Λίγο πριν τη συνάντηση με τον Γιάννη Μπουτάρη, ο Σταύρος Θεοδωράκης γράφει για την επίθεση που δέχθηκε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Στο κείμενο που αναρτήθηκε στο Facebook, ο κ. Θεοδωράκης γράφει: «Είμαι στο αεροδρόμιο για να πετάξω για την Θεσσαλονίκη και δύο ζευγάρια ηλικιωμένων ανθρώπων, συνταξιούχων, συζητούν για την επίθεση στον Μπουτάρη. Ο ένας άντρας λέει “πήγαινε γυρεύοντας” και σιγά-σιγά παρασύρει τον φίλο του. Και οι δύο μαζί, τις γυναίκες τους. “Ε, άμα είπε αυτά που είπε, καλά του έκαναν”! Σεμνές μαζεμένες κυρίες που θα μπορούσαν να είναι και γιαγιάδες μας. Παίρνω ανάσα και μπαίνω στην συζήτηση. Τι έχει πει λοιπόν ο Μπουτάρης; “Ότι οι Πόντιοι δεν είναι Έλληνες! Και τους απαγόρευσε να κάνουν γιορτή γιατί ήθελε να δώσει τον Λευκό Πύργο στους … τέτοιους”. Σχεδόν κοκκίνισε η κυρία με την τελευταία λέξη. “Μα πού τα μάθατε όλα αυτά;”. “Από τις τηλεοράσεις. Ψέματα λένε;”. Άναυδος και χωρίς να ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω ακούω την ιστορία τους. “Είμαστε Πόντιοι, ζούμε στην Αμερική. Στην παρέλαση στην 5η λεωφόρο ήρθαν φέτος από όλη την Αμερική, γιατί μάθαμε ότι πάνε να πουλήσουν την Μακεδονία στα Σκόπια. Και τώρα στην Αθήνα, ακούσαμε ότι ο Μπουτάρης θέλει να διώξει τους Πόντιους από την Θεσσαλονίκη και να φέρει Εβραίους και Τούρκους”. Ψύχραιμα – όσο μπορώ ο άνθρωπος – προσπαθώ να τους πω ότι όλα αυτά είναι ψέματα. Ο ένας άντρας δείχνει να πείθεται – γιατί έβλεπε και τις εκπομπές μου. Το ίδιο ίσως και μια από τις δύο γυναίκες, η αμίλητη. Οι άλλοι δύο συνεχίζουν να είναι κατηγορηματικοί: “Δεν θα μας διώξει από την πατρίδα μας ο Μπουτάρης”. Εδώ είμαστε λοιπόν. Οι πιο φτηνές, οι πιο ακραίες, οι πιο ψεκασμένες ιστορίες εξακολουθούν να φυτεύονται εύκολα στα μυαλά των ανθρώπων. Πριν λίγα χρόνια υπήρχαν γονείς που έπαιρναν τα παιδιά τους στον ώμο και τα πήγαιναν να μουτζώσουν την Βουλή. Αφορμή τότε ήταν τα μνημόνια και οι αγανακτισμένοι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μιλούσαν για “προδότες – γερμανοτσολιάδες”. Σήμερα που το θέμα είναι τα εθνικά, ήρθε η ώρα των εθνικιστών να μάθουν στα παιδιά τους να κυνηγάνε τον Μπουτάρη. Και εμείς λέμε ότι “μπορεί ο καθένας να έχει την άποψη του αλλά να μην πλακωνόμαστε στο ξύλο”. Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Πρέπει να κόψουμε τον δρόμο στα faκe news – που αυτή την φορά καταφθάνουν με οδοστρωτήρα από ακροδεξιά. Πρέπει να κόψουμε τις γέφυρες που συνδέουν τους κάθε είδους φασίστες με την κοινωνία. Πρέπει να αποκαλύψουμε αυτούς που παίζουν διπλό ρόλο: και με την δημοκρατία αλλά, όποτε τους συμφέρει, και με την οχλοκρατία. Να καταλάβουν όλοι ότι ο συναγελασμός με τους λαϊκιστές και τους ψεκασμένους δεν τους εξημερώνει, αλλά τους δίνει θάρρος. Η ανοχή στη βία, λεκτική και σωματική, πρέπει να σταματήσει. Να πάψουν κάποιοι να καλύπτουν τη βία των «δικών» τους, πολεμώντας τη βία των «άλλων». Όσοι ενθαρρύνουν και υποδαυλίζουν το μίσος και τον διχασμό πρέπει να τιμωρούνται. Να φερθούμε δηλαδή επιτέλους δυναμικά σε αυτούς που μας νομίζουν αδύναμους. Να καταλάβουν όλοι ότι οι πολλοί, οι συντριπτικά περισσότεροι σε αυτή τη χώρα, είμαστε αποφασισμένοι να μην διαπραγματευτούμε τις αξίες αλλά και τους κανόνες της φιλελεύθερης – αν και κουτσής, καμιά φορά – Δημοκρατίας μας. Το όλο περιστατικό στο αεροδρόμιο κατέγραψε διακριτικά συνεργάτης των The New York Times που τυχαία ταξίδευε στην ίδια πτήση. Από την όλη αφήγηση έχω εξαιρέσει την “παρέμβαση” ενός κυρίου που φωνακτά υπερασπιζόταν το δικαίωμα στη βία – αυτοί, είπαμε, είναι της αρμοδιότητας της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης. Η συνέχεια στο σάιτ μου».