«Το μεγάλο διακύβευμα των εθνικών εκλογών είναι η ανάπτυξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα παρουσιάσει μια επιθετική αναπτυξιακή ατζέντα, προβάλλοντας την αναγκαιότητα για εξωστρέφεια και στροφή στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Ταυτόχρονα, έχουμε ήδη προχωρήσει σε βαθιές µμεταρρυθμίσεις που έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα, όπως είναι η επιτάχυνση της χρηματοδότησης της οικονοµίας από το ΕΣΠΑ, ο νέος αναπτυξιακός νόµος που είναι προσανατολισμένος στις μικρές επιχειρήσεις και την καινοτομία, η νέα αναπτυξιακή τράπεζα, οι φοροελαφρύνσεις και η στήριξη της απασχόλησης με συγκεκριμένα μέτρα. Η αναπτυξιακή ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο αξιόπιστη από την ατζέντα της ΝΔ, η οποία είναι, εν πολλοίς, μεταφυσική και ανεφάρμοστη».
Αυτό υπογράμμισε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης, σε συνέντευξη που παραχώρησε σήμερα στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Πρόσθεσε, δε, ότι «την επόμενη ημέρα των εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει εκφραστής ενός μεγάλου κεντροαριστερού πόλου στην ελληνική πολιτική σκηνή. Οι πολίτες θα κρίνουν αν αυτός ο ισχυρός πόλος θα είναι η επόμενη κυβέρνηση ή όχι».
Αναφερόμενος στη διαφωνία με την Κομισιόν για την αποτίμηση των μέτρων της κυβέρνησης, ο κ. Σταθάκης επισήμανε ότι «οι προβλέψεις για τις φοροελαφρύνσεις που κάνει η κυβέρνηση και για το 2020 και για το 2021 και για το 2022 και αποτυπώνονται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα είναι εγγυημένες και δεν θίγουν την επίτευξη του πραγματικού στόχου του πλεονάσματος για το οποίο η χώρα είναι δεσμευμένη».
Όπως εξήγησε, διαφωνία με την Κομισιόν υπήρχε επίσης το 2016, το 2017 και το 2018 και τις τρεις χρονιές, οι ελληνικές προβλέψεις αποδείχθηκαν σωστές. «Τα μέτρα της κυβέρνησης είναι απολύτως εντός των στόχων», είπε και πρόσθεσε: «Οι ελληνικές προβλέψεις θα είναι σωστές και φέτος και οι όποιες επιφυλάξεις της Κομισιόν θα αρθούν στην έκθεση του Οκτώβρη. Θα δικαιωθεί η ελληνική πλευρά και θα έχουμε μεγαλύτερο όφελος στην οικονομία αφού δεν θα περιμένουμε το τέλος του έτους για να λάβουμε τα μέτρα. Η μόνη διαφορά από τα χρόνια του μνημονίου είναι ότι αντί να περιμένουμε την αποτύπωση της υπεραπόδοσης των δημοσίων οικονομικών στο τέλος της χρονιάς, πήραμε τα μέτρα στην αρχή της χρονιάς με βάση τις εκτιμήσεις για το υπερπλεόνασμα, το 1,1 δισ. ευρώ. Έτσι θα γίνεται από εδώ και στο εξής».
Ο υπουργός σημείωσε ότι δεν έχουν βάση οι αιτιάσεις της αντιπολίτευσης ότι η κυβέρνηση δεν ψήφισε τα αντίμετρα για τη μεσαία τάξη, επισημαίνοντας τα εξής: «Η μεσαία τάξη υπέστη μια τεράστια κατάρρευση το 2010-2014. Η υπερφορολόγησή της σε κάποια σημεία, κατά την περίοδο σταθεροποίησης της οικονομίας, ήταν προϊόν μιας συγκεκριμένης διαδικασίας που είχε το μνημόνιο και σήμερα έχουμε ισχυρά δείγματα ότι μπορούμε να τα αντιστρέψουμε. Η περικοπή των συντάξεων είχε τα αντίμετρα που ήταν αύξηση κάποιων δημοσίων δαπανών. Κάποιες από αυτές τις αυξήσεις έχουν γίνει. Το ίδιο ισχύει για τα αντίμετρα του αφορολόγητου. Έχουμε ήδη εφαρμόσει μερικές από τις φοροελαφρύνσεις του ΄20, όπως είναι η μείωση του ΦΠΑ και η μείωση του ΕΝΦΙΑ. Άρα, επιλεκτικά η κυβέρνηση, ανάλογα με τον δημοσιονομικό χώρο, θα εφαρμόζει τα αντίμετρα. Δεν μπορεί να τα εφαρμόσει όλα με τη μία».
Σχετικά με την κριτική ότι η παρούσα κυβέρνηση μειώνει τους φόρους που η ίδια αύξησε, απάντησε: «Καλούμε την αντιπολίτευση να συγκρίνει τις επιβαρύνσεις του 3ου μνημονίου, με αυτές του 1ου και του 2ου μνημονίου. Τα μέτρα, φορολογικά και άλλα, του 3ου μνημονίου, ήταν 7,5 δισ. ευρώ. Δεν έχουν καμία σχέση με τα 45 δισ. ευρώ που ήταν αθροιστικά στο 1ο και το 2ο μνημόνιο. Επιπρόσθετα, πετύχαμε μοναδικούς ρυθμούς κοινωνικής συνοχής σε αντίθεση όσων είχαν συμβεί τα προηγούμενα χρόνια».
Στους ισχυρισμούς ότι η ανάπτυξη είναι αναιμική, ο κ. Σταθάκης απάντησε ότι επί εννέα τρίμηνα έχουμε ανάπτυξη, η οποία στηρίζεται στις εξαγωγές και τον τουρισμό. «Δεν φτιάξαμε τεχνητή κατανάλωση για να θεωρηθεί ότι έχουμε μια προσωρινή ανάπτυξη. Έχουμε βιώσιμη, σταθερή ανάπτυξη, με μικρούς ρυθμούς γύρω στο 2-2,5%, αλλά έχουμε και μια ευρωπαϊκή οικονομία που έχει αντίστοιχα μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης».
Σε ό,τι αφορά τη ΔΕΗ και τις προοπτικές βιωσιμότητάς της, ο υπουργός υπογράμμισε ότι η συζήτηση πρέπει να γίνεται σε ψύχραιμη και ρεαλιστική βάση και πρόσθεσε: «Την περίοδο 2010-2014 και ενώ η οικονομία κατέρρεε, η τιμή του ρεύματος αυξήθηκε κατά 60% προκαλώντας τεράστια χρέη, ύψους 2,5 δισ. ευρώ, καταναλωτών και επιχειρήσεων προς τη ΔΕΗ. Μετά το 2015, εμείς επιλέξαμε στρατηγικά να μην υπάρξουν αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος έως ότου η οικονομία σταθεροποιηθεί. Ήταν μια σοφή επιλογή. Από 2015 μέχρι σήμερα, όχι μόνο δεν αυξήθηκε η τιμή του ρεύματος, αλλά μειώθηκε κατά 12% λόγω του ανταγωνισμού της ΔΕΗ με τους ιδιώτες. Με τη μείωση του ΦΠΑ, η μείωση της τιμής ενέργειας είναι ακόμη μεγαλύτερη. Στο ερώτημα αν έχει σημασία να παραμείνει η τιμή ενέργειας χαμηλή, η απάντηση είναι “ναι”. Εμείς θέλουμε να στηρίξουμε τις επιχειρήσεις, την ανάκαμψη. Δεν δώσαμε και δεν θα δώσουμε αυξημένα τιμολόγια ενέργειας τα οποία θα δημιουργήσουν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία».
Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, πρόσθεσε, η ΔΕΗ
υπέστη κάποιες πιέσεις. Παρόλα αυτά, η επιχείρηση πέρασε όλα τα δύσκολα στάδια και σήμερα βρίσκεται σε φάση αναδιάρθρωσης. Έχει αναχρηματοδοτήσει τα δάνειά της και προχωράει με όλες τις επενδύσεις, διαμορφώνοντας συνθήκες προσαρμογής στο νέο ενεργειακό τοπίο.
Τέλος, για το ενδεχόμενο αυξήσεων στην τιμή του ρεύματος, ο κ. Σταθάκης απάντησε κατηγορηματικά: «Δεν θέλουμε αυξήσεις στο ρεύμα. Δεν θέλουμε η ενέργεια, κατά τη μετάβαση σε μια πιο φιλική προς το κλίμα συνθήκη με πιο απελευθερωμένες αγορές, να δημιουργήσει επιπρόσθετα βάρη στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Αυτή είναι η στρατηγική μας και ελπίζουμε ότι στο τέλος της ημέρας θα δικαιωθούμε».