Τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας θα επιδιώξει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιστρέφοντας από τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών που ολοκληρώνεται σήμερα.
Πρόκειται για ένα διόλου ευκαταφρόνητο ζήτημα που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς εκ μέρους των δύο πλευρών προκειμένου να μην υπάρξουν αντιδράσεις εντός και εκτός Ιεραρχίας όπως είχε συμβεί με την προηγούμενη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Επί της ουσίας «ο διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών θα ξεκινήσει από μηδενική βάση, ιδίως όσον αφορά την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας» όπως επισημαίνουν πηγές του Μεγάρου Μαξίμου.
Όπως μαθαίνουμε, σε πρώτη φάση θα υπάρξουν συζητήσεις μεταξύ των μελών της Επιτροπής Διαλόγου που θα συσταθεί επί τούτου και θα συνεδριάσει τις επόμενες ημέρες. Επί της ουσίας θα πρόκειται μια πρόσωπα που θα ορίσουν οι δύο μεριές ούτως ώστε να τεθούν οι κατευθύνσεις αξιοποίησης των ακινήτων που θεωρούνται «φιλέτα» και παραμένουν μέχρι και σήμερα αναξιοποίητα.
Εκ μέρους της κυβέρνησης στην Επιτροπή αναμένεται να μετέχουν ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος καθώς επίσης και η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως.
Όσον αφορά την Εκκλησία στο τραπέζι θα καθίσουν ο αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Θεοχάρης και ο διευθυντής της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών, αρχιμανδρίτης Νίκοδημος Φαρμάκης. Σε πρώτη φάση δεν επίκειται επίσημο θεσμικό ραντεβού μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμου.
Θα ολοκληρωθούν πρώτα οι συναντήσεις των μελών της Επιτροπής Διαλόγου (που θα ξεκινήσουν μέσα στον Δεκέμβριο) και αμέσως μετά θα βρεθούν και οι επικεφαλής των δύο πλευρών.
Το έργο που θα κληθούν να περαιώσουν δεν θα είναι πάντως εύκολο αφού σε πρώτο πλάνο θα τεθούν τα μπλοκαρισμένα ακίνητα λόγω διεκδικήσεων και γραφειοκρατικών κωλυμάτων, τα οποία είναι πολλά και σημαντικά.
Θυμίζουμε ότι η παλαιότερη συμφωνία μεταξύ του κ. Αλέξη Τσίπρα και του προκαθήμενου της Ελλαδικής Εκκλησίας κ.κ. Ιερώνυμου αφορούσε τη διευθέτηση της εκκλησιαστικής περιουσίας με την από κοινού εκμετάλλευσή της μέσω του Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας καθώς επίσης και την άρση των όποιων διεκδικήσεων από την πλευρά της Αρχιεπισκοπής και των μητροπόλεων ανά την Ελλάδα.
Παράλληλα είχε τεθεί επί τάπητος η αποχώρηση των ιερέων από το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων και της καταβολής μισθοδοσίας μέσω ετήσιας επιχορήγησης που θα έδινε το κράτος στην Εκκλησία κάτι που δεν άρεσε καθόλου τόσο στους κληρικούς όσο και σε αρκετά μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.