«Στόχος της κυβέρνησης είναι να διορθώσει τις ακραίες αδικίες, τις ακραίες ανισότητες που δημιουργήθηκαν την εποχή των μνημονίων και θεωρούμε ότι αυτή η απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό βήμα», δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Στέργιος Πιτσιόρλας, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» για τις σχετικές ανακοινώσεις που έκανε χθες ο πρωθυπουργός στο υπουργικό συμβούλιο.
«Το λέγαμε και αμφισβητούνταν η έξοδος από τα μνημόνια. Τώρα σιγά-σιγά θα αρχίσει να φαίνεται η αλλαγή. Θέλουμε να εξορθολογίσουμε και πάλι τα θέματα των μισθών και σιγά-σιγά να μπούμε σε μία κανονικότητα, να μην έχουμε τόσο χαμηλά επίπεδα αμοιβών. Βεβαίως, έχουμε πλήρη συνείδηση ότι είμαστε ακόμη στα πρώτα βήματα, ότι είναι ένα βήμα, το οποίο προφανώς θα πρέπει να συνοδευτεί και από πολλά μέτρα αναπτυξιακά, πολλά μέτρα ελαφρύνσεων και για τις επιχειρήσεις. Υπάρχει ένας συνολικός σχεδιασμός της κυβέρνησης και γι’ αυτό θεωρώ ότι όλη η κριτική που γίνεται από την αντιπολίτευση είναι πάρα πολύ αμήχανη και χωρίς στόχο», εξήγησε μεταξύ άλλων ο κ. Πιτσιόρλας.
Αναφορικά με το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων διαβεβαίωσε ότι προχωράει και διευκρίνισε: «Βεβαίως, είναι μερικά θέματα μεγάλα, που είναι δύσκολα και λογικό είναι να θέλουν το χρόνο τους, όπως για παράδειγμα το θέμα των ΕΛΠΕ -είναι τεράστια εταιρεία- όπως ήταν το θέμα του αεροδρομίου, όπως είναι της ΔΕΠΑ τώρα. Έχει φτάσει το πρόγραμμα σε μερικές εταιρείες πολύ μεγάλες, που έχουν πολλές πλευρές, λεπτές και δύσκολες, όμως, προχωράμε κανονικά. Νομίζω ότι η πίεση που ασκείται είναι μία πίεση που κυρίως ασκείται λόγω του φόβου που υπάρχει μην τυχόν σταματήσουν αυτές οι διαδικασίες. Οι διαδικασίες προχωράνε όμως».
«Η κυβέρνηση», συνέχισε ο αναπληρωτής υπουργός, «έχει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα: Το πρώτο είναι ότι θα προσπαθήσουμε με μια σειρά από μέτρα να τονώσουμε την κοινωνική συνοχή, να μπορέσουμε να βοηθήσουμε στρώματα κοινωνικά που υπέστησαν τεράστιες απώλειες την περίοδο των μνημονίων. Το δεύτερο είναι να προχωρήσουμε τις μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς. Το τρίτο είναι να προχωρήσουμε όλα τα αναπτυξιακά μετρά και σε αυτή τη λογική και το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων και το τέταρτο είναι να κατοχυρώσουμε τη θέση της χώρας μας στον ευρύτερο περίγυρο» και «αυτό το πρόγραμμα υλοποιείται ταυτόχρονα και θα αρχίσει να αποδίδει και καρπούς».
Κληθείς να σχολιάσει την κριτική της Νέας Δημοκρατίας, που υποστήριξε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι «μία απέλπιδα προσπάθεια να ξεχάσουμε οι Έλληνες το εθνικό λάθος της Συμφωνίας των Πρεσπών», ο κ. Πιτσιόρλας απάντησε: «Ποιος τους είπε ότι θέλουμε να ξεχάσουμε; Την απόφαση για την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών την πήραμε επειδή την πιστεύουμε και θέλουμε να τη θυμόμαστε. Θα τη θυμάται η χώρα και, σιγά σιγά, θα βλέπει τα θετικά της Συμφωνίας. Το ένα θέμα είναι άσχετο με το άλλο. Η ΝΔ βλέπει ότι αλλάζει η ατζέντα και αυτό την ανησυχεί. Όμως, η κυβέρνηση δεν επηρεάζεται από αυτά, έχει ένα σχέδιο που θα ολοκληρώσει μέχρι τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο που θα γίνουν οι εκλογές και σε αυτή την περίοδο θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τις δυνατότητες που έχει πια η χώρα μας έξω από τα μνημόνια. Το γεγονός ότι καταφέραμε και ολοκληρώσαμε τα προγράμματα εξυγίανσης είναι πάρα πολύ μεγάλη υπόθεση».
Ερωτηθείς για τις ανησυχίες που εκφράζονται από φορείς της επιχειρηματικότητας σχετικά με την κατοχύρωση από τη Συμφωνία των Πρεσπών των ελληνικών επιχειρήσεων που έχουν προϊόντα με το όνομα «Μακεδονία» ή παραγωγά του, ο κ. Πιτσιόρλας διευκρίνισε: «Μέχρι τώρα δημιουργείται ένας θόρυβος υπερβολικός χωρίς λόγο. Πρώτα από όλα, η Συμφωνία τα λύνει όλα αυτά τα θέματα γιατί προβλέπει διαδικασίες ώστε τίποτα να μη χαθεί. Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι ελάχιστα σήματα που έχουν τον όρο Μακεδονία, κατοχυρώθηκαν, είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό γιατί στην ουσία το brand που χτίζουμε εμείς διεθνώς αφορά το ελληνικό σήμα, αφορά το όνομα Ελλάδα, τον τόπο προέλευσης προϊόντων και είναι πολύ μικρή η προσπάθεια μέχρι σήμερα, πολύ μικρή η αναφορά στον όρο Μακεδονία».
«Δεύτερον», πρόσθεσε, «συμφωνήσαμε μια διαδικασία που κατοχυρώνει και θα κατοχυρώνει ες αεί τη χρήση του όρου –προφανώς». «Όλα αυτά είναι επιχειρήματα, τα οποία πέφτουν στο τραπέζι έτσι χύμα για να συσκοτίσουν το όλο θέμα. Ας δούμε συγκεκριμένα ποια είναι τα ζητήματα. Υπάρχει μία διαδικασία που προβλέφθηκε, όσοι ενδιαφέρονται να κατοχυρώσουν σήμερα -μέχρι τώρα δεν ενδιαφέρονταν πάρα πολλοί- με τον όρο Μακεδονία, βεβαίως, μπορούν και θα το χρησιμοποιούν ες αεί».
Μιλώντας για το τι σηματοδοτεί στις διμερείς οικονομικές σχέσεις η Συμφωνία των Πρεσπών, παρατήρησε: «Μας δίνει τη δυνατότητα τώρα πια σε όλους τους τομείς των δικτύων -είτε πρόκειται για ενεργειακά, είτε μεταφοράς ή οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με τη διασυνδέσεις με τη συνδεσιμότητα στην περιοχή- να ξεπεράσουμε όλα τα εμπόδια. Δεύτερον, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα, όπως είχε τα πρώτα χρόνια, για μια πολύ σημαντική οικονομική παρουσία στη γειτονική χώρα, να αναπτυχθούν οι οικονομικές σχέσεις, να βοηθήσουμε εμείς τη γειτονική χώρα στην προσαρμογή της στην πορεία προς την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην προσαρμογή της στο κοινοτικό κεκτημένο και όλα αυτά θα αναδείξουν τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίξει στην οικονομία της ευρύτερης περιοχής η Ελλάδα».
Ερωτηθείς, εξάλλου, για τη συμφωνία που αφορά την ελληνική ελασματουργία προϊόντων χάλυβα Hellenic Steel ο αναπληρωτής υπουργός επισήμανε: «Είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη, πιστεύω ότι θα ολοκληρωθεί, σύντομα θα εκδοθεί η δικαστική απόφαση και θα υπαχθεί η εταιρεία στο πρόγραμμα εξυγίανσης, το οποίο έχει υποβληθεί. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία να υπάρξει στρατηγικός επενδυτής –υπάρχει συμφωνία σε αυτό, γνωρίζω ότι τα σχέδια είναι να επαναλειτουργήσει η βιομηχανία και να υπάρξουν επενδύσεις πολύ μεγάλες, μιλάμε για ένα πλάνο επενδύσεων 100 εκατ. τα επόμενα χρόνια- και θεωρώ ότι θα τονώσει πολύ την οικονομία της Θεσσαλονίκης και την εθνική οικονομία. Είναι σε έναν κρίσιμο κλάδο και επομένως είναι πάρα πολύ σημαντική απόφαση. Και πρέπει να πω ότι αυτό είναι ένα βήμα, διότι ταυτόχρονα αυτή τη στιγμή συζητάμε αρκετά παρόμοια θέματα μεγάλων βιομηχανιών, που τα τελευταία πολλά χρόνια είναι σε αδιέξοδο και προετοιμάζουμε την επαναλειτουργία τους με στρατηγικούς επενδυτές, με προγράμματα εξυγίανσης».