Στην ανάγκη ριζικών αλλαγών στη δημόσια διοίκηση αναφέρθηκε από το βήμα του συνεδρίου του «Economist» ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Αντώνης Μανιτάκης.
Μία μέρα μετά τη συμφωνία με την τρόικα, ο κ. Μανιτάκης, από το βήμα του συνεδρίου του «Economist», προσπάθησε να επικεντρώσει την ομιλία του στα θετικά αυτής της συμφωνίας – ειδικά μετά τις αρχικές έντονες πιέσεις των εκπροσώπων των δανειστών της χώρας, αλλά και εγχώριων υποστηρικτών της δραματικής συρρίκνωσης του δημοσίου.
Άλλωστε, ο κ. Μανιτάκης, που ξανάγραψε την ομιλία του μετά τη συμφωνία με την τρόικα -όπως είπαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ συνεργάτες του – βρέθηκε τις τελευταίες εβδομάδες στο κέντρο ενός κυρίως επικοινωνιακού πολέμου, δέχθηκε πιέσεις και κατάφερε, όπως υποστηρίζουν οι ίδιες πηγές, να διατηρήσει ζωντανή την προσπάθειά του για αναμόρφωση του δημοσίου τομέα, ενώ σε διαφορετική περίπτωση θα αναλωνόταν ως αρμόδιος υπουργός μόνο σε περικοπές υπηρεσιών, φορέων και υπαλλήλων.
Ο κ. Μανιτάκης, μιλώντας στο συνέδριο, αφού επανέλαβε το ιστορικό της εξέλιξης για τις 15.000 «αναγκαστικές αποχωρήσεις», επισήμανε τον συνδυασμό του αιτήματος της τρόικας με ποιοτικούς στόχους. Δηλαδή, όπως είπε «την αναγκαστική αποχώρηση των ακατάλληλων και ανεπαρκών, αυτών που θα κριθούν απολυτέοι από τα πειθαρχικά συμβούλια, όσων κριθούν κατά την αξιολόγηση δομών και προσωπικού ότι έχουν τελικά ανεπαρκή και ελλιπή προσόντα ή υπηρετούν σε οργανισμούς που καταργούνται ή συγχωνεύονται».
Τόνισε δε ότι ο «ποιοτικός αυτός στόχος ήταν εξαρχής δικός μας στόχος», αναφέροντας την πρόταση που είχε κάνει από την αρχή των διαπραγματεύσεων, «με τη χαλάρωση του κανόνα 1 προς 5 και με τη δυνατότητα για κάθε μία αναγκαστική αποχώρηση ακατάλληλου υπαλλήλου να προσλαμβάνεται ένα νέος, καταρτισμένος υπάλληλος μετά από διαγωνισμό».
Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης σημείωσε ότι «το αίτημα της ανανέωσης γίνεται ακόμη πιο επιτακτικό επειδή η ελληνική διοίκηση αντιμετωπίζει ένα τρομακτικό πρόβλημα: την τεράστια μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων τα τελευταία χρόνια».
Επίσης, αναφέρθηκε στο πετυχημένο, όπως είπε, μέτρο της κινητικότητας, που αποβλέπει στην ορθολογική ανακατανομή του προσωπικού, εκτιμώντας ότι «ο μηχανισμός της κινητικότητας έχει στηθεί, έχει δώσει εξετάσεις και έχει πετύχει και 2.000 υπάλληλοι αορίστου χρόνου, παρά τις φοβερές αντιδράσεις, αντιστάσεις και καθυστερήσεις, έχουν μετακινηθεί μέσα σε τρεις μήνες». Προσέθεσε δε ότι «με αυτό το αδιάψευστο δείγμα γραφής, με το υπάρχον κατά βάση νομοθετικό πλαίσιο, με ενισχυμένο και καλύτερα οργανωμένο διοικητικό μηχανισμό, σχεδιάζουμε τη μετακίνηση 25.000 υπαλλήλων μέχρι το τέλος του 2014. Στόχος φιλόδοξος, αλλά όχι ανέφικτος».
Σύμφωνα με τον κ. Μανιτάκη, «η κινητικότητα όμως αποκάλυψε και ένα άλλο μεγάλο κενό της ελληνικής διοίκησης: την παντελή έλλειψη πάγιας αξιολόγησης βάσει απόδοσης ή έστω βάσει αξιοκρατικής αποτίμησης προσόντων».
Αναφερόμενος στο θέμα της πειθαρχικής ευθύνης και δίωξης, η οποία όπως είπε «δεν ήταν ικανοποιητική», άφησε να εννοηθεί με πρωτοβουλία που θα λάβει ο ίδιος, η πειθαρχική διαδικασία θα γίνει γρηγορότερη και αποτελεσματικότερη, προκειμένου να απαλειφθούν φαινόμενα αδράνειας ακόμη και για πολύ σοβαρά ποινικά αδικήματα, ενώ ταυτόχρονα επισήμανε και την ενεργοποίηση του υπαλληλικού κώδικα (προσθέτοντας απλώς ελάχιστα σοβαρά αδικήματα), λέγοντας πως χάρη στη διάταξη αυτή, τέθηκαν σε αυτοδίκαιη αργία 940 δημόσιοι υπάλληλοι. «Δεν είναι λίγοι, και αυτό είναι ένα ακόμη έμπρακτο δείγμα της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να προχωρήσει στην ενίσχυση της πειθαρχικής ευθύνης. Διότι απομακρύνθηκαν προσωρινά από τις υπηρεσίες τους, μέχρι να εκδικαστεί πειθαρχικά η υπόθεσή τους, όσοι εγκαλούνται αμετάκλητα από τη δικαιοσύνη για σοβαρά αδικήματα, με στόχο να προφυλαχθεί το κύρος και το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και η δική τους αξιοπρέπεια», συμπλήρωσε.
Τέλος, ο κ. Μανιτάκης υποστήριξε, για μία ακόμη φορά, ότι «οι θεσμικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν αρκούν από μόνες τους για να θεραπεύσουμε, και μάλιστα από τη μία μέρα στην άλλη, χρόνιες και ριζωμένες παθογένειες της δημόσιας διοίκησης. Θα πρέπει να συνδυαστούν και με άλλες ενέργειες, και κυρίως με τη ριζική αλλαγή πρακτικών, συμπεριφορών και κυρίως ηθικών στάσεων». Προσέθεσε δε με έμφαση ότι «θα πρέπει να εκριζώσουμε την απώθηση κάθε είδους ηθικής ευθύνης, την απορρόφηση της Ηθικής από το Νόμο. Να απαλλαγούμε από τον μη ηθικό κανόνα της μεταπολίτευσης: ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό. Όχι. Ό,τι είναι νόμιμο, δεν είναι αναγκαστικά και ηθικό», επισήμανε.