Οι ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου έφεραν μια βασική ανατροπή στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας, καθώς το κυβερνών κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ έμεινε στη δεύτερη θέση, περίπου 9,5 μονάδες πίσω από τη Νέα Δημοκρατία, δρομολογώντας εξελίξεις με την προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών από τον Αλέξη Τσίπρα για τις 7 Ιουλίου.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Κάλτσα
Οι πολίτες συνηθίζουν να ασχολούνται με την «κορυφή» όλων των κλάδων είτε αυτό αφορά την πολιτική είτε τον αθλητισμό ή σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική δραστηριότητα. Υπάρχει αυτό θα ονομάζαμε το «μικρόβιο του πρωταθλητισμού», μόνο που όταν μιλάμε για πολιτική τα πράγματα δεν έχουν μόνο δύο διαστάσεις. Άλλωστε στην πολιτική πραγματικότητα μίας χώρας ρόλο δεν παίζουν μόνο οι δύο πρώτοι, αλλά όλοι οι συμμετέχοντες διαμορφώνουν με τον δικό τους τρόπο το πεδίο.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Μαΐου είχε έντονα τα στοιχεία της κεντρικής πολιτικής αναμέτρησης και πήρε τον χαρακτήρα μιας πρόβας εθνικών εκλογών, κάτι στο οποίο συνετέλεσαν οι δύο βασικοί μονομάχοι: ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρεθούν στο επίκεντρο της συζήτησης αλλά και να συμπιέσουν μικρότερα κόμματα, καθώς αυτή τη φορά η ψήφος δεν ήταν «χαλαρή» σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι μεταβολές στον «εκλογικό πίνακα» μετά τις ευρωεκλογές ήταν αρκετές, με ένα κόμμα ωστόσο να μη δείχνει ούτε καθοδικές αλλά ούτε ανοδικές τάσεις: το ΚΚΕ. Το τελικό ποσοστό που το Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε ήταν το 5,35%, σε μία περίοδο που ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ υπέστη φθορά και έχοντας πίσω μία περίοδο σχεδόν δεκαετούς κρίσης, που δημιούργησε πολιτικό «χώρο» για εκτός των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) αλλά και έντονες εστίες αντίδρασης στην κοινωνία και τάση του κόσμου να ακολουθήσει διαφορετικούς πολιτικούς δρόμους, πέραν αυτών που είχε δοκιμάσει παραδοσιακά τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης.
Οι λόγοι της στασιμότητας του ΚΚΕ
Για να καταλάβουμε τις αιτίες αυτής της στασιμότητας του ΚΚΕ, απευθυνθήκαμε στον Νίκο Σερντεδάκη, καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Ο κ. Σερντεδάκης έκανε μία συγκριτική ανάλυση για το πρόσφατο παρελθόν.
«Στις ευρωεκλογές του 2019, το ΚΚΕ καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό και τον μικρότερο αριθμό ψήφων συγκριτικά προς όλες τις επιδόσεις του σε ευρωπαϊκές εκλογές από το 1994 και εξής ενώ συγκριτικά προς τις τελευταίες εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 δεν καταγράφει ούτε κέρδη ούτε απώλειες. Η διατήρηση του ΚΚΕ σε χαμηλά εκλογικά ποσοστά φαίνεται προς το παρόν να σηματοδοτεί μια τάση συρρίκνωσης της εκλογικής του βάσης και μια αδυναμία να επιβεβαιώσει την πρότερη θέση του, έως το 2009, ως τρίτο κόμμα στο ελληνικό κομματικό σύστημα.
Τούτα τα δεδομένα μπορούν να εκτιμηθούν ως δυσοίωνα για την ηγετική ομάδα του ΚΚΕ, καθώς στη συγκυρία της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ να τηρήσει τις προγραμματικές του θέσεις και αρχές, της ρήξης δηλαδή με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λιτότητας, θα ανέμενε κανείς το ΚΚΕ να αντλήσει υποστήριξη από ψηφοφόρους με αριστερή πολιτική ταυτότητα. Αυτό προφανώς δεν συμβαίνει, τουλάχιστον δεν καταγράφηκε μια τέτοια τάση στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση για το ευρωκοινοβούλιο. Άρα γεννάται το ερώτημα γιατί συγκυριακά, ίσως όμως και σε βάθος χρόνου το ΚΚΕ τείνει να παραμένει στο περιθώριο της κεντρικής πολιτικής σκηνής».
Αυτές είναι οι απαντήσεις που ο καθηγητής αποπειράται να δώσει για το φαινόμενο:
«Σ’ αυτό το ερώτημα μπορούμε να απαντήσουμε με αναφορά σε δύο αλληλένδετα μεταξύ τους επίπεδα: αφενός εκείνο του ιδεολογικού πλαισίου γύρω από το οποίο το ΚΚΕ υφαίνει την πολιτική του δράση και αφετέρου εκείνο που άπτεται των πολιτικών του κινήσεων στη συγκυρία της βαθειάς πολιτισμικής, πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.
Ως προς το πρώτο, δηλαδή τις κοσμοθεωρητικές αφετηρίες του, το ΚΚΕ φαίνεται σαν να μένει αγκιστρωμένο στα δεδομένα του 20ού αιώνα, και μάλιστα σε εκείνα που ανάγονται στις δεκαετίες πριν την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μ’ άλλα λόγια υπερασπίζεται ένα κοινωνικο-πολιτικό μοντέλο που κατέρρευσε το 1989 και το οποίο δεν φαίνεται σήμερα ικανό να διεισδύσει στα λαϊκά στρώματα ως μια ρεαλιστική και ελπιδοφόρα πρόταση για τον αναγκαίο κοινωνικό μετασχηματισμό, στις κοινωνίες που πλήττονται από ακραία φαινόμενα κοινωνικής ανισότητας, έντασης της εκμετάλλευσης και συρρίκνωσης των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Έχω την αίσθηση ότι το ΚΚΕ αρνείται συνειδητά να επανεπεξεργαστεί τον λόγο που απευθύνει προς τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα που δηλώνει ότι θέλει να εκπροσωπήσει, έτσι ώστε προοπτικά να εξασφαλίσει την ιδεολογική ηγεμονία στις κυριαρχούμενες κατηγορίες του πληθυσμού».
– Ποια είναι όμως η στρατηγική του ΚΚΕ και ποια τα αποτελέσματά της;
«Στο πεδίο που έχει να κάνει με τα δεδομένα των πολιτικών πρωτοβουλιών και σχεδιασμών στη συγκυρία, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το ΚΚΕ έχει επιλέξει μία πολιτική απομονωτισμού, δηλαδή μη συνεργασίας με όμορες προς αυτό πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς και τις εκφράσεις τους στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών. Στην ουσία εμμένει σε μια επιλογή για προσχώρηση στις δικές του θέσεις, δίχως να συνομιλεί επί ίσοις όροις με πιθανούς συμμάχους. Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η πολιτική του στο κρίσιμο πεδίο της συλλογικής οργάνωσης των μισθωτών. Οικοδόμησε από τα πάνω ένα άτυπο τριτοβάθμιο συνδικάτο, το ΠΑΜΕ και απλά στοχεύει στην προσχώρηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε αυτό, δίχως να συνεργάζεται με άλλες εργατικές οργανώσεις που δεν μοιράζονται τις θεμελιώδεις και ιδεολογικές πολιτικές αρχές του ΚΚΕ. Κατά τη γνώμη μου, αυτό συμβάλλει και στη σχετική του απομόνωση όπως αυτή αποτυπώνεται και στο εκλογικό πεδίο.
Συμπυκνώνοντας όσα είπαμε μέχρι τώρα, στην οπτική μου, το ΚΚΕ στέκεται απέναντι σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία με όρους μια αδιάλλακτης ιδεολογικής καθαρότητας που προσομοιάζει με έναν ζήλο θρησκευτικού τύπου. Οι ανήκοντες στις τάξεις του εισέρχονται στο πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας ως οι έχοντες δει “το φως το αληθινό”, καλώντας όλους τους υπόλοιπους να μεταστραφούν, προσχωρώντας στη χορεία των εκλεκτών. Με πιο κοσμικούς όρους, στον βαθμό που το ΚΚΕ μεταθέτει τις αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων σε ένα επέκεινα, σε ένα “μετά την επανάσταση”, φαίνεται σαν να μην έχει θετική πρόταση, πρόταση δηλαδή μετασχηματισμού και μεταρρύθμισης που θα διαμορφώνει σήμερα καλύτερους όρους ζωής και προοπτικής για τις υποκείμενες κοινωνικές τάξεις και τις κοινωνικές κατηγορίες του πληθυσμού που βιώνουν την παρούσα στιγμή του καπιταλισμού με όρους δυσαρέσκειας. Έχει εγκαταστήσει ένα κατά τη γνώμη μου προβληματικό και πλαστό δίλημμα “μεταρρυθμίσεις ή επανάσταση”, και απαντά σ’ αυτό προτάσσοντας την επανάσταση ως μια ριζική ανατροπή, υποστηρίζοντας ότι οποιεσδήποτε αλλαγές, τουλάχιστον αυτό εκπέμπεται στον λόγο του, οποιεσδήποτε έστω μικρές αλλαγές, εφόσον δεν προκύπτουν στο πλαίσιο ενός επικείμενου κοινωνικού μετασχηματισμού, δεν έχουν κανένα νόημα για τη ζωή των ανθρώπων.
Προφανώς δεν έχει καταφέρει να πείσει ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα. Και με αυτή την έννοια λόγω αυτής της προσέγγισης και της στάσης του δεν κατορθώνει να συγκροτηθεί ως ουσιαστικός πολιτικός χώρος υποδοχής της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Το ΚΚΕ φαίνεται να καλεί τον κόσμο να το ψηφίσει, επενδύοντας τις ελπίδες του στον κομματικό μηχανισμό και στην κομματική του ηγεσία. Ψηφίζω Κομμουνιστικό Κόμμα, αυτό φαίνεται να προκύπτει από τον λόγο του, ψηφίστε ΚΚΕ και εμείς αναλαμβάνουμε να σας εκπροσωπήσουμε. Προφανώς αυτό δεν είναι ελκυστικό για έναν κόσμο που θα ήθελε με τη δική του συμμετοχή να συμβάλλει σε αλλαγές που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Για παράδειγμα, η μετατόπιση ψηφοφόρων στις τελευταίες εκλογές από το ΚΚΕ προς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγαλύτερη από τη μετατόπιση από τον ΣΥΡΙΖΑ προς το ΚΚΕ. Αυτό δείχνει πράγματα. Ότι δηλαδή δεν κατορθώνει να εκπέμψει ένα μήνυμα ότι ο χώρος του ΚΚΕ είναι ένας χώρος ανοικτός, όπου εντός του μπορεί να αρθρωθεί μια κοινή δράση με ριζοσπαστικό περιεχόμενο και προοπτική. Και με μία επαναλαμβανόμενη προτροπή «Ψηφίστε για ένα πιο ισχυρό ΚΚΕ» παραπέμπει ακριβώς σε μια αδιαμεσολάβητη εμπιστοσύνη προς την ηγεσία του και προς τις θέσεις του, δίχως αυτό να διανοίγει μια προοπτική ως προς την κοινή δράση ανθρώπων που θα ήθελαν να τροποποιήσουν τους συσχετισμούς δύναμης εδώ και τώρα».
Πριν από λίγα χρόνια και σε μία κατάσταση ανάλογης στασιμότητας, το ΚΚΕ προχώρησε στην αλλαγή ηγεσίας, αντικαθιστώντας την Αλέκα Παπαρήγα με τον Δημήτρη Κουτσούμπα.
– Ποια είναι η επίδραση της αλλαγής Γενικού Γραμματέα και οι πιθανές ευθύνες της ηγεσίας για το τωρινό αποτέλεσμα;
«Οι ευθύνες της ηγεσίας του ΚΚΕ για το εκλογικό αποτέλεσμα οφείλουν να αποδοθούν συγκριτικά προς τις στοχεύσεις που η ίδια προφανώς θα έθεσε προ των εκλογών. Βέβαια οι ηγεσίες στο ΚΚΕ είναι συλλογικές ηγεσίες, δεν προσωποποιούνται εύκολα, με την εξαίρεση βέβαια των παλαιών ηγετών του που είχαν μια εμβέλεια ευρύτερη του ΚΚΕ και μια αποδοχή ευρύτερη των ψηφοφόρων του, όπως ας πούμε ο Χαρίλαος Φλωράκης για να μιλήσουμε για την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ εμφανίζεται αυτή τη στιγμή ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα, αν διαβάζω σωστά την τελευταία ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής μετά τις εκλογές. Αισθάνεται ικανοποιημένη η ηγετική ομάδα, ενώ κανονικά θα ανέμενε κάποιος να εξηγήσει για ποιον λόγο δεν έχει επιτύχει να διευρύνει την αποδοχή των θέσεων του ΚΚΕ στην ευρύτερη κοινωνία. Τούτο μάλιστα σε ένα περιβάλλον κρίσης και υποχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ, απογοήτευσης των ψηφοφόρων της αριστεράς από τα πεπραγμένα της κυβέρνησης».
– Ποια είναι η διείσδυση του ΚΚΕ στο εκλογικό σώμα;
«Το εκλογικό σώμα δεν είναι ενιαίο. Υπάρχουν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικά στρώματα, τάξεις, κοινωνικές κατηγορίες. Θα πρέπει να δουν, και σίγουρα το κάνουν αυτό οι άνθρωποι του ΚΚΕ, την αποδοχή που έχουν οι θέσεις τους σε διάφορες κοινωνικές και πληθυσμιακές κατηγορίες. Και εκεί τα δεδομένα δεν είναι καλά αν τα δεδομένα του exit poll έχουν μια ακρίβεια και μπορεί κάποιος να στηριχθεί σε αυτά. Το exit poll δείχνει λοιπόν ότι πάνω από τον εκλογικό εθνικό μέσο όρο του το ΚΚΕ έχει μία ευρύτερη αποδοχή στις ηλικίες άνω των 50 ετών, ενώ στις λεγόμενες παραγωγικές ηλικίες υστερεί. Έχει μια μεγαλύτερη αποδοχή στους συνταξιούχους και έχει πάρα πολύ μικρή αποδοχή στην κατηγορία των νέων. Από ό,τι είδα στο exit poll, μόλις το 3,7% στις ηλικίες 17-24. Αυτό θα έπρεπε να προβληματίσει το ΚΚΕ, καθώς γνωρίζουμε ότι διαχρονικά έχει μια πολύ καλά αρθρωμένη και δυναμική νεολαία, την ΚΝΕ, που όπως φαίνεται δεν κατορθώνει να απευθυνθεί στους νέους και στις νέες που βρίσκονται έξω από τις τάξεις της».
Το ΚΚΕ έχασε κάποια από τα λεγόμενα κάστρα του στην τοπική αυτοδιοίκηση όπως την Καισαριανή και την Πετρούπολη. Ωστόσο κέρδισε με εμφατικό τρόπο τον Δήμο Πάτρας με τον Κώστα Πελετίδη.
«Στην ουσία έχει μόνο έναν δήμαρχο. Είναι μεγάλη η επιτυχία της αυτοδιοικητικής παράταξης του ΚΚΕ στην Πάτρα, όμως τούτο το παράδειγμα δεν φαίνεται να ριζώνει σε άλλες περιοχές. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι προφανώς στην Πάτρα υπάρχει μια παράταξη αυτοδιοικητική που λειτουργεί με πιο γειωμένο πολιτικά τρόπο σε σχέση με τα προβλήματα των κατοίκων της πόλης και βεβαίως ένας δήμαρχος, ο οποίος μπορεί να αρθρώσει έναν λόγο που δεν είναι λόγος περιχαράκωσης, όπως είναι κατά τη γνώμη μου ο λόγος του ΚΚΕ στο κεντρικό πολιτικό σύστημα.
Ευρύτερα βέβαια μιλώντας, οι αυτοδιοικητικές είναι ιδιόμορφες εκλογές και σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνουν και προπολιτικές καταστάσεις στην ελληνική κοινωνία. Παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο τα δίκτυα των συγγενών, των φίλων, των γνωστών. Επίσης, παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο οι συσπειρώσεις ισχυρών κοινωνικών ομάδων γύρω από ψηφοδέλτια και δημάρχους. Άρα οι απώλειες του ΚΚΕ σε κάποιους δήμους την επόμενη φορά μπορεί να είναι κέρδη. Ειδικά μάλιστα σε δήμους που ιστορικά έχει μια παρουσία. Ωστόσο μια αποτίμηση είναι αρνητική και σε αυτό το επίπεδο, χάνει «κάστρα» δημοτικά, προφανώς γιατί εκεί δεν υπήρξαν άνθρωποι σαν τον δήμαρχο της Πάτρας, ικανοί να συσπειρώσουν μερίδες του πληθυσμού για την διαχείριση των τοπικών κοινωνιών».
Στο ερώτημα αν υπάρχει μία εκ νέου κατασκευή διπόλου στην πολιτική (ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ) και κατά πόσο αυτό επηρέασε το ΚΚΕ, ο κ. Σερντεδάκης ανέφερε:
«Στην ελληνική μεταπολίτευση από το ’74 και μετά διαμορφώνεται ένα ισχυρό δικομματικό σύστημα, με την εξαίρεση βεβαίως της περιόδου της πρόσφατης κρίσης, στην οποία ρευστοποιήθηκε το κομματικό σύστημα, με ενδεικτικότερο παράδειγμα την μάλλον μη αναστρέψιμη αποδυνάμωση του ενός από τους δύο πόλους του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ εν προκειμένω. Είναι πολύ πιθανό να είμαστε μπροστά σε μία νέα εκδοχή δικομματισμού, όπου στην κεντροαριστερά ο ΣΥΡΙΖΑ θα ηγεμονεύσει τα επόμενα χρόνια. Όμως από μόνη της η δικομματική πόλωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η βασική αιτία για την καθήλωση του ΚΚΕ σε χαμηλά ποσοστά της τάξης του 5 ή 6%. Συνεπικουρούν και άλλοι λόγοι, όπως προσπάθησα να δείξω προηγουμένως».