Η πολιτική λιτότητας έχει οδηγήσει την Ευρωζώνη στα πρόθυρα μιας κρίσης οικονομικής και νομισματικής ασφυξίας, υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κατά τον χαιρετισμό του στην έναρξη του Πρώτου Οικονομικού «FORUM ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ», που πραγματοποιείται στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, με τη συμμετοχή διεθνών προσωπικοτήτων από τον πολιτικό, ακαδημαϊκό, επιχειρηματικό και δημοσιογραφικό χώρο.
Όπως σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος, με δεδομένο το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει στον στενό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στην Ευρωζώνη, οι αναπτυξιακές της προοπτικές, υπό όρους βιωσιμότητας και κοινωνικών δικαιωμάτων, εξαρτώνται, δίχως αμφιβολία, από την όλη αναπτυξιακή πορεία του ως άνω ευρωπαϊκού της περιγύρου.
Μάλιστα, χαρακτήρισε επιβεβλημένο τον προβληματισμό όλων ως προς την, κατά την τρέχουσα συγκυρία, πορεία της ανάπτυξης της Ευρωζώνης, ως γενικότερου οικονομικού συστήματος που επηρεάζει, αυτονοήτως και καθοριστικώς, την πορεία ανάπτυξης των υποσυστημάτων της, ήτοι των κρατών-μελών της.
Η Ευρωζώνη, παρατήρησε ο Πρόεδρος, καταδεικνύει εναργώς και το εντελώς πρόσφατο σύμπτωμα των επικίνδυνων κραδασμών εντός των τραπεζικών και των ευρύτερων χρηματοοικονομικών της δομών, διανύει μια μακρά περίοδο -που η αφετηρία της εντοπίζεται πριν την «επίσημη» έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008- συρρίκνωσης της οικονομίας της.
Παράλληλα, υπογράμμισε, ότι αυτό το σύνδρομο της, δυστυχώς επιδεινούμενης, οικονομικής οιονεί «αναπνευστικής ανεπάρκειας» της Ευρωζώνης εκδηλώνεται, τουλάχιστον κατά μεγάλο μέρος, λόγω της υπερέκθεσής της στους εγγενείς κινδύνους μιας πολιτικής αυστηρής λιτότητας. Τις αρνητικές συνέπειες των οποίων, επιτείνουν οι ασυμμετρίες που χαρακτηρίζουν τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής και την άσκηση της τραπεζικής προληπτικής εποπτείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Από πλευράς αμιγώς νομισματικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής, σημείωσε, η Ευρωζώνη, πέρα κι έξω από τις αρνητικές επιπτώσεις της ως άνω οικονομικής πολιτικής λιτότητας στο εν γένει οικονομικό της σύστημα, βιώνει την εμπειρία μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που δεν έχει τα απαιτούμενα θεσμικά και πολιτικά μέσα, για να διαδραματίσει αποδοτικώς τον ρόλο που διαδραματίζουν άλλες Κεντρικές Τράπεζες, όπως κατ’ εξοχήν η Fed. «Και τούτο διότι το μόνο πεδίο, στο οποίο φαίνεται να κινείται κάπως άνετα, είναι εκείνο της χάραξης κι εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής. Και τούτο μάλιστα μέσα στο στενό πλαίσιο που θέτει η Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς ο πρωταρχικός στόχος που καλείται να διαδραματίζει είναι σχεδόν μονοσήμαντος: Η διασφάλιση της σταθερότητας του επιπέδου των τιμών και η οικονομική ανάπτυξη» τόνισε.
Υπό τα δεδομένα αυτά, υπογράμμισε ο κ.Παυλόπουλος, η προμνημονευόμενη πολιτική λιτότητας έχει οδηγήσει την Ευρωζώνη στα πρόθυρα μιας κρίσης οικονομικής και νομισματικής «ασφυξίας», η οποία προοιωνίζεται τέσσερα -αναποσπάστως συνδεόμενα μεταξύ τους- «δεινά»: Στασιμότητα, χαμηλό πληθωρισμό ως και αποπληθωρισμό, υπερχρέωση και, κυρίως, δραματικώς αυξανόμενες ανισότητες κι εξίσου δραματικώς αυξανόμενη ανεργία. «Δεινά», τα οποία αφενός-όπως τόνισε- αναδεικνύουν το μέγεθος στρέβλωσης κι αντίστοιχης κρίσης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος εντός Ευρωζώνης. Και, αφετέρου, ερμηνεύουν επαρκώς το δυσοίωνο σημάδι σταδιακής εμφάνισης ακραίων πολιτικών μορφωμάτων, ακόμη και με την λεοντή του νεοναζισμού.
Επισήμανε, ακολούθως, ότι η αναστροφή αυτής της δυσοίωνης πορείας της Ευρωζώνης -κι ως την οριστική διαμόρφωση των πάγιων πυλώνων αντιμετώπισης κρίσεων δημόσιου χρέους- και η επάνοδος στην προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης προϋποθέτουν την άμεση δόμηση και θέση σ’ εφαρμογή τουλάχιστον μιας ουσιαστικής παρεμβατικής πολιτικής, προσαρμοσμένης φυσικά στην ιδιομορφία της τρέχουσας συγκυρίας. Παρεμβατικής πολιτικής η οποία, και μέσω της υιοθέτησης δραστικών μέτρων ορθολογικής ποσοτικής χαλάρωσης και στοχευμένης ενίσχυσης της ρευστότητας, θα μπορέσει να τονώσει την ζήτηση και να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον μέσο ευρωπαϊκό όρο του 2%. «Συνακόλουθα, θα μπορέσει να καταπολεμήσει την ανεργία, επαναφέροντας το οικοδόμημα της Ευρωζώνης στην τροχιά της σταθερής επιδίωξης επίτευξης του, κατά Keynes, όρου της πλήρους απασχόλησης» ανέφερε ο Πρόεδρος.
Παράλληλα, τόνισε την επείγουσα ανάγκη άσκησης δραστικών, και μάλιστα ριζοσπαστικών, παρεμβατικών οικονομικών πολιτικών προκειμένου ν’ αντιμετωπισθεί εγκαίρως η επαπειλούμενη νέα παγκόσμια οικονομική ύφεση και πρόσθεσε ότι για να επιτευχθούν οι ως άνω στόχοι, καλό είναι να έχουμε προ οφθαλμών την ανάγκη, πέρα από την -σαφώς χρήσιμη αλλά και απαραίτητη- γνώμη των τεχνοκρατών, οργάνωσης της ενεργού παρέμβασης των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, κυρίως μέσω των αντίστοιχων αρμόδιων δημοκρατικών θεσμών.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκλεισε τον χαιρετισμό του επικαλούμενος τις πάντα επίκαιρες, ρήσεις του Φρ. Ρούσβελτ. Αναφέρθηκε στον δεύτερο εναρκτήριο λόγο του, την 20η Ιανουαρίου 1937, όπου με την ενόραση του ηγέτη που διαισθάνεται την πολεμική λαίλαπα και τη ναζιστική επιδρομή κατά των θεσμών και του κοινωνικού κράτους δικαίου, τόνιζε: «Εμείς που πιστεύουμε στην Δημοκρατία γνωρίζαμε ότι το δημοκρατικό πολίτευμα έχει την εγγενή ικανότητα να προφυλάσσει τον λαό από τις καταστροφές εκείνες που άλλοτε θεωρούνταν αναπότρεπτες, να επιλύει προβλήματα που άλλοτε θεωρούνταν ανεπίλυτα. Αρνούμασταν να δεχθούμε ότι δεν υπήρχε τρόπος να ελέγξουμε τις οικονομικές επιδημίες, όπως ακριβώς ελέγξαμε άλλοτε τις επιδημίες των ασθενειών, μετά από αιώνες δεινών τα οποία αποδεχόμασταν μοιρολατρικά. Αρνηθήκαμε να αφήσουμε την λύση των προβλημάτων της κοινής μας διαβίωσης στους ανέμους της τύχης και τους κυκλώνες της καταστροφής».
Και ολοκλήρωσε την ομιλία του με ένα απόσπασμα από τον τρίτο εναρκτήριο λόγο του Ρούσβελτ, την 20η Ιανουαρίου 1941 -δηλαδή στην καρδιά πλέον του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου- συνέχιζε στο ίδιο μήκος ανάληψης της ιστορικής ευθύνης των ΗΠΑ: «Οι ελπίδες της Δημοκρατίας δεν μπορούν να ανεχθούν επ’ άπειρον την άδικη φτώχεια και τον πλούτο που δεν υπηρετεί παρά μόνο τον εαυτό του…. Μπροστά στους μεγάλους κινδύνους, που όμοιούς τους ποτέ στο παρελθόν δεν αντιμετωπίσαμε, είμαστε αποφασισμένοι να προστατεύσουμε και να διατηρήσουμε την ακεραιότητα της Δημοκρατίας».