Σπάνια βαλκανική διπλωματική επιτυχία χαρακτηρίζει άρθρο του Tony Barber στους Financial Times την αλλαγή του ονόματος των Σκοπίων, τονίζοντας ότι «αναμφισβήτητα, ο διακανονισμός των Πρεσπών είναι το μεγαλύτερο διπλωματικό επίτευγμα της Δύσης στα Βαλκάνια, από τις συμφωνίες του Ντέιτον που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ και οι οποίες τερμάτισαν τον πόλεμο στη Βοσνία το 1995».
Οι FT τονίζουν ότι «η συμφωνία των Πρεσπών τέθηκε σε ισχύ στις 12 Φεβρουαρίου. Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας μετονομάστηκε σε Βόρεια Μακεδονία, όρος που δεν συνεπάγεται εδαφική απαίτηση για τη βόρεια ελληνική περιφέρεια Μακεδονία» και προσθέτουν: «Με αυτό τον τρόπο βρέθηκε μια απάντηση στην τελευταία εκδοχή του μακεδονικού ζητήματος -μια επαναλαμβανόμενη πηγή έντασης στα νότια Βαλκάνια από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο συμβιβασμός απαιτούσε σημαντικό πολιτικό θάρρος εκ μέρους των Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ, των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας».
Για τα Βαλκάνια, τα οποία ταλανίζονται από εθνοτικές, πολιτικές, θρησκευτικές και εδαφικές διαμάχες που εκτείνονται από γενιά σε γενιά, αυτή είναι μια φιλόδοξη πρόταση. Γιατί οι επώδυνες ιστορικές μνήμες πρέπει να παγιδεύουν τις βαλκανικές κυβερνήσεις και τις κοινωνίες σε έναν ατέρμονο κύκλο υποψίας και φόβου;
«”Η ιστορία πρέπει να είναι σχολείο, όχι φυλακή”, υποστηρίζει ο Νίκος Κοτζιάς, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, συνεχίζει το δημοσίευμα.
Όπως γράφει η εφημερίδα, «η αντίθεση στη συμφωνία ήταν έντονη και στις δύο χώρες. Στην Ελλάδα, η αντιπαράθεση ανάγκασε σε παραίτηση τον Κοτζιά, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη συμφωνία και διαίρεσε τον κυβερνώντα συνασπισμό του Τσίπρα. Το ζήτημα παραμένει διχαστικό και για την πολιτική της Βόρειας Μακεδονίας. Παρόλα αυτά, η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια νομικά δεσμευτική διεθνής συνθήκη. Η σημασία της εκτείνεται πέρα από τα δύο κράτη που την υπέγραψαν. Η συμφωνία εγείρει ελπίδες για πρόοδο στην αντιμετώπιση άλλων περιφερειακών προκλήσεων, ιδίως της διαμάχης Σερβίας-Κοσόβου, του συνταγματικού αδιεξόδου στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και των τεταμένων ελληνοαλβανικών σχέσεων… Επιπλέον, η συμφωνία των Πρεσπών θα κριθεί από το κατά πόσο ακυρώνει τις αμφιβολίες για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα του βορειο-μακεδονικού κράτους. Για να συμβεί αυτό, είναι απαραίτητα τρία βήματα. Πρώτον, η ΕΕ πρέπει να ανοίξει τις πόρτες της στη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία. Δεύτερον, οι Έλληνες και Σλαβομακεδόνες αντίπαλοι της συμφωνίας δεν πρέπει να προσπαθούν να δυσφημήσουν ή να καταστρέψουν τη συμφωνία. Τρίτον, το αναδυόμενο ζήτημα των νότιων Βαλκανίων είναι το εάν οι εθνοτικοί Αλβανοί της περιοχής θα είναι ικανοποιημένοι να παραμένουν διασκορπισμένοι σε τρία κράτη – την Αλβανία, το Κόσσοβο και τη Βόρεια Μακεδονία – ή αν κάποιοι ή όλοι θα επιδιώξουν να ενωθούν σε μια Μεγάλη Αλβανία. Οποιοδήποτε τέτοιο παιχνίδι συνεπάγεται υψηλό κίνδυνο εμπλοκής της περιοχής στη βία. Οι εθνοτικοί Αλβανοί πολιτικοί στις τρεις κοινότητες πρέπει επομένως να ασκούν αυτοσυγκράτηση. Σε αντάλλαγμα, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι και οι περιφερειακοί πολιτικοί στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένων των Σκοπίων, πρέπει να καθησυχάσουν όλους τους Αλβανούς ότι οι προσδοκίες τους για ευημερία, αστικά δικαιώματα και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση λαμβάνουν τη δέουσα προσοχή. Από αυτό το στοιχείο θα εξαρτηθεί η ευημερία της Βόρειας Μακεδονίας και ακόμη και η επιβίωσή της, γράφουν οι Financial Times.