Περιορισμό της ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους και ενδυνάμωση του ρόλου της αγοράς, παρατηρεί η Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), που συνήλθε σήμερα προκειμένου να εξετάσει το σχέδιο νόμου «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης» που εστάλη από το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
Μάλιστα, η ΟΚΕ διαπιστώνει περιορισμό του κράτους και στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των κρατικών πολιτικών, αλλά και στο κατεξοχήν εξουσιαστικό πεδίο της ρύθμισης».
Επομένως, επισημαίνεται από την ΟΚΕ ότι το παραπάνω σχέδιο νόμου οφείλει:
α) Nα επιτύχει την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων, χωρίς αυτό να οδηγήσει σε σχετικοποίηση και αποδυνάμωση της αρχής της νομιμότητας και των αναγκαίων ελέγχων που αυτή συνεπάγεται.
β) Nα διασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας χωρίς αυτό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή.
γ) Nα εγγυηθεί τη δημοκρατική λογοδοσία κατά τη διαδικασία θέσπισης και εφαρμογής των κανόνων, την κοινωνική αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και τέλος τη νομιμοποίηση των κανόνων.
Επίσης, η ΟΚΕ σήμερα ασχολήθηκε και με το σχέδιο νόμου για το «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, που αποσκοπεί στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των πειθαρχικών παραπτωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων.
Η ΟΚΕ διαφωνεί με την αποπομπή των εκπροσώπων των εργαζομένων από τα υπηρεσιακά συμβούλια και τονίζει ότι η παρουσία εκπροσώπων των εργαζομένων στα αρμόδια Υπηρεσιακά Συμβούλια είναι εξαιρετικά σημαντική και υπηρετεί ουσιαστικά την απονομή δικαιοσύνης.
Επομένως, θεωρείται αναγκαία η επαναξιολόγηση των ρυθμίσεων που απομακρύνουν τους εκπροσώπους των εργαζομένων, καθώς η όποια μέχρι σήμερα ατιμωρησία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη συμμετοχή τους στα Υπηρεσιακά Συμβούλια.
Προσθέτει δε ότι θα πρέπει να επανεξετασθεί και η προβλεπόμενη από το Σχέδιο Νόμου στελέχωση των Υπηρεσιακών Συμβουλίων μέσω υπαλλήλων άλλων υπηρεσιών, σύμφωνα με την οποία, εφόσον εφαρμοσθεί, θα καλείται ένα Υπηρεσιακό Συμβούλιο να κρίνει, χωρίς να έχει πραγματική εικόνα των διοικητικών διαδικασιών και λειτουργιών κάθε υπηρεσίας.
Η Επιτροπή σημειώνει ότι νομοθετικές πρωτοβουλίες τέτοιας μορφής συντελούν στο να χαθεί ο ενιαίος χαρακτήρας των νομοθετημάτων και ταυτόχρονα και η αίσθηση ασφάλειας στους αποδέκτες, καθώς οι τελευταίοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν πάντοτε εάν οι διατάξεις που τους αφορούν είναι σε ισχύ, ή έχουν τροποποιηθεί. Επομένως οι προτεινόμενες τροποποιήσεις με το Σχέδιο Νόμου θα πρέπει να είναι απολύτως συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες, ώστε να μειωθεί και όχι να αυξηθεί ο βαθμός ασάφειας που χαρακτηρίζει το υφιστάμενο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων.
Τονίζει δε ότι το πρόβλημα της παθογένειας της δημόσιας διοίκησης δεν έγκειται μόνο στην έλλειψη αυστηρών ποινών για την τιμωρία των ενόχων, αλλά και στη στενή σχέση της με την πολιτική εξουσία. Η ευρωπαϊκή εμπειρία στο θέμα αυτό έχει αποδείξει ότι η Δημόσια Διοίκηση είναι πολύ πιο αποτελεσματική και διαφανής όταν λειτουργεί αυτοτελώς και χωρίς ουσιαστική εμπλοκή των πολιτικών προσώπων στις εσωτερικές της διαδικασίες και στην επιλογή των προσώπων που την στελεχώνουν.
Τέλος, προτείνεται να συνδεθεί το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων με τη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, καθώς και με τη μισθολογική και βαθμολογική τους εξέλιξη.