική με σαφή ιεράρχηση δράσεων, χρονοδιαγράμματα παραδοτέων και ορόσημα υλοποίησης. Να εφαρμόσουμε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης με βασικά κριτήρια επιλογής των έργων το πολλαπλασιαστικό αποτύπωμα των χρηματοδοτούμενων δράσεων, τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας και την ενίσχυση / προστασία του κόσμου της εργασίας. Το τελικό παραδοτέο της Επιτροπής Πισσαρίδη πρόκειται να εμπλουτίσει τον σχεδιασμό του Σχεδίου Ανάκαμψης που θα υποβληθεί.
ΤΡΙΤΟΝ, είναι σημαντικό να υπάρξει ευελιξία στο κανονιστικό πλαίσιο που θα διέπει τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι ευρωπαίοι εταίροι μας συμμερίζονται αυτή την ανησυχία και στο κείμενο των συμπερασμάτων του Συμβουλίου γίνεται ειδική μνεία στις κατάλληλες συνθήκες για την ταχεία υλοποίηση των έργων με έμφαση στις υποδομές.
Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί για την οικονομική ευημερία της χώρας, τουλάχιστον σε ορίζοντα δεκαετίας. Έχοντας αφήσει οριστικά πίσω μας την εποχή του οικονομικού λαϊκισμού που μας υπέβαλε σε αχρείαστες θυσίες και πισωγυρίσματα, δικαιούμαστε σήμερα να είμαστε αισιόδοξοι για την αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, την ανάταξη της οικονομίας και τελικά την ευημερία των ελλήνων πολιτών».