Η επόμενη ημέρα της Συμφωνίας των Πρεσπών βρίσκει την Ελλάδα με αναβαθμισμένο διεθνές κύρος, τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος ξεκινώντας την τοποθέτησή του σε συζήτηση με τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους της ΝΔ Μάκη Βορίδη και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Ανδρέα Λοβέρδο, στο πλαίσιο της τέταρτης και τελευταίας ημέρας του 4ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.
«Όσοι περπατήσατε στους διαδρόμους του Φόρουμ των Δελφών θα το έχετε αυτό αντιληφθεί», επισήμανε ο κ. Κατρούγκαλος και σημείωσε πως η Ελλάδα γίνεται αντιληπτή από όλους τους διεθνείς συνομιλητές της σαν μια χώρα που λύνει προβλήματα, που αποτέλεσε φράγμα στον επελαύνοντα στην Ευρώπη εθνικισμό και έλυσε με θάρρος μια διαφορά που θα μπορούσε αν ήθελε ο πρωθυπουργός να την άφηνε να διαιωνίζεται.
Αποκρυσταλλώνοντας το μήνυμά του, υπουργός Εξωτερικών είπε πως η επόμενη ημέρα των Πρεσπών είναι μια πιο φωτεινή ημέρα και για τη χώρα μας και για την περιοχή.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Κατρούγκαλος τόνισε πως αποτελεί μια διπλή πρόκληση για τη χώρα, να επιβεβαιώσει τον πολιτικό της ρόλο και κυρίως να επεκτείνει την οικονομική δυναμική που αναπτύσσει η οικονομία μας μετά το τέλος των μνημονίων ενοποιώντας κατά το δυνατόν τον οικονομικό χώρο των Βαλκανίων, ευνοώντας ταυτόχρονα την ευρωπαϊκή προοπτική όσων κρατών δεν είναι ακόμα μέλη της ΕΕ. Εστιάζοντας στον πολιτικό ρόλο της χώρας, είπε ότι η Συμφωνία έστειλε ένα διπλό σήμα: «ότι θέλει η χώρα μας να γίνει εξαγωγέας σταθερότητας, δεν της αρκεί να είναι μια νησίδα σταθερότητας σε αυτό το ιδιαίτερα ταραγμένο τρίγωνο με κορυφές την Ουκρανία, τη Λιβύη και τη Συρία και ότι εμείς ως πολιτική δύναμη δεν είμαστε δύναμη της αδράνειας και της φοβικότητας». Εξίσου, παρατήρησε πως στα Βαλκάνια η Συμφωνία των Πρεσπών έχει μια διπλή σημασία: αφενός σταθεροποιεί μια περιοχή που ήταν για πολλά χρόνια -και δυνάμει δεν έχει αποκλειστεί και στο μέλλον ότι μπορεί να γίνει- η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης.
Σε ό,τι αφορά τον οικονομικό τομέα, είπε πως επιβεβαιώνει τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας για να αποτελέσει πρωτοποριακή οικονομική δύναμη στον ενιαίο οικονομικό χώρο που θέλουμε να δημιουργήσουμε στα Βαλκάνια. Ειδικά με τη Βόρεια Μακεδονία, παρατήρησε, η Ελλάδα έχει προνομιακό πεδίο να αναπτύξει τις σχέσεις αυτές, δεδομένου ότι εκτός από την ονοματολογική διαφορά δεν είχαμε ποτέ συγκρουόμενα συμφέροντα.
Σχολιάζοντας παρατηρήσεις των συμμετεχόντων της αντιπολίτευσης στο πάνελ για τη φύση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο κ. Κατρούγκαλος είπε πως το όνομα δημιουργούσε προβλήματα ως όχημα αλυτρωτισμού και αυτό το μέγα ζήτημα αντιμετωπίστηκε επαρκώς από τη Συμφωνία. Ζήτημα εθνότητας επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με τη συνταγματική αναθεώρηση ότι δεν υπήρχε στη Συμφωνία των Πρεσπών, απάντησε και σημείωσε πως το ζήτημα της γλώσσας που τέθηκε εκ των υστέρων καλύπτεται επαρκέστατα από τη Συμφωνία, όχι κυρίως ούτε όχι μόνο από τον προσδιορισμό της ως νοτιοσλαβικής, αλλά από το ότι προσδιορίζεται στο άρθρο 7 πως δεν έχει καμία σχέση όχι απλώς με την αρχαία, αλλά και με τη σύγχρονη Μακεδονία. Επισήμανε ακόμα πως «επαναλαμβάνει αυτό που ο Αβέρωφ έλεγε το 1959 στη Βουλή, ότι υπάρχει μακεδονική γλώσσα με γραμματική και συντακτικό στα Σκόπια, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τη δική μας Μακεδονία».
Παράλληλα, υπογράμμισε πως μια διεθνής συνθήκη μετά την κύρωσή της που δεσμεύει τη χώρα, πρέπει να ερμηνεύεται πάντα με τέτοιο τρόπο που να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και χαρακτήρισε «παράλογο να δημοσιεύεται ένα άρθρο γνώμης στο BBC και με αφορμή αυτό το άρθρο να αναπαράγονται επιχειρήματα ότι τάχα η Συμφωνία των Πρεσπών επιτρέπει τη συζήτηση για τη μακεδονική μειονότητα». Διαμήνυσε πως από τη στιγμή που υπάρχει μια Συμφωνία, η Συμφωνία πρέπει να ερμηνεύεται με τέτοιο τρόπο που να μην βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα».