Με επτά ερωταπαντήσεις το ΠΑΣΟΚ αναφέρεται στην αναγκαιότητα του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, για το οποίο γίνεται αρκετός λόγος τις τελευταίες ημέρες, ενώ με το θέμα αυτό θα ασχοληθούν τη Δευτέρα οι αρχηγοί των τριών κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν «υπάρχει ανάγκη για ένα ειδικό αντιρατσιστικό νομοθέτημα». Η απάντηση που δίνεται είναι «αναμφισβήτητα ναι».
Και προστίθεται ότι «στην Ελλάδα παρατηρείται το τελευταίο διάστημα ραγδαία αύξηση βίαιων εγκλημάτων που έχουν ρατσιστικά κίνητρα. Αυτές οι βίαιες συμπεριφορές πρέπει να αντιμετωπιστούν με τις κατάλληλες αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις. Ανάλογες κυρώσεις πρέπει επίσης να προβλέπονται και για όσους δηλητηριάζουν με τον δημόσιο ρατσιστικό λόγο τους την κοινωνική συμβίωση σε βαθμό τόσο σοβαρό, ώστε να εγκυμονεί άμεσος κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και τα έννομα αγαθά των συνανθρώπων μας, όπως η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους».
Τονίζεται δε, ότι «το νομοσχέδιο καλύπτει επίσης την υποχρέωση της χώρας να συντονίσουμε το βήμα μας με τη νομοθεσία της ΕΕ, η οποία έχει ως αντικείμενο την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου. Ταυτόχρονα, απαντά και στην ανάγκη να βελτιώσουμε την ισχύουσα αντιρατσιστική νομοθεσία».
Το δεύτερο ερώτημα που τίθεται είναι αν «θίγουν οι διατάξεις του νομοσχεδίου την ελευθερία του λόγου».
Η απάντηση που δίνεται είναι: «Καθένας είναι και παραμένει ελεύθερος να πιστεύει και να αισθάνεται ό,τι θέλει, ακόμη και να μισεί οποιονδήποτε θέλει, για οποιονδήποτε λόγο. Αυτό που απαγορεύεται με τον νόμο αυτόν είναι η δημόσια προτροπή σε βιαιοπραγίες ή η πρόκληση μίσους, σε βάρος άλλων συνανθρώπων μας και λόγω της διαφορετικής τους φυλής, χρώματος, θρησκείας, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή σεξουαλικού προσανατολισμού τους. Οι περιορισμοί που τίθενται στην ελευθερία του λόγου είναι επιτρεπτοί από την άποψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως έχει αποδεχτεί και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κρίνοντας νομοθεσίες όπως η γαλλική που είναι πολύ πιο αυστηρές από τη δική μας».
Τρίτο ερώτημα: «Η ποινικοποίηση της άρνησης των εγκλημάτων πολέμου, γενοκτονίας και κατά της ανθρωπότητας δεν πλήττει την ελευθερία του Τύπου ή της επιστημονικής έρευνας;».
Το συγκεκριμένο ερώτημα απαντάται ως εξής: «Κατά κανένα τρόπο. Οποιοσδήποτε πολίτης και ερευνητής έχει δικαίωμα να έχει και να δημοσιοποιεί την άποψή του για τέτοιες ενέργειες, ακόμη και να αρνείται ότι έλαβαν χώρα. Μόνο όταν η άρνηση ή ο μηδενισμός της σημασίας των πράξεων αυτών στρέφεται κατά ομάδας προσώπων λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή σεξουαλικού προσανατολισμού τους και επιπλέον γίνεται κατά τρόπο που μπορεί να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος, επιβάλλεται ποινική κύρωση».
Τέταρτο ερώτημα: «Το νομοσχέδιο έχει στόχο ή ηρωοποιεί τη Χρυσή Αυγή;».
Απάντηση: «Οι ποινικού περιεχομένου διατάξεις του νομοσχεδίου, όπως άλλωστε και όλη η ποινική μας νομοθεσία, δεν έχουν ως αποδέκτη κανένα κόμμα ή άλλη ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο, αλλά μόνο φυσικά πρόσωπα. Εάν, ωστόσο, τα φυσικά αυτά πρόσωπα, υποπέσουν σε εγκλήματα που επισύρουν ως παρεπόμενη κύρωση τη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, τότε, εφόσον η κύρωση αυτή επιβληθεί, τα πρόσωπα αυτά δεν θα μπορούν να συμμετέχουν σε εκλογές ή θα εκπίπτουν από τα πολιτικά τους αξιώματα, όπως συμβαίνει και σε μια πλειάδα αδικημάτων που δεν έχουν καμία σχέση με τον ρατσισμό, αλλά θεωρούνται επαρκώς σοβαρά».
Πέμπτο ερώτημα: «Έχουν βάση οι ισχυρισμοί του ΚΚΕ ότι «ενσωματώνει απόφαση της ΕΕ που αποτελεί προπομπό για κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους πιο συνεπείς αντίπαλους της φασιστικής και ρατσιστικής ιδεολογίας;».
Απάντηση: «Προφανώς το θέμα αφορά μόνο την καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας όπως αναφέρει και ο τίτλος του νομοσχεδίου και αυτό είναι το αντικείμενο και της απόφασης- πλαίσιο της ΕΕ. Αυτά που λέει το ΚΚΕ δεν αφορούν το ΠΑΣΟΚ ούτε το υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Σε κάθε περίπτωση, δεν ποινικοποιούνται ιδεολογίες, ακόμα και οι πιο ακραίες ή αντισυστημικές ούτε και οι πιο αποκρουστικές. Ποινικοποιείται η προτροπή σε βιαιοπραγίες ή μίσος με ρατσιστικό περιεχόμενο, συμπεριφορά παρεμφερής με τη διέγερση, την πρόκληση και την προσφορά σε τέλεση εγκλήματος. Και αυτό δεν είναι καινούριο στη χώρα μας».
Το έκτο ερώτημα αναφέρεται στα επιχειρήματα της ΝΔ και αν αυτά «ισχύουν», όπως και «τι δεν καλύπτει η υφιστάμενη νομοθεσία.
Η απάντηση που δίνει το ΠΑΣΟΚ αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Ο ισχύων αντιρατσιστικός νόμος, ο Ν. 927/1979, ψηφίστηκε σε μια διαφορετική εποχή από τη σημερινή. Στη σημερινή του μορφή δεν καλύπτει παρά μόνο τις διακρίσεις λόγω φυλής, εθνικής καταγωγής και θρησκεύματος. Η απόφαση- πλαίσιο της ΕΕ απαγορεύει επιπλέον τις διακρίσεις λόγω εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών και χρώματος. Η πρόταση νόμου καλύπτει αυτές τις απαιτήσεις της απόφασης- πλαίσιο και παράλληλα επεκτείνει την απαγόρευση διακρίσεων και στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού.
Επίσης, η πρόταση νόμου ποινικοποιεί και την πρόκληση ή διέγερση σε πράξεις φθοράς κατά πραγμάτων που χρησιμοποιούνται κυρίως από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα, κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη. Επιβάλλονται έτσι κυρώσεις σε εκείνους που π.χ. επιδιώκουν τη βεβήλωση μνημείων ή νεκροταφείων.
Επίσης, η πρόταση νόμου καλύπτει την απαίτηση της απόφασης- πλαίσιο για ποινικοποίηση της άρνησης των εγκλημάτων γενοκτονίας, των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, η σχετική πράξη να στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, κατά τρόπο που μπορεί να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της.
Επομένως, η πρόταση νόμου δεν συνεπάγεται τη θέσπιση ενός ιδιώνυμου αδικήματος που αποτελεί παραβίαση της ελευθερίας του λόγου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ΝΔ. Απεναντίας, προβλέπει σοβαρές ασφαλιστικές δικλείδες για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο υπέρμετρου περιορισμού της ελευθερίας αυτής. Τέτοιες προβλέψεις λείπουν από την ισχύουσα νομοθεσία. Ίσως αυτή η έλλειψη να εξηγεί εν μέρει την αχρησία των σχετικών διατάξεων, που έτυχαν έως σήμερα ελάχιστης εφαρμογής.
Η απόφαση- πλαίσιο της ΕΕ περιλαμβάνει ρυθμίσεις που δεν υπάρχουν ούτε κατά διάνοια στον ισχύοντα νόμο όπως εκείνες που θεσπίζουν την υπό όρους ευθύνη των νομικών προσώπων και προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων σε αυτά.
Η πρόταση νόμου, ωστόσο, καλύπτει και άλλα κενά της ισχύουσας νομοθεσίας:
1. Προβλέπει συγκεκριμένο αυξημένο πλαίσιο ποινής επί συνδρομής της επιβαρυντικής περίστασης του ρατσιστικού κινήτρου, την απαγόρευση μετατροπής και αναστολής της στερητικής της ελευθερίας ποινής, καθώς και την επιβολή στην περίπτωση αυτή της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων. Θεσπίζει έτσι τις αναγκαίες, αποτρεπτικές και ανάλογες κυρώσεις που απαιτούνται για την περιστολή του φαινομένου των ρατσιστικών εγκλημάτων.
2. Θεσπίζει ως επιβαρυντική περίσταση και ως πειθαρχικό αδίκημα την τέλεση της πράξης από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων ή από βουλευτή ή ευρωβουλευτή, ώστε να προστατευθεί η ακεραιότητα του πολιτικού συστήματος και των δημοσίων υπηρεσιών και βεβαίως σε αναλογία με την αυξημένη επικινδυνότητα της πράξης όταν τελείται από πρόσωπα που έχουν κύρος και επιρροή λόγω του αξιώματός τους.
3. Προβλέπει κώλυμα διορισμού στο δημόσιο και τους ΟΤΑ για όσους καταδικάζονται για αδικήματα τελούμενα με ρατσιστικό κίνητρο.
4. Περιλαμβάνει πλέγμα ρυθμίσεων για την αποτελεσματική παρέμβαση της δικαιοσύνης και την εμπέδωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και ακρόασης: προστασία των θυμάτων μέσω της παροχής πρόσβασης σε αστυνομία και δικαιοσύνη, αυτεπάγγελτη δίωξη των εγκλημάτων, απαλλαγή από την καταβολή παραβόλου πολιτικής αγωγής, παροχή νομικής βοήθειας στα θύματα, προστασία από την απέλαση θυμάτων ή μαρτύρων περιστατικών ρατσιστικής βίας.
Οι ισχυρισμοί στελεχών της ΝΔ ότι το υφιστάμενο πλαίσιο καλύπτει το 90% του προτεινόμενου νομοσχεδίου δεν είναι επομένως αληθείς», επισημαίνει το ΠΑΣΟΚ.
Στο έβδομο και τελευταίο ερώτημα τίθεται το θέμα αν «με την προστασία των θυμάτων από απέλαση ανοίγει ο δρόμος για καταχρηστικές καταγγελίες ώστε τα υποτιθέμενα θύματα να πάρουν άδεια διαμονής»;
Η απάντηση είναι εξής: «Η άδεια διαμονής δίνεται από τις αρμόδιες αρχές, μετά από αίτημα του εισαγγελέα. Δεν την παίρνουν αυτόματα οι καταγγέλλοντες. Αν κάποιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να διωχθεί και να καταδικαστεί η ρατσιστική βία χωρίς να υπάρχουν μάρτυρες, μάλλον υπηρετεί άλλες σκοπιμότητες.
Σε κάθε περίπτωση το ΠΑΣΟΚ θέλει να επεκτείνει την προστασία από απέλαση σε όλους όσους ο εισαγγελέας κρίνει ότι είναι ουσιώδεις μάρτυρες για σοβαρά αδικήματα. Με αυτό τον τρόπο καταπολεμούμε (μαζί με τη ρατσιστική βία) και όλη τη σοβαρή εγκληματικότητα στην οποία εμπλέκονται αλλοδαποί (ως θύματα αλλά και ως θύτες)» τονίζει.