Η αντιμετώπιση παθογενειών που διαμορφώθηκαν και παγιώθηκαν επί δεκαετίες βρίσκεται στο επίκεντρο του κεντρικού σχεδιασμού για την εκπαίδευση, είπε ο υπουργός Παιδείας, Κώστας Γαβρόγλου, ανοίγοντας τις εργασίες της θεματικής ενότητας «Παιδεία, Έρευνα και Οικονομία της Γνώσης» στο 11ο Περιφερειακό Συνέδριο για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση «Κεντρική Μακεδονία: Πόλος Ανάπτυξης- Πύλης συνεργασίας».
«Ο κορμός της παθογένειας περιστρέφεται γύρω από το πελατειακό σύστημα. Ένα πράγμα που κάνουμε και παίρνει πάρα πολύ μεγάλο τμήμα του χρόνου μας είναι να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα με τέτοιο τρόπο, ώστε να τελειώνουμε με ένα παρελθόν, που ακόμη μας τραβάει προς τα πίσω», τόνισε ο υπουργός, διευκρινίζοντας ότι η υλοποίηση των στόχων που θέτει το υπουργείο επικεντρώνεται σε τρεις τομείς:
Ο πρώτος αφορά ο άνοιγμα των σχολείων, «κάτι το οποίο είναι λογικό, φυσιολογικό και προφανές σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου, σε εμάς, όμως, δεν ίσχυε αυτό κι ο λόγος δεν ήταν οικονομικός, αλλά είχε σχέση με παθογένειες του συνολικού συστήματος».
Ο δεύτερος στόχος αφορά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. «Από το νηπιαγωγείο μέχρι τα μεταπτυχιακά έχουμε κάνει εξαιρετικά σοβαρές παρεμβάσεις τα χρόνια που πέρασαν και τα συνεχίζουμε», υπογράμμισε, σημειώνοντας ότι «επειδή η εκπαίδευση δεν είναι ένα καρτεσιανό σύστημα που με γεωμετρικό τρόπο είσαι σε ένα σημείο και φτιάχνεις τον υπόλοιπο κόσμο, αυτό που γίνεται είναι ότι πάμε και προχωράμε διαλεκτικά- τελειώνουμε με μία βαθμίδα, επανερχόμαστε αργότερα σε αυτή».
Ο τρίτος τομέας παρεμβάσεων αφορά στη χρηματοδότηση και το ανθρώπινο δυναμικό. «Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να έχουμε επιτυχημένες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αν ταυτόχρονα δεν υπάρχει σοβαρή αύξηση των κονδυλίων που διατίθενται, όπως και του ανθρώπινου δυναμικού. Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Δεν είναι το παν, αλλά είναι προφανώς μία προϋπόθεση, χωρίς την οποία δεν μπορεί κανείς να προχωρήσει», εξήγησε.
Προανήγγειλε, δε, ότι «από τον Οκτώβριο θα ανακοινωθεί ακριβής αριθμός διορισμών στην Πρωτοβάθμια και στη Μέση Εκπαίδευση, μαζί με ένα σύστημα προσλήψεων». «Είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο πρόβλημα, είναι ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων που έχουν ήδη υπηρετήσει για πάρα πολλά χρόνια ως αναπληρωτές και αυτό δεν μπορεί να μην παρθεί πολύ θετικά υπόψη, αλλά και ένα σύστημα διορισμών, στο οποίο θα υπάρχει μια στοιχειώδης συναίνεση των άλλων φορέων, διότι υπάρχουν κι εκεί πάρα πολλές διαφορές και δεν θέλουμε κάτι, όπως είναι οι διορισμοί, να υπονομευτεί μέσα από τις εντάσεις που θα δημιουργήσουν οι διαφορές στα συστήματα διορισμών», συμπλήρωσε.