Μηνύματα προς τα Σκόπια, την Άγκυρα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διεθνή κοινότητα έστειλε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, κατά την αντιφώνηση του στο γεύμα που παρέθεσε προς τιμή του ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Αλκιβιάδης Στεφανής.
«Βρίσκομαι εδώ, όπως και πέρυσι, για να συμβολίσω, εδώ στην Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, την καρδιά της Μακεδονίας, την ενότητα του έθνους και του λαού μας και την απόφασή μας να προχωρήσουμε αταλάντευτοι προς το μέλλον, εκπληρώνοντας το καθήκον μας», επισήμανε στην αρχή της ομιλίας του ο κ. Παυλόπουλος.
Ακολούθως, αναφέρθηκε στο καθήκον των Ελλήνων στις σημερινές συνθήκες και στην ανάγκη εθνικής ενότητας, λέγοντας: «Το δικό μας το καθήκον, όχι μόνο για μας τους Έλληνες, αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα και ιδίως για την οικογένειά μας, την ευρωπαϊκή οικογένεια. Γιατί η Ελλάδα, το πνεύμα της και η Δημοκρατία της, είναι η βάση όλου του πολιτισμού μας και έχουμε χρέος και όταν ακόμα οι άλλοι το ξεχνούν, εμείς να το υπερασπιζόμαστε. Και αυτό δεν σημαίνει αλαζονεία. Σημαίνει αίσθηση του μέτρου, αλλά και του καθήκοντος. Και είναι η Θεσσαλονίκη ο καταλληλότερος τόπος, ιδιαίτερα τη σημερινή μέρα, μέρα μνήμης του Αγίου Δημητρίου. Γιατί η Θεσσαλονίκη, μαζί με την επέτειο αυτή της μνήμης του πολιούχου του Αγίου Δημητρίου, είναι εκείνη η οποία μας διδάσκει την μεγαλειώδη πορεία της μέσα στην ιστορία και μέσα στην ορθοδοξία.
Και εδώ επιτρέψτε μου να τονίσω, ότι αυτό που παίρνω μαζί μου και παίρνουμε όλοι μας κάθε χρόνο από την Θεσσαλονίκη, είναι η αίσθηση χρέους για να υπηρετήσουμε τον τόπο, την ιστορία του, το μέλλον του, αλλά και να πούμε στους φίλους γείτονες, πως είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε όλα τα εθνικά μας δίκαια. Χωρίς εκπτώσεις, χωρίς υποχωρήσεις, χωρίς παραχωρήσεις.
Η Ελλάδα, όπως και άλλοι λαοί της Ευρώπης, περνά μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση. Μια κρίση η οποία έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στον λαό μας και ιδίως στη νέα γενιά. Την πιο αδικημένη. Μια κρίση που έχει διευρύνει τις ανισότητες. Μια κρίση η οποία έχει διαβρώσει, δυστυχώς, το κοινωνικό κράτος. Και είμαστε όλοι αποφασισμένοι, ενωμένοι, όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου, σ’ αυτή την κατεύθυνση να εργαστούμε όλοι μαζί. Η Ελλάδα θα προχωρήσει. Είναι χρέος όλων μας και θα το πράξουμε. Σεβόμαστε και πρέπει να σεβόμαστε τις διαφορές που υπάρχουν στις πολιτικές δυνάμεις. Είναι θέμα δημοκρατικού καθήκοντος. Αλλά μπροστά στα μεγάλα και τα σημαντικά, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να χωρίσουμε ποτέ. Οι διχασμοί του παρελθόντος και ό,τι ακριβώς επέφεραν, είναι το μεγάλο δίδαγμα για όλους μας, για το μέλλον, για το τι πρέπει να κάνουμε και το τι πρέπει να αποφύγουμε. Και είναι ακριβώς αυτά τα μεγάλα και τα σημαντικά τα οποία αφορούν τα εθνικά μας δίκαια. Λέμε λοιπόν προς όλους, ότι παρά την κρίση, για εμάς τους Έλληνες δεν υπάρχουν εκπτώσεις σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση της ιστορίας μας, του παρόντος και του μέλλοντός μας. Και δεν υπάρχουν εκπτώσεις, γιατί αυτό επιβάλει η ψυχή του Έλληνα και η ιστορία του. Αυτό επιβάλλει και το διεθνές και το ευρωπαϊκό Δίκαιο. Γιατί όλα μας τα εθνικά δίκαια έχουν ως στήριγμα την ιστορία, το διεθνές και το ευρωπαϊκό Δίκαιο. Δεν διεκδικούμε τίποτε το οποίο δεν μας ανήκει, αλλά δεν εννοούμε να παραχωρήσουμε οτιδήποτε από αυτά που μας ανήκουν κατά την ιστορία και κατά την έννομη τάξη, η οποία διέπει την παγκόσμια κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μίλησε για το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, τις προκλήσεις της Τουρκίας σε βάρος της χώρας μας και το Κυπριακό και υπογράμμισε: «Στα τρία θέματα στα οποία θέλω να αναφερθώ, δεν υπάρχουν για μας δισταγμοί, όπως δεν υπάρχει κανενός είδους αλαζονεία. Είμαστε ένας λαός της ειρήνης και της δημοκρατίας και αυτό προσπαθούμε να εγγυηθούμε και για τους γείτονές μας. Τους λέμε λοιπόν, τι είναι εκείνο το οποίο μας ανήκει και το οποίο όμως δεν μπορούμε να παραχωρήσουμε ούτε κατ’ ιδέα».
Για την ΠΓΔΜ
«Επειδή βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, την καρδιά της Μακεδονίας, θα θυμίσω την ιστορική φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή: “Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική”. Αυτό είναι σαφές. Ένα ιστορικό δεδομένο, το οποίο ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει. Μόνον -όπως έχω πει και πέρυσι σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα- κιβδηλοποιοί και παραχαράκτες της ιστορίας, μπορεί να το αποτολμήσουν. Αλλά δεν θα τους το επιτρέψουμε. Ακούω, τον τελευταίο καιρό, ότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις της ιστορίας. Εμείς, όπως και όλοι όσοι σέβονται την ιστορία, είμαστε απόγονοι του Ηροδότου και του Θουκυδίδη. Η ιστορία γράφεται με γεγονότα, όχι με φαντασιώσεις, ούτε με προσεγγίσεις άλλων. Αυτό είναι δεδομένο. Αλλά δεν είναι μόνον η ιστορία. Είναι το ίδιο το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο που επιβάλλουν αυτή την στάση μας, όπως επιβάλουμε εμείς στους γείτονες το χρέος τουλάχιστον να σοβαρευτούν. Διότι είναι γνωστό πως αν εμείς σήμερα θεωρούμε ότι οι γείτονες δεν τηρούν τις προϋποθέσεις της ένταξής τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι είναι συναφείς, αυτό οφείλεται στο ότι παραβιάζουν το διεθνές Δίκαιο και το ευρωπαϊκό Δίκαιο, με το να χρησιμοποιούν ονόματα τα οποία αποπνέουν αλυτρωτισμό. Αν διαβάσει κανείς το πρωτογενές ευρωπαϊκό Δίκαιο, θα δει ότι δεν είναι νοητό για έναν λαό, ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να διεκδικεί εδάφη ενός άλλου κράτους-μέλους. Και ονόματα τα οποία δηλώνουν αλυτρωτισμό, σημαίνουν διεκδικήσεις. Αλλιώς δεν θα τα χρησιμοποιούσαν, όταν μάλιστα η ιστορία τους περιγελά μ’ αυτά τα οποία ισχυρίζονται.
Λέμε, λοιπόν, προς την γειτονική πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ότι τείνουμε χείρα φιλίας. Είμαστε φίλοι. Άλλωστε, ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ζωής αυτής της χώρας στηρίζεται στην ελληνική δραστηριότητα. Θέλουμε τις καλύτερες των σχέσεων. Αλλά το τονίζω: Με σεβασμό της ιστορίας και του Δικαίου. Αν δεν υπάρχει αυτός ο σεβασμός, τότε από εκεί και πέρα θα δίνουμε πάντοτε την ίδια απάντηση που ταιριάζει, όπως την δίναμε έως τώρα. Και, βεβαίως, θα υπερασπισθούμε την ίδια την Ευρώπη από υποψηφίους οι οποίοι υπονομεύουν το ίδιο το θεσμικό κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Μήνυμα στην Τουρκία
«Παρεμφερείς είναι οι σκέψεις που διέπουν και το ζήτημα των συνόρων μας με την Τουρκία. Το θέμα έχει λυθεί από την Συνθήκη της Λωζάννης. Ουδείς διανοείται να αμφισβητήσει την Συνθήκη της Λωζάννης. Στοιχειώδης γνώση του διεθνούς Δικαίου ορίζει ότι η Συνθήκη της Λωζάννης ισχύει και είναι υποχρεωτική και δεν εξαρτάται από την ερμηνεία που δίνει ο καθένας το αν θα την εφαρμόσει ή όχι. Είναι υποχρεωτική η εφαρμογή της και υπάρχουν κυρώσεις για την περίπτωση παραβίασής της. Πολλώ μάλλον όταν η Συνθήκη της Λωζάννης, μετά την διαμόρφωση των ευρωπαϊκών συνόρων, καθορίζει όχι μόνον το έδαφος και τα σύνορα της Ελλάδας, αλλά ταυτοχρόνως, και το έδαφος και τα σύνορα της ΕΕ. Γιατί, όπως ξέρουμε, τα σύνορα της ΕΕ κατά το ευρωπαϊκό Δίκαιο είναι τα σύνορα των κρατών-μελών που ορίζονται κυριάρχως απ’ αυτά.
Επομένως, όποιος αμφισβητεί την Συνθήκη της Λωζάννης, πέραν του ότι αμφισβητεί τμήμα του Διεθνούς Δικαίου, και άρα είναι ύποπτος σε ό,τι αφορά την δημοκρατική συμμετοχή του στην διεθνή κοινότητα, παραβιάζει και το ευρωπαϊκό Δίκαιο, δεδομένου ότι παραβιάζει τα ευρωπαϊκά σύνορα. Αφού το διεθνές Δίκαιο που καθορίζει τα ευρωπαϊκά σύνορα είναι τμήμα του θεσμικού κεκτημένου της Ευρώπης.
Διαπιστώνω τον τελευταίο καιρό ότι υπάρχει ένας μετριασμός σ’ αυτές τις δηλώσεις που γίνονται γι’ αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης. Και ότι υπάρχουν δηλώσεις από την πλευρά της Τουρκίας, ότι ναι, σεβόμαστε τα φυσικά σύνορα. Εννοώντας τα σύνορα που καθορίζει η Συνθήκη της Λωζάννης. Γιατί όμως, αφού υπάρχει ο σεβασμός, υπάρχει η εκ πλαγίου αμφισβήτηση αυτού του σεβασμού; Δεν είναι κρίμα, για λόγους – ας το πιστέψουμε- εσωτερικής κατανάλωσης, να δημιουργούνται ζητήματα; Γιατί εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε πάντα σε εγρήγορση. Το λέμε με όλη την εκτίμηση και με όλη την συμπάθεια προς την γείτονα Τουρκία. Είμαστε εμείς που ξέρουμε τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει τον τελευταίο καιρό, ιδίως σε επίπεδο υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών. Και είμαστε εκείνοι που πρώτοι στηρίξαμε και στηρίζουμε την δημοκρατική νομιμότητα και την συνταγματική νομιμότητα στην Τουρκία. Είμαστε εκείνοι που ξέρουμε τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία. Ξέρουμε ότι και εκείνη αντιμετωπίζει προβλήματα με το προσφυγικό. Αλλά την καλούμε να σκεφθεί ότι ο πραγματικός σύμμαχός της, το “παράθυρο και η πόρτα της” στην Ευρώπη είμαστε εμείς οι Έλληνες, είναι η Ελλάδα. Και το λέμε με απόλυτη ειλικρίνεια.
Και πρέπει να συνεργασθούμε για ν’ αντιμετωπίσουμε το προσφυγικό με σεβασμό στον άνθρωπο και την τρομοκρατία όπως ταιριάζει στους τρομοκράτες. Πρέπει να είμαστε αμείλικτοι, γιατί τελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Πρέπει να συνεργασθούμε για να ζήσουν ειρηνικά οι λαοί μας και ν’ αντιμετωπίσουμε την κρίση. Αλλά πρέπει να συνεννοηθούμε ως προς το εξής: Εμείς οι Έλληνες, χωρίς να διεκδικούμε τίποτα απ’ την πλευρά της Τουρκίας, δεν είμαστε διατεθειμένοι ν’ ανεχθούμε ούτε ευθεία, ούτε έμμεση αμφισβήτηση των εθνικών μας δικαίων και της εθνικής μας κυριαρχίας. Όσο πιο ειλικρινείς είμαστε, όσο σκεφτόμαστε με όρους διεθνείς και εθνικού συμφέροντος και όχι με όρους εσωτερικής κατανάλωσης και λαϊκισμού, τόσο το καλύτερο για τους λαούς μας και για την ειρήνη. Και ξέρετε, ο λαϊκισμός έχει κι αυτό το χαρακτηριστικό: Για λίγο μόνον καιρό μπορεί να κοιμίσει συνειδήσεις. Όχι για πολύ. Ενώ η διατάραξη της ειρήνης καθ’ οιονδήποτε τρόπο, μπορεί να έχει ανεπανόρθωτα αποτελέσματα».
Για το Κυπριακό
«Κλείνω με το τρίτο μεγάλο ζήτημα, που δεν είναι εθνικό μας μόνον, είναι ένα διεθνές ζήτημα όπως ξέρετε: Και μιλάω για την Κύπρο, την μαρτυρική Κύπρο. Κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τελεί υπό στρατιωτική κατοχή σε μεγάλο μέρος της. Και είναι όνειδος για την διεθνή κοινότητα αλλά και για την ΕΕ, να υπάρχουν αυτές οι εκκρεμότητες στην Κύπρο. Ναι, πρέπει να λυθεί το Κυπριακό. Και βλέπω την αισιοδοξία που υπάρχει τον τελευταίο καιρό. Εμείς είμαστε πρώτοι μαζί με την Κύπρο, Κύπριοι και Ελλαδίτες, οι Έλληνες, ο Ελληνισμός, που ζητάμε την λύση γιατί είναι θέμα διεθνούς Δικαιοσύνης.
Αλλά θα πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι: Αυτή η λύση δεν μπορεί να είναι οποιαδήποτε. Ζήσαμε, πραγματικά, την τραγική εμπειρία του Σχεδίου Ανάν. Δεν πρόκειται να επιτρέψουμε όλοι οι Έλληνες, Ελλαδίτες και Κύπριοι, να υπάρξει επανάληψη της περιπέτειας του Σχεδίου Ανάν. Και αυτό δεν το λέμε μόνον εμείς. Το επιβάλλει το διεθνές και το ευρωπαϊκό Δίκαιο. Μην ξεχνάμε λοιπόν ότι το Κυπριακό ναι, πρέπει να λυθεί το ταχύτερο δυνατόν, αλλά να λυθεί μέσω των δικοινοτικών συνομιλιών, που είναι η μόνη διαδικασία η οποία ταιριάζει. Και, βεβαίως, θα λυθεί με σεβασμού του διεθνούς Δικαίου και ιδίως των αποφάσεων του ΟΗΕ, Συμβουλίου Ασφαλείας και Γενικής Συνέλευσης και με πλήρη σεβασμό του ευρωπαϊκού Δικαίου, του θεσμικού κεκτημένου. Μην ξεχνάμε ότι η Κύπρος είναι πλήρες μέλος της ΕΕ και υπάρχει ένα θεσμικό κεκτημένο που καθορίζει ποια είναι η μορφή του κράτους που είναι συμβατή με την πορεία εντός της ΕΕ. Δεν πρόκειται λοιπόν, ούτε εμείς ούτε οι Κύπριοι, να δεχθούμε ποτέ λύση η οποία θα δρομολογούσε εμμέσως πλην σαφώς την έξοδο της Κύπρου από την ΕΕ, λόγω αδυναμίας λειτουργίας της εντός των ορίων της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Τονίζω λοιπόν προς πάσα κατεύθυνση, γιατί αυτή είναι η κοινή μας θέση, η εθνική θέση Κύπρου και Ελλάδας, όλων των πολιτικών δυνάμεων που είναι στην Κύπρο και στην Ελλάδα, ότι το θεσμικό κεκτημένο επιβάλλει: Πρώτον, ότι ένα κράτος για να μπορεί να λειτουργήσει εντός ΕΕ και να εκπληρώσει τις ευρωπαϊκές του υποχρεώσεις και δη στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, την Ευρωζώνη, αυτό το κράτος θα πρέπει να είναι το πολύ ομοσπονδιακό. Δεν νοείται συνομοσπονδία στο πλαίσιο της ΕΕ. Κάθε συνομοσπονδιακή λύση λοιπόν είναι απορριπτέα. Όχι μόνον γιατί υπερασπιζόμαστε την Κύπρο και η Κύπρος τον εαυτό της και την κυριαρχία της, αλλά γιατί η Ευρώπη υπερασπίζεται τον εαυτό της. Δεύτερον, η Κύπρος ως ενιαίο κράτος, ως Κυπριακή Δημοκρατία, θα έχει μία και ενιαία διεθνή προσωπικότητα. Τρίτον, μία ιθαγένεια. Και, τέταρτον, πλήρη κυριαρχία. Η κυριαρχία η πλήρης, όχι μόνον κατά το διεθνές Δίκαιο, αλλά και κατά το ευρωπαϊκό Δίκαιο, σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ούτε στρατός κατοχής, ούτε εγγυήσεις. Γιατί όταν υπάρχει στρατός κατοχής ή εγγυήσεις από κει και πέρα υπάρχει ευθεία παραβίαση της έννοιας της κυριαρχίας όχι μόνον -το τονίζω- κατά το διεθνές Δίκαιο, αλλά και κατά το ευρωπαϊκό Δίκαιο. Μόνον υπ’ αυτούς τους όρους είναι δυνατόν να γίνει δεκτή λύση του Κυπριακού. Το τονίζω: Όχι μόνον γιατί αυτό το θέλουμε εμείς και οι Κύπριοι, γιατί αυτό απαιτούν τα Ηνωμένα Έθνη. Αλλά γιατί αυτό απαιτεί το ευρωπαϊκό Δίκαιο και παραβίαση αυτών των όρων θα δρομολογούσε, νομίζω, προοπτικές εξόδου της Κύπρου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πέραν τούτου, θέλω να συλλογισθείτε το εξής και να το ακούσουν και οι εταίροι μας. Το έχουμε διαμηνύσει και είναι σαφές: Εάν αποδεχόμαστε οποιαδήποτε έκπτωση στα ζητήματα που προανέφερα, αν δεχόμαστε ποτέ η Κύπρος να έχει μειωμένης αξίας κυριαρχία, αυτό θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ένα προηγούμενο για κάθε ευρωπαϊκό κράτος. Ποιος εγγυάται στο μέλλον ότι ένα οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος, τους δύσκολους καιρούς που ζούμε, δεν θα υποστεί π.χ. μια επίθεση. Για σκεφθείτε λοιπόν να υπάρξει μια επίθεση και η λύση για οποιοδήποτε άλλο κράτος να βασισθεί σ’ αυτό που θα έχουμε αποδεχθεί με εκπτώσεις για την Κύπρο. Γι’ αυτό, το τονίζω, είναι και χρέος της Ευρώπης να υπερασπισθεί αυτή τη λύση, γιατί υπερασπίζεται την υπόστασή της, την δική της κυριαρχία. Γιατί υπάρχει και ευρωπαϊκή κυριαρχία, που είναι η σύνθεση της κυριαρχίας των κρατών-μελών της.
Με όλη λοιπόν την καλή διάθεση και κυρίως τον σεβασμό στην διεθνή κοινότητα, στην δημοκρατία και την ειρήνη, λέμε προς κάθε κατεύθυνση: Εμείς οι Έλληνες ξέρουμε τι σημαίνει το αγαθό της ειρήνης. Ξέρουμε τι σημαίνει δημοκρατία. Ξέρουμε ποιες είναι οι βάσεις του δυτικού πολιτισμού που θεμελιώθηκε πάνω στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Γι’ αυτό αγωνιζόμαστε. Αλλά είμαστε μικρός σε πληθυσμό λαός, με μια μεγάλη ιστορία. Λαός που πολεμά και θα πολεμά πάντα για να υπερασπισθεί αυτά που του ανήκουν. Αυτό το διαμηνύουμε και μην διανοηθεί κανείς να μας κατηγορήσει ότι αυτή η κρίση έχει καταβάλει, έστω και κατ’ ελάχιστο, την ψυχή των Ελλήνων και την ψυχή των Ενόπλων Δυνάμεων. Θα κάνει μεγάλο λάθος. Όπως έκαναν και άλλοι στο παρελθόν. Ελπίζω να μην το κάνει κανείς. Γιατί κανείς δεν θα ωφεληθεί. Και τα διδάγματα του παρελθόντος πρέπει να είναι αρκετά για να μας θυμίσουν ποιο είναι το χρέος μας για το παρόν για το μέλλον.
Στις Ένοπλες Δυνάμεις, τέλος, θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη του ελληνικού λαού γιατί πραγματικά θωρακίζουν τα σύνορα και την κυριαρχία του τόπου. Και να τους πω ότι θάμαστε δίπλα τους σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, για να μπορέσουμε να διευκολύνουμε την αποστολή τους. Δεν θα πω να τους τονώσουμε το ηθικό τους. Δεν το χρειάζονται, μάλλον εμείς πρέπει να πάρουμε παράδειγμα από την ενότητα και από το σθένος των Ενόπλων Δυνάμεων για να εκπληρώσουμε το δικό μας πολιτικό και πολιτειακό καθήκον. Χρόνια πολλά και να’ναι ο Θεός μαζί μας».