«Για άλλη μία φορά παρακολουθούμε να εξελίσσεται μία θανατηφόρος επιδημία που θα μπορούσε να είχε αποτραπεί (!) εάν οι αρμόδιοι φορείς υλοποιούσαν έγκαιρα, ολοκληρωμένα και συντονισμένα σε πανελλαδική κλίμακα, προγράμματα καταπολέμησης των κουνουπιών-φορέων του Ιού του Δυτικού Νείλου και άλλων μολυσματικών νόσων», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΛΑΕ.
Θέτει δε το ερώτημα «αν έδρασαν έγκαιρα και συντονισμένα πολιτικοί και επιστημονικοί φορείς και αν διατέθηκε επαρκής χρηματοδότηση», σημειώνοντας ότι «τα μέτρα που λαμβάνουν σήμερα οι Περιφέρειες, το υπουργείο Υγείας και το ΚΕΕΛΠΝΟ είναι κατόπιν εορτής».
Η ΛΑΕ σημειώνει ότι τα κρούσματα από τον Ιό του Δυτ. Νείλου πρωτοεμφανίστηκαν μαζί με την επανεμφάνιση της Ελονοσίας το 2010, χρονιά ψήφισης των μνημονίων και δραστικής περικοπής των δημόσιων δαπανών για την υγεία και επισημαίνει ότι «ο φετινός αριθμός των κρουσμάτων μέχρι σήμερα είναι ο μεγαλύτερος της τελευταίας πενταετίας. Αριθμεί 107 κρούσματα με 11 νεκρούς συμπολίτες μας, ενώ κάποιοι νοσηλεύονται σε εντατικές μονάδες με συμπτώματα στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα».
Στη συνέχεια η ΛΑΕ αναφέρεται σε μέτρα για την αποτελεσματικότερη προστασία των πολιτών, αλλά και στις επιπτώσεις από την επιδημία, με σημαντικότερη το ότι οι κάτοικοι 33 δήμων σε όλη τη χώρα αποκλείστηκαν από την εθελοντική αιμοδοσία από το Εθνικό Κέντρο Αίματος (ΕΚΕΑ) προς αποφυγή μετάδοσης του ιού μέσω μετάγγισης, στερώντας τη χώρα από αποθέματα και επάρκεια αίματος ιδίως για τα πολυμεταγγιζόμενα άτομα. Επίσης εκτιμά ότι μια επιδημία συνιστά πλήγμα για τον τουρισμό της χώρας, «καθότι υπάρχει κίνδυνος να εκδοθεί τουριστική οδηγία, όπως έγινε και στο παρελθόν, από διεθνείς οργανισμούς υγείας, μέσω της οποίας θα αποκλειστούν τουριστικές περιοχές με αυξημένα κρούσματα από τον Ιό του Δυτ. Νείλου».
Και τονίζει καταλήγοντας: «Η δημόσια υγεία κινδυνεύει όσο είναι στη μέγγενη των μνημονίων και του κέρδους. Τα οικονομικά πλεονάσματα για τα οποία καμαρώνει η κυβέρνηση, εξασφαλίζουν μόνο τα κέρδη των δανειστών ενώ για τους πολίτες είναι αιματηρά, θανατηφόρα και ανήθικα».