Περίπου έναν αιώνα πριν, το 1918 με 1919, η πανδημία της «ισπανικής γρίπης» άφησε πίσω της 50 με 100 εκατομμύρια νεκρούς και άλλαξε την ιατρική επιστήμη, αλλά και την έννοια της δημόσιας υγείας.
Γράφει η Βίκυ Σαμαρά
Η «ισπανική γρίπη» είχε περισσότερους νεκρούς από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιούργησε έναν ολόκληρο ιατρικό κλάδο, αυτόν της επιδημιολογίας, αλλά και τα Εθνικά Συστήματα Υγείας, με μία νέα αντίληψη για δωρεάν δημόσια υγεία, με πρόσβαση σε περίθαλψη και φάρμακα για όλους, καθώς και με κεντρικό σχεδιασμό, ώστε να είναι δυνατός τόσο ο έλεγχος των επιδημιών μέσω καραντίνας και άλλων μέτρων, αλλά και η πρόληψη.
Αρχής γενομένης από τη Μόσχα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη και στη συνέχεια στις περισσότερες χώρες του κόσμου (ακόμη και στις ΗΠΑ, παρότι το μοντέλο δεν βασιζόταν στο κράτος, αλλά στους εργοδότες, και υστερεί σημαντικά σε σχέση με τα ευρωπαϊκά “σοσιαλιστικά” συστήματα) η αντίληψη ότι η υγεία είναι ένα δημόσιο, κοινό και καθολικό αγαθό. Εξάλλου, οι επιδημίες δεν κάνουν διακρίσεις: Μπορεί συχνά να ξεκινούν σε φτωχές περιοχές, αλλά μεταδίδονται αδιακρίτως τάξης.
Ο πλούσιος δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής επειδή έχει περίθαλψη χάρη στα χρήματα του, καθώς η υγεία του εξαρτάται στην πραγματικότητα από την υγεία των πιο αδύναμων της κοινωνίας στην οποία ζει και από την οποία ποτέ δεν μπορεί στα αλήθεια να απομονωθεί, αφού κάποιος στο τέλος τέλος θα καθαρίζει το γραφείο του και θα παρασκευάζει την τροφή του.
Εκατό χρόνια μετά την ισπανική γρίπη, επιδημίες μεταδίδονται από εύπορα άτομα, που έχουν την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψουν ανά τον κόσμο, αλλά και από τους φτωχότερους, που δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε προσιτή και καλή περίθαλψη. Ένας ιός δε γνωρίζει σύνορα, ούτε ενδιαφέρεται για το πορτοφόλι. Και μας θυμίζει με τον πλέον τρομακτικό τρόπο ότι η υγεία δεν μπορεί παρά να είναι δημόσια.
Δεν γνωρίζουμε ακόμη πως θα εξελιχθεί ο κορονοϊός και η ελπίδα όλων μας είναι πως τα μέτρα που λαμβάνονται στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα μειώσουν την ταχύτητα εξάπλωσης ώστε τα εθνικά συστήματα υγείας να αντέξουν μέχρι η επιστήμη να καταφέρει να παρασκευάσει εμβόλιο ή φάρμακο.
Όμως όσο μένουμε σπίτι, ακολουθώντας τις οδηγίες των ειδικών, ας σκεφτούμε τι πρέπει να διορθώσουμε στη δημόσια υγεία, γιατί ακόμη και να βρεθεί θεραπεία για τον κορονοϊό, οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι στο μέλλον θα έρθουν και άλλες επιδημίες. Και οι επιδημίες αποτελούν την καλύτερη απόδειξη πως σε ορισμένους τομείς όπως η υγεία δεν μπορεί να δώσει λύσεις η αγορά. Διότι η αγορά δεν ενδιαφέρεται για κεντρικό και συνολικό σχεδιασμό, που απαιτείται για την προστασία της δημόσιας υγείας από απειλές τέτοιας κλίμακας και μεταδοτικότητας.
Η καραντίνα είναι λύση ανάγκης για να περιοριστεί η εξάπλωση όταν έχει ξεκινήσει μία πανδημία, αλλά το κλείσιμο συνόρων και ο περιορισμός μετακινήσεων και οικονομικής δραστηριότητας, δεν μπορεί παρά να είναι καταστροφικός για τις κοινωνίες και σύμφωνα με τους ειδικούς του ΠΟΥ στην πραγματικότητα δεν βοηθούν, αφού δημιουργούν μία ψευδή αίσθηση ασφάλειας και δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα.
Αντιλήψεις από την άλλη όπως αυτές της κυβέρνησης Τζόνσον στη Μεγάλη Βρετανία, που προτάσσουν την προστασία της οικονομικής δραστηριότητας σε βάρος ανθρώπινων ζωών με ανατριχιαστικές θεωρίες «περί ανοσίας της αγέλης» και με κυνισμό για τους ηλικιωμένους που αποτελούν ομάδες υψηλού κινδύνου, απορρίπτονται εν τω μεταξύ όχι μόνο για λόγους στοιχειώδους ανθρωπιάς, αλλά και ως αναποτελεσματικές στην πράξη.
Ο αυτοπεριορισμός των μετακινήσεων και συναναστροφών στις απολύτως αναγκαίες για ένα διάστημα εξυπηρετεί βασικά ένα στόχο: Μένουμε σπίτι ώστε η μετάδοση του ιού να γίνει με πιο αργούς ρυθμούς, να μην αρρωστήσουμε ξαφνικά όλοι μαζί, και έτσι το εθνικό σύστημα υγείας να ανταπεξέλθει.
Όμως η δημόσια υγεία την τελευταία δεκαετία έχει αντιμετωπιστεί και στην Ευρώπη ως «βάρος». Από το 2011 η Κομισιόν ζήτησε 63 φορές από τα κράτη μέλη να μειώσουν τις δαπάνες για την υγεία. Και βέβαια όλοι γνωρίζουμε τι συνέβη στη χώρα μας τα χρόνια των μνημονίων…
Αλλά όπως είπε ο Νικήτας Κακλαμάνης (ΕΡΤ): «Όλοι αυτοί, τα νεοφιλελεύθερα “παπαγαλάκια” που έγραφαν τόσα χρόνια σχετικά με το Δημόσιο σύστημα Υγείας, ελπίζω όταν θα ξεπεραστεί αυτή η κρίση να μην ξαναπιάσουν τη πένα τους για να γράψουν τα ίδια. Αν δεν υπήρχε το Εθνικό Σύστημα Υγείας , με τα προβλήματα του, αλλά με τους ήρωες γιατρούς, νοσηλευτές και εργαζόμενους, δεν ξέρω αν θα μιλάγαμε σήμερα». Διότι ορισμένα θέματα δεν είναι ζητήματα αριστερών ή δεξιών ιδεοληψιών. Πολύ απλά το ζήτημα στην υγεία είναι τι λειτουργεί.
Έκπληκτοι πολίτες διαπίστωσαν ότι η ιδιωτική τους ασφάλιση δεν τους καλύπτει γιατί ο κορονοϊός είναι πανδημία και οι ιδιωτικές ασφαλιστικές δεν καλύπτουν πανδημίες απλώς διότι δεν τις συμφέρει. Κάποιοι άλλοι έπεσαν από τα σύννεφα όταν διαπίστωσαν ότι ιδιωτικές κλινικές χρέωναν υπέρογκα ποσά για το τεστ διάγνωσης κορονοϊού, υποχρεώνοντας τον ασθενή να πραγματοποιήσει μαζί και άλλες εξετάσεις για να ανεβάσουν περισσότερο την τιμή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΠΟΕΔΗΝ, σήμερα στη χώρα μας λειτουργούν 557 κλίνες ΜΕΘ αντί για τις 3500, που θα έπρεπε κανονικά βάση των διεθνών προδιαγραφών. Τα νοσοκομεία του λεκανοπεδίου της Αττικής, που εξυπηρετούν 6 εκατομμύρια πληθυσμό (Αττική, γύρω περιοχές, νησιά) διαθέτουν μόλις 224 κλίνες ΜΕΘ.
Ορθώς λοιπόν το υπουργείο Υγείας ρίχνει το βάρος του στην ενίσχυση της δημόσιας υγείας, η οποία δεν μπορεί να είναι περιστασιακή για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, αλλά πρέπει να είναι μόνιμη. Οι 2.000 προσλήψεις νοσηλευτικού κυρίως προσωπικού είναι και πρέπει να είναι μόνο η αρχή. Ας είναι η πανδημία αυτή η αφορμή και ευκαιρία να φτιάξουμε το ΕΣΥ.
Αλλά εν τω μεταξύ ας αναρωτηθούμε πως επηρεάζει τις ζωές όλων μας η ζούγκλα στην αγορά εργασίας. Οι 41.000 απολύσεις λόγω κορονοϊού αποδεικνύουν πως ήταν απόλυτο αναγκαίο το μέτρο του Εργασίας να θέσει ως προϋπόθεση ασφαλιστικών και φορολογικών ελαφρύνσεων για τις επιχειρήσεις τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Όμως σε ένα εργασιακό τοπίο όπου εργαζόμενοι αναγκάζονται να πάνε στη δουλειά τους ακόμη και με συμπτώματα, διότι απειλούνται και εκβιάζονται, δεν είναι απολύτως προφανές ότι ελλοχεύει κίνδυνος για ολόκληρη την κοινωνία; Μία καθαρίστρια που πληρώνεται ωρομίσθια θα πάει στη δουλειά της με ελαφριά συμπτώματα. Και τότε;
Οι ήρωες της καθημερινότητας μας, εκτός από τους γιατρούς, νοσοκόμους και φαρμακοποιούς, είναι οι εργαζόμενοι στα σουπερμάρκετ, στα ντελίβερι, στις τράπεζες, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στην καθαριότητα. Δεν πρέπει να το ξεχάσουμε αυτό.
Ναι θα ξαναχτίσουμε στα ερείπια, τα οποία ελπίζουμε και πρέπει να δώσουμε αγώνα να είναι ελάχιστα. Αλλά το ερώτημα είναι τι θα ξαναχτίσουμε.