Την αναδιατύπωση των διατάξεων του κυρωτικού νόμου του υπουργείου Οικονομικών που συζητείται σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής ως προς τις πρόσθετες κυρώσεις για ανακριβή, πλαστά ή εικονικά τιμολόγια, νόθευση φορολογικών στοιχείων ή καταχώρηση στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί ζητά η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής.
Στην έκθεσή της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής τονίζεται πως οι διατάξεις για την παράβαση του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ΚΦΑΣ) χρήζουν αναδιατύπωσης ούτως ώστε να καταστούν αρκούντως σαφείς. Όπως σημειώνεται, με τις νέες ρυθμίσεις εγκαταλείπεται η αξία της παράβασης ως βάση για την επιμέτρηση της επιβλητέας κύρωσης και υιοθετείται σύστημα συμφώνως προς το οποίο το ύψος της επιβλητέας κύρωσης προσδιορίζεται εν συναρτήσει προς τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα ή τις δαπάνες της επιχείρησης και βάσει συντελεστή προσαύξησής τους.
Στο πλαίσιο αυτό, και κυρίως ως προς παραβάσεις αξίας πολύ μικρότερης του 1% των συνολικών εσόδων ή των δαπανών της επιχείρησης, παρατηρείται ότι το ύψος της κύρωσης που προκύπτει κατ’ εφαρμογή των προτεινόμενων ρυθμίσεων μπορεί να είναι πολλαπλάσιο της αξίας της παράβασης και, ως εκ τούτου, ενδεχομένως, να μην βρίσκεται σε αρμονία με την αρχή της αναλογικότητας. Στο πλαίσιο αυτό η Υπηρεσία της Βουλής προτείνει να τεθεί οροφή της επιβλητέας κύρωσης σε συνάρτηση με την αξία της παράβασης, και ως ένα μέγιστο πολλαπλάσιό της.
Περαιτέρω, οι τεχνοκράτες της Βουλής παρατηρούν ότι η επιβολή κυρώσεων με «αντικειμενικό» τρόπο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης της παράβασης και χωρίς δυνατότητα επιμέτρησης της ποινής από το όργανο της διοίκησης που τις επιβάλλει, αλλά και από τον δικαστή στο πλαίσιο άσκησης προσφυγής ουσίας, ενδεχομένως δεν βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την αρχή της αναλογικότητας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.