Ερώτηση προς τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά σχετικά με τις παράνομες παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών συνομιλιών των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, κατέθεσε ο Γενικός Γραμματέας της Χρυσής Αυγής, Νικόλαος Γ. Μιχαλολιάκος όπως παραδέχτηκε και η Εισαγγελέας Πρωτοδικών, Καλλιόπη Νταγιάντα.
Αναλυτικά η ερώτηση του γγ της Χρυσής Αυγής:
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ
ΘΕΜΑ: «Παράνομη παρακολούθηση βουλευτών του Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή»
Όπως είναι γνωστό σε εσάς, την 31η Οκτωβρίου 2013 ο Διοικητής της ΕΥΠ Θεόδωρος Δραβίλλας, κατά την παρουσία του στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με το εάν η υπηρεσία της οποίας προΐσταται παραβιάζει τα προσωπικά δεδομένα μελών του Κοινοβουλίου μέσω της παρακολούθησης των τηλεφωνικών τους συνδιαλέξεων.
Σύμφωνα με όσα διέρρευσαν στα ΜΜΕ, οι απαντήσεις του κυρίου Διοικητού δεν διαφώτισαν καθόλου, αντιθέτως μάλιστα συσκότισαν περαιτέρω την υπόθεση.
Ο κύριος Δραβίλλας έφτασε μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει ότι η ΕΥΠ δεν έχει την τεχνική δυνατότητα να υποκλέψει τηλεφωνικές συνδιαλέξεις!
Όμως, τα συνεχή δημοσιεύματα του Τύπου κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, επικαλούμενα μάλιστα αξιόπιστες αστυνομικές και δικαστικές πηγές, καταδεικνύουν με βεβαιότητα ότι οι αρχές ασφαλείας και οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας μας έχουν εμπλακεί σε παρακολουθήσεις κοινοβουλευτικών προσώπων.
Εις ό, τι αφορά την περίπτωση των Βουλευτών του Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή, υπάρχει και ένα άλλο, πραγματικά ατράνταχτο αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την ύπαρξη αυτών των παρακολουθήσεων.
Ειδικότερα, λίγες ώρες μετά τη σύλληψή μου, και συγκεκριμένα βραδινές ώρες της 28ης-09-2013, οδηγήθηκα ενώπιον της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών κας Καλλιόπης Νταγιάντα προκειμένου να μου απαγγελθούν κατηγορίες.
Εκεί, παρουσία εμού και των νομικών μου, η κυρία Εισαγγελέας ανέφερε ότι η δικαιοσύνη έχει στα χέρια της περιεχόμενο παρακολουθήσεων τηλεφωνικών συνομιλιών βουλευτών του Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή τις οποίες θεωρεί σύννομες και οι οποίες έγιναν σε χρόνο προγενέστερο της 17ης/09/2013.
Περαιτέρω δε, ότι λαμβάνοντας αντίγραφα της δικογραφίας θα έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε και εμείς τα στοιχεία που είχαν καταγραφεί. Εμείς βεβαίως όχι μόνο δεν απευχόμασταν, αλλά επιζητούσαμε να υπάρχουν τέτοιες καταγραφές και να ακουστούν οι συνομιλίες, διότι γνωρίζαμε ότι θα συμβάλλει στην απόδειξη της αθωότητάς μας.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, καθώς μελετώντας τη δικογραφία διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχαν πουθενά καταγραφές τέτοιων συνακροάσεων.
Σύμφωνα με τα παραπάνω και
Επειδή οι θεσμικές εγγυήσεις του Δημοκρατικού Πολιτεύματος πρέπει να εφαρμόζονται απαρέγκλιτα.
Επειδή η άποψη ότι όλα τα μέσα δικαιολογούνται χάριν του σκοπού της αυτοπροστασίας της εκάστοτε άρχουσας πολιτικής τάξης από την άνοδο μία καινούριας πολιτικής δύναμης, οδηγεί αναπότρεπτα σε θεσμική εκτροπή.
Επειδή σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 19 Συντάγματος «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.»
Επειδή η άρνηση του Διοικητή της ΕΥΠ να ενημερώσει πλήρως τους στους εκπροσώπους του Κοινοβουλίου είναι ενδεικτική της προκλητικής αδιαφορίας της Μνημονιακής Συγκυβέρνησης για την τήρηση των θεμελιωδών Δημοκρατικών αρχών, της κείμενης νομοθεσίας, ακόμα και του ίδιου του Συντάγματος των Ελλήνων.
Ερωτάται ο Πρωθυπουργός:
1. Ποιο ή ποια πρόσωπα έδωσαν την εντολή για τη διεξαγωγή παρακολουθήσεων των τηλεφωνικών επικοινωνιών των Βουλευτών του Λαϊκού Συνδέσμου – Χρυσή Αυγή προ της 17ης/09/2013;
2. Θα διαταχθεί κατεπείγουσα έρευνα, ώστε να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι των παράνομων παρακολουθήσεων, δεδομένου ότι αυτοί πέραν των αδικημάτων του άρθρου 259 ΠΚ περί παράβασης καθήκοντος, του άρθρου 261 ΠΚ περί παρότρυνσης υφισταμένων και ανοχής σε διάπραξης εγκλήματος, του άρθρου 370 περί απορρήτου των επιστολών, έχουν διαπράξει και:
α) το κακούργημα του άρθρου 370Α ΠΚ περί Παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της προφορικής συνομιλίας που ορίζει ότι: «1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με Κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.»,
β) το κακούργημα της παραγράφου 7 του άρθρου 22 του νόμου 2472/1997 (που προβλέπει ότι: «…7. Αν από τις πράξεις των παρ.1 έως και 5 του παρόντος άρθρου προκλήθηκε κίνδυνος για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή για την εθνική ασφάλεια, επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών.»);
3. Επίσης, θα διαταχθεί αντίστοιχη έρευνα για τις συνθήκες υπό τις οποίες αφαιρέθηκαν οι συγκριμένες απομαγνητοφωνήσεις από τη δικογραφία;