Να δοθεί έμφαση στον περιορισμό της κρατικής σπατάλης και στη θεμελίωση μιας νέας μορφής ανάπτυξης ζήτησε από τον πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δημήτρης Δασκαλόπουλος.
Αναλυτικότερα, τα βασικά σημεία της τοποθέτησης του Προέδρου του ΣΕΒ, κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου, στη σημερινή συνάντηση των παραγωγικών φορέων με τον Πρωθυπουργό, κ. Γιώργο Παπανδρέου, έχουν ως εξής:
«Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά – εισπρακτικά μέτρα, είναι προφανές ότι έχουν εξαντληθεί τα κοινωνικά και πολιτικά όρια επιβολής νέων περικοπών και νέων φόρων. Εξάλλου, είναι επίσης προφανές ότι η φορολογική πολιτική δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, επειδή υπερεκτιμήθηκε τόσο η φοροδοτική ικανότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων όσο και οι δυνατότητες των εισπρακτικών μηχανισμών. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και σε σχέση με τις συνεχείς αυξήσεις του ΦΠΑ.
Είναι επείγον, λοιπόν, να δοθεί απόλυτη έμφαση σε δύο άξονες: στον δραστικό και πραγματικό περιορισμό της κρατικής σπατάλης και στη θεμελίωση μίας νέας μορφής ανάπτυξης, ανταγωνιστικής και όχι επιδοτούμενης, παραγωγικής και όχι καταναλωτικής. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται:
• Ο αυστηρός έλεγχος και η μείωση των πάσης φύσεως δαπανών τόσο της κεντρικής κυβέρνησης όσο και του ευρύτερου δημόσιου τομέα –με έμφαση στην καταναλωτική δαπάνη, στην εξυγίανση των αδηφάγων ΔΕΚΟ, στα νοσοκομεία και στον ευρύτερο τομέα της Υγείας, καθώς και στις κρατικές προμήθειες. • Η περιστολή της κρατικής πατρωνίας στην οικονομία και ο περιορισμός του μεγέθους του κράτους.
• Η άρση εκείνων των εμποδίων που δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας στην επιχειρηματικότητα, η απελευθέρωση των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, το άνοιγμα όλων των αγορών και επαγγελμάτων, η εγκαθίδρυση όρων πραγματικού ανταγωνισμού.
• Η κυβέρνηση πρέπει να εκπέμψει ισχυρά, ξεκάθαρα και, κυρίως, έμπρακτα μηνύματα στους δημιουργικούς πολίτες της και στους ενδιαφερόμενους ξένους ότι η σημερινή Ελλάδα είναι ανοικτή στις επενδύσεις και φιλική στην επιχειρηματικότητα. Όσο συντηρείται ο δεινόσαυρος του κυριαρχικού, παρεμβατικού και πελατειακού κράτους, τόσο οι δυνατότητες ανάπτυξης μέσω της ιδιωτικής οικονομίας, θα είναι μηδενικές.
Το Κράτος καλείται να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του, παραμένοντας ένας σημαντικός παίκτης στην οικονομία –αλλά ριζικά διαφορετικός σε σχέση με το παρελθόν. Συγκεκριμένα:
Σήμερα, από ορισμένα κέντρα και ποικιλόμορφα συμφέροντα, επιχειρείται η δαιμονοποίηση του Μνημονίου, ως φορέα δεινών για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Πράγματι, τα στενά δημοσιονομικά μέτρα του Μνημονίου ήταν σκληρά και ορισμένα εξ αυτών αποδείχθηκαν αντιπαραγωγικά. Οι δημόσιοι κατήγοροί του όμως, παραβλέπουν ότι το Μνημόνιο απαριθμεί, ιεραρχεί και θέτει αυστηρά χρονοδιαγράμματα υλοποίησης όλων εκείνων των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που η χώρα μας όφειλε εδώ και χρόνια να είχε κάνει και τις οποίες το πολιτικό σύστημα κατονόμαζε ή και εξήγγειλε, αλλά δεν τολμούσε να προωθήσει. Η ατολμία αυτή έφερε τη χώρα στο κατώφλι της χρεοκοπίας.
Η αλλαγή είναι ζήτημα εθνικής ανάγκης και όχι ξένης επιβουλής ή επιβολής. Μεταξύ αλλαγής και πτώχευσης, η αλλαγή είναι μονόδρομος.
Δεν παραγνωρίζουμε ούτε το κοινωνικό κόστος ούτε τις πολιτικές δυσκολίες που συνεπάγονται αυτές οι αλλαγές. Είναι οδυνηρές, αλλά αναγκαίες. Όσο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά επιτελεσθούν τόσο πιο γρήγορα η χώρα θα ανακτήσει τη χαμένη της προοπτική.
Προσωπικά, έχω την πεποίθηση ότι η κοινωνία μας σταδιακά συνειδητοποιεί, πλέον, την αναγκαιότητα της αλλαγής και είναι διατεθειμένη να πληρώσει το κόστος προκειμένου να κερδίσει το στοίχημα του μέλλοντός της. Εκείνο που δίκαια ζητούν οι πολίτες είναι να αισθανθούν ότι οι θυσίες τους πιάνουν τόπο και θεμελιώνουν μια νέα προοπτική προκοπής και αναβάθμισης για το σύνολο της κοινωνίας. Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, η οποιαδήποτε υπαναχώρηση ή αναστολή στο εγχείρημα της αλλαγής θα έχει πολύ μεγαλύτερο πολιτικό κόστος και καταστροφικές συνέπειες για την ίδια τη χώρα και τον λαό μας.
Η αφορμή της ΔΕΘ δίνει στην κυβέρνηση και στην ηγεσία της την ιδανική ευκαιρία να εκπέμψει το μήνυμα της απαρέγκλιτης δέσμευσης στην ανηφορική, αλλά ελπιδοφόρα πορεία ανόρθωσης του τόπου μέσα από τον εκσυγχρονισμό του Κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας».