Οι σχέσεις Γερμανίας- Ελλάδας δεν επιβαρύνθηκαν από την δημοσιοποίηση του περιεχομένου του τηλεφωνήματος της Καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, διαβεβαίωσε ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος της Καγκελαρίας Γκέοργκ Στράιτερ, επαναλαμβάνοντας ωστόσο την κατηγορηματική διάψευση της ανακοίνωσης που εξέδωσε το Μέγαρο Μαξίμου περί πρότασης για διεξαγωγή δημοψηφίσματος.

«Οι σχέσεις Βερολίνου-Αθήνας δεν επιβαρύνθηκαν. Δεν πρόκειται για αυτό. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό ο οποίος μάλλον δεν έγινε κακόβουλα, αλλά από άγνοια, παρανόηση ή οτιδήποτε», δήλωσε ο κ. Στράιτερ και έκανε λόγο για «σπασμένο τηλέφωνο», χωρίς ωστόσο να κρύψει την ενόχλησή του.

«Το ενοχλητικό είναι μόνο ότι έχει διαψευσθεί επανειλημμένα, αλλά η διάψευση δεν λαμβάνεται υπόψιν από τους ενδιαφερόμενους», τόνισε.

Ερωτηθείς, πάντως, εάν κατηγορεί την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν λέει την αλήθεια, σημείωσε: «Δεν κατηγορώ κανέναν. Απλώς αντιδρώ σε αναφορές οι οποίες γίνονται».

Προηγουμένως ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος, απαντώντας σε επίμονα ερωτήματα των δημοσιογράφων, είχε σημειώσει εκνευρισμένος ότι η καγκελαρία «δεν προτίθεται να προσφέρει υλικό για τις …εσωκομματικές σουπίτσες που μαγειρεύονται» στην Ελλάδα και είχε επισημάνει ότι και ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε, όπως είπε, κηρύξει το θέμα λήξαν.

Απαντώντας σε ερώτηση, εάν παραμένει σε ισχύ η θέση της γερμανικής κυβέρνησης κατά της διεξαγωγής δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, όπως είχε διατυπωθεί τον Νοέμβριο, μετά την σχετική πρόταση του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, ο κ. Στράιτερ δήλωσε: «Υποθέτω πως ναι».

Η εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών Μαριάνε Κοτέ, κατά τη διάρκεια της ίδιας ενημέρωσης, ερωτηθείσα σχετικώς την πληροφορία του περιοδικού Der Spiegel ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έθεσε πρώτος το ζήτημα του δημοψηφίσματος κατά την διάρκεια της πρόσφατης συνεδρίασης του Eurogroup, δήλωσε ότι δεν την επιβεβαιώνει.

Κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των συντακτών, ο Γκέοργκ Στράιτερ σημείωσε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που στην Ελλάδα, στην ένταση της εσωτερικής πολιτικής, μεταφέρονται δηλώσεις οι οποίες κατόπιν διαψεύδονται κατηγορηματικά από αυτούς που φέρονται να τις έχουν κάνει και παρέπεμψε σε σημερινό δημοσίευμα της εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung. Έδειξε μάλιστα στους δημοσιογράφους την ίδια την εφημερίδα και ανέφερε τον αριθμό της σελίδας με το άρθρο στο οποίο αναφέρθηκε (σελ.5).

Το δημοσίευμα είναι ανταπόκριση του Μίχαελ Μάρτενς από την Αθήνα, στο οποίο διευκρινίζεται μεν ότι οι πληροφορίες για το περιεχόμενο της συνομιλίας είναι συγκεχυμένες, επισημαίνεται ωστόσο ότι, σύμφωνα με το Βερολίνο, κατά την διάρκεια της συνομιλίας του με την κυρία Μέρκελ ο ίδιος ο κ. Παπούλιας χαρακτήρισε «κακή» την ιδέα ενός δημοψηφίσματος την οποία κάποιοι υπουργοί Οικονομικών είχαν αναφέρει, ενώ σύμφωνα με την Αθήνα, η κυρία Μέρκελ έθεσε ένα τελεσίγραφο για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος.

Επιπλέον, σύμφωνα με τον ανταποκριτή, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν ότι θα ήταν επιθυμητό στις εκλογές της 17ης Ιουνίου να αντικατοπτριστεί αυτό που φαίνεται στις δημοσκοπήσεις, ότι δηλαδή το 80% των Ελλήνων επιθυμεί την παραμονή στην Ευρωζώνη. Κατά μια παρόμοια εκδοχή, αναφέρεται στο άρθρο, στο τηλέφωνο συζητήθηκε ότι οι εκλογές θα είναι κάτι σαν δημοψήφισμα για το ευρώ.

Ο κ. Μάρτενς υποστηρίζει ότι σε κάθε περίπτωση, στην Ελλάδα το θέμα ισοδυναμεί με καταστροφή για τα κόμματα εκείνα τα οποία επιθυμούν την πολιτική των μεταρρυθμίσεων. «Οι ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης όπως ο Αλέξης Τσίπρας δεν άφησαν πάντως την γερμανική ‘επίθεση’ σε αυτό που έχει απομείνει από την ελληνική κυριαρχία ασχολίαστο», σημειώνεται.

Στην ανταπόκριση γίνεται εκτενής αναφορά στη σύγχυση που προκλήθηκε πρόσφατα σε σχέση με έγγραφο του επικεφαλής των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνου Καμμένου και ενδεχόμενη διαρροή του από το Προεδρικό Μέγαρο και σημειώνεται ότι πληθαίνουν οι περιπτώσεις στις οποίες το Προεδρικό Μέγαρο γίνεται πηγή δηλώσεων οι οποίες κατηγορηματικά διαψεύδονται από αυτούς που υποτίθεται ότι τις έχουν κάνει.

«Πριν από την ‘υπόθεση Μέρκελ’, υπήρξε η ‘υπόθεση Καμμένου’, η οποία έδωσε αφορμή για συζήτηση γύρω από το ερώτημα εάν ο ανώτατος άρχων του ελληνικού κράτους προσπαθεί μέσω διασποράς συνειδητά ανακριβών δηλώσεων να παρέμβει στην καθημερινή πολιτική. Αυτή τη φορά θα μπορούσε η πρόθεση να ήταν να στηρίξει τον προεκλογικό αγώνα του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος εστιάζεται στον ισχυρισμό ότι μια ψήφος στην μέχρι πρότινος αντιπολίτευση ισοδυναμεί με ψήφο στην δραχμή», αναφέρεται στην ανταπόκριση.