Οι συνεχείς πιέσεις της τρόικας για νέες-πάλι- περικοπές στον τομέα της άμυνας, σε συνδυασμό με τα ψευδή και επαναλαμβανόμενα δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου περί υπερβολικών αμυντικών και εξοπλιστικών δαπανών, έχουν αρχίσει να έλκουν όλο και περισσότερο την προσοχή κυβερνητικών και υπηρεσιακών παραγόντων που εμπλέκονται στο χώρο της Άμυνας ως προς τα πραγματικά αίτια που κρύβονται πίσω από τις επιδιώξεις των εταίρων μας.
Όπως αναφέρει το περιοδικό «Επίκαιρα», σε πρόσφατο δημοσίευμά τους είχαν αναφέρει ότι ο αμυντικός προϋπολογισμός, από 6.482 δισ. που ήταν το 2009, έφτασε το 2011 στο επίπεδο των 3.491 δισ. ενώ παράλληλα με αυτό είχαν παραθέσει τη δραματική πορεία των αμυντικών προϋπολογισμών και των εξοπλιστικών δαπανών των ετών από το 2011 έως και το 2016.
Εκτός αυτών με δεδομένα θέματα, η τρόικα ζήτησε και επέβαλε τον περιορισμό των εισακτέων στα ανώτατα στρατιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΣΣΕ, Ικάρων, Ναυτικών Δοκίμων), αποκτώντας έτσι λόγο και για το πόσους αξιωματικούς χρειάζονται οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας.
Κι ενώ η στρατιωτική ηγεσία προσπαθεί, όπως αναφέρουν τα «Επίκαιρα», να κρατά τις Ένοπλες Δυνάμεις σε κάποιο ελάχιστα αποδεκτό επίπεδο, η τρόικα ζήτησε περαιτέρω περικοπές άλλου 1 δισ. ευρώ από τις αμυντικές δαπάνες, που, αν γίνουν αποδεκτές, αυτό που θα μείνει μετά την αφαίρεση των κονδυλίων για αμοιβές προσωπικού, θα είναι καμιά πεντακοσαριά εκατομμύρια για λειτουργικές δαπάνες.
Κι επειδή αυτό δεν ήταν πρακτικά δυνατόν να γίνει, στοχοποίησε στη συνέχεια τους μισθούς, τα πτητικά επιδόματα και τα φύλλα πορείας των στελεχών, τα οποία η κυβέρνηση είχε δεσμευθεί να μην περικόψει.
Την περασμένη εβδομάδα είχαμε για το σκοπό αυτό συνάντηση μεταξύ των Πάνου Παναγιωτόπουλου και Χρήστου Σταϊκούρα για περικοπή 500 εκατ. ευρώ, η οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, απέβη άκαρπη, διότι το «μαχαίρι» της τρόικας έφτασε πια στο κόκαλο.
Το θέμα είναι σε τι κατάσταση θα είναι ο αμυντικός μηχανισμός της χώρας ή, μάλλον, τι θα έχει απομείνει από αυτόν στα προσεχή δύο με τρία χρόνια, εάν η κατάσταση αυτή συνεχισθεί ακόμη και χωρίς νέες περικοπές.
Και, δυστυχώς, το σοβαρό αυτό θέμα φαίνεται μέχρι στιγμής να μην το έχει σκεφτεί κανείς, πολλώ δε μάλλον να έχει αποτελέσει το αντικείμενο συγκεκριμένης μελέτης.