«Εγώ δεν θα είχα εντάξει τους Έλληνες στην Ευρωζώνη» τονίζει ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ, σε συνέντευξη που παραχωρεί στη σημερινή έκδοση της εφημερίδας «Bild». Σημειώνει ωστόσο ότι, εάν βρισκόταν σήμερα στην εξουσία της χώρας του, θα προσπαθούσε να εμπιστευθεί τις υποσχέσεις της Αθήνας.
Απαντώντας στο ερώτημα γιατί οι γερμανοί φορολογούμενοι πρέπει να «πετάξουν» κάποια δισεκατομμύρια υπό μορφή εγγυήσεων για την Ελλάδα, ο κ. Σμιτ δηλώνει ότι με την διάσωση της Ελλάδας, η εμπιστοσύνη του κόσμου στο ευρώ είτε μειώνεται είτε αυξάνεται και προσθέτει: «Η Ευρώπη πρέπει να εμφανιστεί ενωμένη και ικανή να λύσει τα προβλήματά της, ειδάλλως δεν θα μπορούμε να παίξουμε κάποιο ρόλο μεταξύ των μελλοντικών μεγάλων δυνάμεων, μεταξύ Ινδίας και Κίνας, της Ινδονησίας και των ακόμη ισχυρών ΗΠΑ. Εάν αυτό δεν το καταλάβουν αυτοί που είναι σήμερα στην πολιτική εξουσία, δεν βλέπω μοίρα για την ήπειρό μας». Σε ό,τι αφορά δε, το εάν εμπιστεύεται τις δεσμεύσεις των Ελλήνων, ο πρώην καγκελάριος απαντά: «Ας το πούμε έτσι: αν ήμουν ένας από εκείνους που είναι στην πολιτική εξουσία, θα προσπαθούσα να εμπιστευθώ τις δεσμεύσεις της Αθήνας».
Ο κ. Σμιτ ασκεί κριτική στην πολιτική της κυρίας Μέρκελ, η οποία, όπως λέει, ενώ είναι καλή στην τακτική που ακολουθεί, δεν διαθέτει στρατηγικό στόχο. «Δεν έχει πρωτοκλασάτους συνεργάτες και έχει την τύχη να έχει έναν ειλικρινή υπουργό Οικονομικών. Έτσι προσποιείται ότι έχει δύναμη, η οποία όμως στην ουσία δεν υπάρχει. Μέχρι τώρα όλα πήγαν καλά. Κανένας δεν αντιλήφθηκε πόσο ριζικά άλλαξε την βασική της θέση. Στις αρχές του 2010 είχε δηλώσει ότι οι Έλληνες πρέπει να φύγουν από την Ευρωζώνη ενώ τώρα τάσσεται – τουλάχιστον προς τα έξω – υπέρ της παραμονής τους και υπέρ της παροχής εγγυήσεων ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων» λέει.
Αναφερόμενος, ωστόσο, στην ένταξη δέκα ανατολικών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, ο Χέλμουτ Σμιτ κάνει λόγο για «καταστροφική και λανθασμένη απόφαση, η οποία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο εξαιτίας της ευφορίας της επανένωσης της Γερμανίας και εξαιτίας της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης».