Μια χαραμάδα στις κλειστές πόρτες των ευρωπαϊκών συμβουλίων και των διασκέψεων κορυφής ανοίγει το βιβλίο του πρώην πρωθυπουργού της Ισπανίας Χοσέ Λουίς Ροντρίγκες Θαπατέρο «El dilema. 600 dias de vertigo» («Το δίλημμα. 600 ημέρες ιλίγγου»).
Σε αυτό, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Έθνος», αποκαλύπτεται μέρος των διεργασιών που έλαβαν χώρα στο κρίσιμο διάστημα που μεσολάβησε από τα τέλη του 2009, όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου έφερε στον αφρό της παγκόσμιας επικαιρότητας με δραματικό τρόπο το ελληνικό πρόβλημα, μέχρι τον Νοέμβρη του 2011 και την ταραχώδη σύνοδο των G20 στις Κάνες, που ακολουθήθηκε από τις κυβερνητικές ανατροπές σε Ελλάδα και Ιταλία.
Όπως θα μπορούσε να μαντέψει κανείς, η χώρα μας απασχολεί πολύ τον συγγραφέα. Η λέξη «Ελλάδα» εμφανίζεται στον τίτλο κεφαλαίων και υποκεφαλαίων και συνολικά 160 φορές στο βιβλίο. Ενδεικτικό της έμφασης που δίνεται στη χώρα μας είναι ότι οι λέξεις «Γαλλία» και «Γερμανία» εμφανίζονται 42 και 76 φορές αντίστοιχα.
Όπως γράφει ο Ισπανός πρώην πρωθυπουργός, η πρωτοβουλία Παπανδρέου για διενέργεια δημοψηφίσματος προκάλεσε «σάστισμα» και η ιδέα «έπεσε σαν βόμβα στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και τις Βρυξέλλες».
«Εκείνες τις μέρες», γράφει, «μίλησα σε αρκετές περιπτώσεις προσωπικά με τον Παπανδρέου σχετικά με την πρωτοβουλία του. Του επισήμανα με σεβασμό, λόγω της ειλικρινούς εκτίμησης που νιώθω γι’ αυτόν, τους σοβαρούς κινδύνους που συνόδευαν την αιφνιδιαστική πρότασή του. Δεν ήταν εύκολο να πω στον Παπανδρέου κάτι που ακουγόταν σαν μομφή. Πάντα ήπιος, τις ημέρες πριν από την παραίτησή του μου μετέφερε το πόσο απομονωμένος αισθανόταν μπροστά στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας του. (…) ‘Δεν μπορώ άλλο’, μου είπε. Τον καταλάβαινα και δεν ανέφερα ξανά το δημοψήφισμα. Μια πρωτοβουλία που πέθανε στους διαδρόμους και στα σαλόνια του παλατιού των φεστιβάλ και των συνόδων των Καννών.
Ο Θαπατέρο περιγράφει το πλαίσιο στο οποίο έφτασε να γίνει η Ελλάδα κεντρικό πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας. Περιγράφει μια ατμόσφαιρα εφησυχασμού και συγκρατημένης αισιοδοξίας που επικρατούσε στην Ευρώπη και διαλύθηκε απότομα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 2009.
«Ο Γ. Παπανδρέου κέρδισε την εμπιστοσύνη του συμβουλίου με τη σοβαρότητα και τη διαφάνεια, αλλά η περιγραφή του (για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και ειδικά τα δημοσιονομικά- την οποία ο Θαπατέρο χαρακτηρίζει «συγκλονιστική και «ζοφερή») είχε αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία. Τα πρόσωπα αρκετών αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων έδειχναν την κατάπληξή τους ενώ άλλα κάποια συμπόνια για τον Έλληνα πρωθυπουργό», αναφέρει.
Στις 11 Φεβρουαρίου 2010 έγινε η πρώτη σύνοδος κορυφής με αποκλειστικό θέμα την Ελλάδα και ήταν «αποκαρδιωτική». «Ο Παπανδρέου περισσότερο θέλησε να ζητήσει κατανόηση παρά βοήθεια (…) Και με σφοδρή επιθυμία να διατηρήσει την εθνική υπερηφάνεια δήλωσε ότι δεν θα ζητούσε βοήθεια προς το παρόν, ότι θα συνέχιζε να βασίζεται στις αγορές και ότι, βλέποντας την ευρωπαϊκή συμπεριφορά, αναλογιζόταν την πιθανότητα αιτήματος προς το ΔΝΤ για βοήθεια».
Τον Απρίλιο η Ελλάδα προσέφυγε στη χρηματοδότηση του μνημονίου.
«Στις 2 Μαΐου μίλησα με τον Παπανδρέου», συνεχίζει ο Θαπατέρο. «Ήταν εξουθενωμένος αλλά μιλούσε με σταθερή φωνή. Ήταν αποφασισμένος να βάλει μπρος το απαιτούμενο σκληρότατο σχέδιο λιτότητας σε αντάλλαγμα για την οικονομική βοήθεια. Αλλά συγχρόνως μου μετέφερε με πόνο, με πόνο και με κάποια παραίτηση, ότι δεν ένιωθε αρκετή ευρωπαϊκή αλληλεγγύη (…)».
Αναφερόμενος στις συζητήσεις του καλοκαιριού του 2011 για το δεύτερο «πακέτο» προς την Ελλάδα, ο Θαπατέρο μιλά για τις «ίσως πιο δύσκολες στιγμές που έζησα μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων. Ήταν τρεις το πρωί και δεν επιτυγχανόταν συμφωνία- για 0,25% επιτόκιο!- και επιπλέον ζητούσαν ακατάπαυστα εγγυήσεις και περισσότερες εγγυήσεις από την Ελλάδα. ‘Τον Παρθενώνα; Τα ελληνικά νησιά;…Μέχρι πού θέλεις να φτάσεις; Είναι αυτό που θέλεις για εγγύηση;’ έφτασε να αναφωνήσει ένας αγανακτισμένος Παπανδρέου και σχεδόν έτσι ήταν, με μορφασμούς ασυνήθιστους για έναν ηγέτη με πρόσωπο πάντα ήρεμο και ήπιο».