Την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την τουρκική προκλητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ζήτησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τις κοινές δηλώσεις με τον Πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη μετά τη συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου.

Γράφει η Βίκυ Σαμαρά

Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η ρητορική και οι ενέργειες της Άγκυρας βρίσκονται εκτός πλαισίου διεθνούς δικαίου, προκαλούν όλες τις γειτονικές χώρες και στρέφονται συνολικά κατά της Ευρώπης

«Οι προκλήσεις απευθύνονται προς σύσσωμη την Ευρώπη αφού εκτοξεύονται από ένα κράτος τυπικά υποψήφιο προς ένταξη, άρα χρήζουν και συνολικής ευρωπαϊκής απάντησης», σημείωσε με νόημα.

Ο κ.Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι Ελλάδα και Κύπρος συντονίζουν ενέργειες όπως πάντα και διακηρύσσουν ότι η αμφισβήτηση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων και της διεθνούς νομιμότητας σημαίνει ώρα για δυναμικότερες αντιδράσεις.

«Η Ευρώπη οφείλει πλέον να καταρτίσει συγκεκριμένο κατάλογο κυρώσεων εναντίον μίας χώρας τοπικού ταραχοποιού και απειλής για σταθερότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου» πρόσθεσε, εν όψει της Συνόδου Κορυφής της 17ης και 18ης Ιουλίου και σε συνέχεια της συνεδρίασης χθες των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ.

Ο κ.Μητσοτάκης δήλωσε επίσης ότι η Ελλάδα και η Κύπρος ουδέποτε αρνήθηκαν τον καλόπιστο διάλογο, πάνω όμως στις αρχές του διεθνούς δικαίου.

«Η Αγία Σοφία μάς ξεπερνά όλους, θα στέκει ακλόνητη στη θέση της»

Ο πρωθυπουργός στηλίτευσε την πρωτοφανή όπως τόνισε απόφαση Ερντογάν για το χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας. «Μας πληγώνει ως Έλληνες Χριστιανούς Ορθόδοξους και ως πολίτες του κόσμου» είπε και ξεκαθάρισε ότι δεν είναι θέμα ελληνοτουρκικό, ούτε καν ευρωτουρκικό, αλλά είναι παγκόσμιο και πανανθρώπινο ζήτημα.

Διαμήνυσε μάλιστα στην Άγκυρα ότι με την οπισθοδρομική κίνηση της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, η Τουρκία επιλέγει να κόψει δεσμούς με το δυτικό κόσμο και προτιμά την εσωστρέφεια.

Εκτίμησε επίσης ότι μόνο ουσιαστική αδυναμία μπορεί να υποδηλώνει ο υποβιβασμός τέτοιων υποθέσεων σε μοχλούς εσωτερικών χειρισμών.

Ο κ.Μητσοτάκης υπενθύμισε ότι η Αγία Σοφία υπήρξε ορθόδοξη εκκλησία, καθολική εκκλησία και μουσουλμανικό τέμενος πριν αναδειχθεί παγκόσμιο μνημείο, κάτι που δεν αλλάζει. Σχολίασε μάλιστα ότι ακόμη και όσοι την βεβηλώνουν με το βυζαντινό της όνομα την αποκαλούν.

«Η κληρονομία του κόσμου δεν μπορεί να γίνει διελκυστίνδα. Η Αγία Σοφία είναι μεγαλύτερη από όλους μας. Μας ξεπερνά όλους. Θα στέκει ακλόνητη στη θέση της με εμβέλεια πάνω από χώρες και θρησκείες και διαστάσεις μεγαλύτερες» δήλωσε ο πρωθυπουργός.

Έθεσε επίσης το ερώτημα εάν μετά από αυτή την προσβολή η Αγία Σοφία ως τζαμί θα μπορεί να διατηρεί προνόμια ως παγκόσμιο μνημείο της UNESCO.

Από την πλευρά του ο κ.Αναστασιάδης δήλωσε ότι Ελλάδα και Κύπρος δεν θα επιτρέψουν να επικρατήσει αυτό που η Τουρκία επιδιώκει, δηλαδή δε θα υποκύψουν στην πρόκληση για αχρείαστη ένταση.

Όσον αφορά στο θέμα της Αγίας Σοφίας είπε ότι οι δύο χώρες θα επικαλεστούν τις ευαισθησίες των εταίρων στις παραβιάσεις του διεθνους δικαίου και των ευρωπαϊκών αρχών, αλλά και σε μία ενέργεια που δεν ανέμενε κανείς από ένα κοσμικό κράτος να πράξει. Τόνισε δε ότι η Αγία Σοφία είναι κληρονομιά πολιτιστική που δεν ξεχωρίζει θρησκευτική ταυτότητα.

Δεν μπορούμε να γυρίσουμε από τη Σύνοδο χωρίς λύση για το Ταμείο Ανάκαμψης

Για το μείζον θέμα του Ταμείου Ανάκαμψης, ο κ.Μητσοτάκης τόνισε ότι πρόκειται για ένα στοίχημα της Ευρώπης που αφορά τη θεμελιώδη αρχή της αλληλεγγύης και της ανάπτυξης, αλλά και πρόκληση για τον τρόπο που η ευρωπαϊκή μας οικογένεια αντιδρά.

Ανέφερε ότι κατά τη χθεσινή τους επικοινωνία εξήγησε στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ότι «δεν πρέπει να γυρίσουμε στις πατρίδες μας από τη Σύνοδο στις Βρυξέλλες χωρίς λύση κοινής αποδοχής».

Ο πρωθυπουργός μάλιστα επικαλέστηκε ότι «οι αγορές έχουν υποδεχθεί ήδη πολύ θετικά την τολμηρή πρόταση της Κομισιόν και περιμένουν την εφαρμογή της, συνεπώς οφείλουμε όλοι να κινηθούμε ταχύτατα».

Δήλωσε σίγουρος ότι γόνιμοι συμβιβασμοί θα γίνουν, διότι όπως υπενθύμισε καραδοκεί δεύτερο κύμα κορονοϊού και οι διαδικασίες του Ταμείου Ανάκαμψης πρέπει να είναι άμεσες.