«Το φορολογικό των αγροτών αυτή την ώρα δεν υπάρχει ως θέμα στην ατζέντα των συζητήσεων με τους θεσμούς» υποστήριξε σήμερα από την Κομοτηνή, την οποία επισκέφθηκε για να παρουσιάσει το νομοσχέδιο για τον συνεργατισμό, αλλά και την παραγωγική ανασυγκρότηση του αγροτικού χώρου, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Βαγγέλης Αποστόλου.
«Αν δούμε τις ρυθμίσεις που υπήρχαν για το φορολογικό των αγροτών το 2013 οι οποίες αποτυπώθηκαν το 2014, θα διαπιστώσουμε ότι οι αγρότες πλήρωσαν ως φόρο εισοδήματος 411 εκατομμύρια ευρώ. Η ρύθμιση του 2013 μετέτρεπε την αγροτική εκμετάλλευση σε επαγγελματική δραστηριότητα και ο σχετικός νόμος προέβλεπε φορολόγηση 13% από το πρώτο ευρώ όλων των εισοδημάτων, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 2,6 δισεκατομμυρίων ευρώ που αφορούν τις ετήσιες ενισχύσεις του χώρου. Αυτό σημαίνει ότι αν αυτό εφαρμοζόταν για το εισόδημα του 2014 που πληρώνεται το 2015, οι αγρότες θα πλήρωναν περισσότερα από 550 – 560 εκατομμύρια ευρώ φόρο, τόνισε με έμφαση ο Βαγγέλης Αποστόλου.
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων επεσήμανε ότι η πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να αμβλύνει τις συνέπειες αυτής της πολιτικής απάλλαξε από την φορολογητέα ύλη των αγροτών, με ρύθμιση που έφερε τον Ιούνιο του 2015, κοινοτικές ενισχύσεις, αποζημιώσεις και επιδοτήσεις, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα αντί για τα 560 εκατομμύρια που θα κατέβαλαν οι αγρότες ως φόρο εισοδήματος για το 2015 να πληρώσουν τελικά 183 εκατομμύρια και 30 με 40 εκατομμύρια επιπλέον που ήταν οι προκαταβολές.
Σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό των αγροτών ο Βαγγέλης Αποστόλου παραδέχθηκε ότι θα έχει επώδυνες επιπτώσεις για τους αγρότες.
Όπως σημείωσε ο ίδιος, «ενώ όλο το υπόλοιπο ασφαλιστικό σύστημα όπως έχει καταντήσει από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, προβλέπει το 50% των συντάξεων να καταβάλλεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, για τις συντάξεις του ΟΓΑ το αντίστοιχο ποσό που πληρώνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό ανέρχεται στο 85%. Αυτό που η συμφωνία επιτάσσει είναι να γίνει εναρμόνιση με αυτό που συμβαίνει στους άλλους επαγγελματίες».
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης υποστήριξε ότι βρίσκεται σε εξέλιξη παρέμβαση του υπουργείου προκειμένου το ποσοστό της αύξησης των εισφορών από το 7 στο 20%, να εφαρμοστεί σταδιακά σε τέσσερα χρόνια και ταυτόχρονα να υπολογιστεί με βάση το 80% του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, που σημαίνει μία αύξηση γύρω στο 60%. «Και πάλι, όμως, θα πιέσουμε για να μπει μια οροφή κάθε χρόνο που δεν θα ξεπερνάει ένα ποσοστό της τάξης του 8 με 10%. Οπότε, δεν θα έχει αυτές τις επιπτώσεις», κατέληξε.
«Καλούμε τους αγρότες να καταλάβουν ότι θα πρέπει να οργανωθούν σε επιχειρηματική βάση. Αν οι αγρότες τηρώντας βιβλία εσόδων – εξόδων σήμερα στο σύνολό τους, εμφανίσουν όλα τα κοστολόγια που επιβαρύνουν την αγροτική δραστηριότητα, τότε μπορεί να φθάσουμε σε σημείο να μην υπάρχει φορολογητέα ύλη. Σήμερα, δηλώνεται κατά μέσο όρο 1,3 δισ. καθαρό εισόδημα στους αγρότες, ενώ αυτό που δηλώνεται ως ακαθάριστο είναι γύρω στα 4,3 ή 4,4 δισ. ευρώ. Βεβαίως, η αξία της αγροτικής παραγωγής ξεπερνάει τα 10 δισ. ευρώ, αλλά αυτό μπορεί να αφορά και ετεροεπαγγελματίες και τις ατομικές τους ανάγκες», ανέφερε ο υπουργός.
Στις δηλώσεις του ο Βαγ. Αποστόλου δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι για πρώτη φορά φέτος σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, η χώρα μας μετά από κοινοτικό έλεγχο έκανε κατανομές δικαιωμάτων πάνω από 2 δισ. ευρώ, χωρίς να υπάρχει δημοσιονομική διόρθωση, δηλαδή πρόστιμο από την ευρωπαϊκή επιτροπή. Ενώ τις προηγούμενες χρονιές υπήρχε ένα πρόστιμο της τάξης των 300 έως 320 εκατομμυρίων ευρώ.
Τέλος, ανακοίνωσε ότι σε συνεργασία με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, τις επόμενες ημέρες προωθείται υπουργική απόφαση σύμφωνα με την οποία, όσοι γεωργοί έχουν να λαμβάνουν μέχρι 5.000 ευρώ ποσού ενίσχυσης από τα κοινοτικά ταμεία, θα παρακρατείται έναντι των οφειλών τους στην εφορία το 10% του συνολικού ποσού, από 5.000 μέχρι 10.000 ευρώ θα παρακρατείται το 20% και όσοι έχουν να λαμβάνουν πάνω από 10.000 ευρώ από ενισχύσεις, θα τους παρακρατείται το 50%. Με αυτόν τον τρόπο οι αγρότες θα αποκτήσουν πρόσβαση στην λήψη φορολογικής ενημερότητας, αλλά και θα ανακτήσουν μέρος της ρευστότητας τους για τις προσωπικές τους δαπάνες.