Στο θέμα της δήλωσης για τα νησιά επανέρχεται ο Κώστας Ζουράρις, εξαπολύοντας σκληρή επίθεση σε όσους τον επέκριναν.
Ο υφυπουργός Παιδείας με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», επαναλαμβάνει τη θέση του ότι πιο σοβαρό είναι να χάσουμε τη γλώσσα κι όχι κάποια νησιά, γιατί όπως λέει «τα τελευταία 2.500 χρόνια, μας τα πήραν τα νησιά όλα. Και τι έγινε; Τα ξαναπήραμε! Όλα τα νησιά μας!».
Όσο για όσους τον επέκριναν, ο κ. Ζουράρις τους χαρακτηρίζει «σκιτζήδες παραχαράκτες», ενώ κάνει λόγο για «λυσσάρικα αγράμματα κομματοβριθή», «βοσκηματώδεις πλαστογράφους».
«Ερώτηση προς τους σκιτζήδες παραχαράκτες και τον κάθε ανελλήνισον πλαστογράφον: Νησιά ελληνικά ή γλώσσα ελληνική; Τι είναι πιο θανατηφόρο; Να χάσουμε νησιά ή να χάσουμε τη γλώσσα μας; Αυτή ήταν η εισήγησή μου κατά την συνέντευξη τύπου με τους δύο έτερους και φιλεταίρους συνυπουργούντες, εκεί στο υπουργείο Παιδείας στις 14/12», γράφει ο κ. Ζουράρις και απευθυνόμενος στους επικριτές του επισημαίνει 3 σημεία:
«Α. Προς γνώσιν για τα λυσσάρικα αγράμματα κομματοβριθή: κατά τα τελευταία 2.500 χρόνια, μας τα πήραν τα νησιά, όλα τα νησιά μας, Πέρσες, Ρωμαίοι, Άραβες, Φράγκοι, Βενετσιάνοι, Γενουήνσιοι, Τούρκοι, Γερμανοί. Όχι μερικά νησιά… ΟΛΑ! Τι έγινε μ’ όλες αυτές τις καμιά πενηνταριά φορές; Τα ξαναπήραμε! Όλα τα νησιά μας!
Β. Προς γνώσιν για τους βοσκηματώδεις πλαστογράφους της ομιλίας μου: επί εξήντα συναπτά έτη έχω πάει σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, όπου υπάρχει ελληνισμός. Υπήρξα κι εγώ επί 24 χρόνια μετανάστης και δη πολιτικός πρόσφυξ. (Το πρόσφυξ το γράφω όπως μου το λεγαν η Κωνσταντινουπολίτισσα μητέρα και η μικρασιάτισσα γιαγιά μου).
Πρόσφυγας μετανάστης, δίδαξα, μίλησα, έγραψα, αγωνίστηκα για τη μεγαλοσύνη του Μείζονος Ελληνισμού και τον «καημό της Ρωμηοσύνης». Και καταδικάστηκα κι από το στρατοδικείο Καβάλάς…Ίνα τι; Γιατί; Για την ελληνολατρεία μου! Επομένως: Όλα αυτά τα σεσήποτα ντουβάρια, που πλαστογράφησαν τα λόγια μου (θα τα βρείτε στην ιστοσελίδα του υπουργείου Παιδείας), εγώ τα γράφω «στα παλιά μου τα μάτια» (κατά τον στίχο της Κικής Δημουλά) και «πάνυ απέρπαδον» επί της πλαστογραφίας τους.
Γ. Προς γνώσιν της βεβορβορωμένης ασχετίλας τους: Πήγα σχεδόν παντού όπου γης του μετανάστη ελληνισμού. Η διαπίστωση επί τα εξήντα χρόνια της «ξενιτειάς» μου, παντού η ίδια: μετά από την δεύτερη γέννα, άειντε τρίτη γέννα, εκεί, χάνεται η μάνα, το παιδί, το εγγόνι. Γιατί; Διότι χάνεται η γλώσσα, τελειώνει η Ελλάς, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες. Έτσι είναι, διότι είναι έτσι… Λίγο η επιθετική απορροφητικότητα της κοινωνίας υποδοχής, λίγο οι μεικτοί γάμοι, λίγο η απόσταση…»