Στη σκιά της υλοποίησης των σκληρών προαπαιτούμενων μέτρων από την κυβέρνηση, των πρώην προέδρων της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Καραμανλή και με τη συνοχή της παράταξης να βρίσκεται στο πιο οριακό σημείο από την ημέρα ίδρυσής της το 1974, ρίχνονται σήμερα οι τέσσερις υποψήφιοι στην αρένα της διαδοχής στην ηγεσία του κόμματος.
Όπως είναι λογικό, η συζήτηση που έχει ήδη αρχίσει και παραμένει ανοιχτή στις τάξεις της ΝΔ είναι κατά πόσο οι εκλογές θα οδηγηθούν και σε δεύτερο γύρο, ο οποίος είναι προγραμματισμένος για τις 10 Ιανουαρίου, με τα περισσότερα στελέχη να εκτιμούν ότι αυτό θα εξαρτηθεί από τα τελικά ποσοστά που θα λάβουν σήμερα οι υποψήφιοι και κατά πόσο το ποσοστό του πρώτου θα προσεγγίζει το απαιτούμενο 50%.
Οι 1.290 κάλπες στα 883 εκλογικά κέντρα ανά την επικράτεια θα είναι ανοιχτές από τις 07:00 το πρωί μέχρι και τις 19:00 το απόγευμα της Κυριακής. Οι πολίτες θα μπορούν να προσέλθουν στην κάλπη με την ταυτότητα ή το διαβατήριό τους, συμπληρώνοντας αίτηση με την οποία θα εγγράφονται μέλη της Ν.Δ. με τρία ευρώ, θα καταγράφονται βάσει της λίστας εκλογέων του ΥΠΕΣ προκειμένου να μην μπορούν να ψηφίσουν ξανά σε άλλο εκλογικό κέντρο, ενώ θα καταγράφονται και στην κατάσταση ψηφισάντων του συγκεκριμένου τμήματος, στο οποίο και μόνον θα μπορούν να ξαναψηφίσουν σε περίπτωση δεύτερου γύρου.
Οι τόνοι στο εσωτερικό της γαλάζιας παράταξης καθ’ όλη τη διάρκεια της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, που διήρκησε τρεις ολόκληρους μήνες μετά και το φιάσκο της 22ας Νοεμβρίου ανέβηκαν επικίνδυνα, δοκιμάζοντας σε οριακό σημείο την ενότητα και τη συνοχή του κόμματος. Η εκλογική μάχη στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, όπως συνομολογούν σχεδόν άπαντες στη Συγγρού σε ιδιωτικές συζητήσεις, έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα πρόσωπα και αφορά πλέον την ιδεολογική ταυτότητα της παράταξης, την συνέχεια στη βάση του καραμανλισμού και της κεντροδεξιάς με διαύλους επικοινωνίας ακόμα και με την κυβέρνηση Τσίπρα, όπως διέρρευσαν συνεργάτες του Κώστα Καραμανλή ή την υιοθέτηση της «σκληρής» και «καθαρόαιμης» Δεξιάς που παραπέμπει στα έργα και τις ημέρες Σαμαρά.
Σε αυτό οδήγησε και η εμπλοκή μέσω διαρροών και των πρώην προέδρων και πρωθυπουργών, Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά οι οποίοι εν πολλοίς αποτελούν και τους κύριους εκφραστές των δύο αυτών τάσεων εντός της ΝΔ.
Μοναδική συγκολλητική ουσία των τεσσάρων υποψηφίων ήταν η κατά μόνας σκληρή αντικυβερνητική ρητορική, η οποία ωστόσο αφενός δεν στάθηκε ικανή να επισκιάσει τα εσωκομματικά «μαχαιρώματα» και αφετέρου αμβλύνθηκε στην πορεία προς τις κάλπες, με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη να εμφανίζεται υπέρ μίας πιο διαλλακτικής αντιπολίτευσης με «σύνεση και υπευθυνότητα», την ώρα που οι τρεις συνυποψήφιοί του προεξοφλούν «σκληρή» γραμμή απέναντι στην κυβέρνηση και αποκλείουν οποιαδήποτε μελλοντική συναίνεση με τον Αλέξη Τσίπρα.
Ασχέτως αποτελέσματος, το μείζον διακύβευμα για την επόμενη μέρα της κάλπης και τον νέο αρχηγό της ΝΔ θα είναι η επούλωση των βαθιών τραυμάτων στο εσωτερικό της παράταξης από μία εκλογική αναμέτρηση που έφτασε σε ορισμένες περιπτώσεις να παραπέμπει σε γαλάζιο εμφύλιο. Ενδεικτικά είναι τα όσα είπε ο στενός συνεργάτης του Κώστα Καραμανλή, Θεόδωρος Ρουσόπουλος, ο οποίος εκτίμησε ότι θα είναι πολύ δύσκολη η συγκατοίκηση των δύο τάσεων την επομένη των εκλογών. Ακόμα πιο ξεκάθαρος εμφανίστηκε πριν από τρεις ημέρες ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος απείλησε με αποχώρηση από το κόμμα στην περίπτωση που υπάρξει μελλοντική συνεργασία με τον Αλέξη Τσίπρα.
Τα σενάρια για απόσυρση υποψηφίων από την κούρσα διαδοχής διαψεύσθηκαν με τους τέσσερις «μονομάχους» να φτάνουν μέχρι τη γραμμή του τερματισμού, επιχειρώντας να αυξήσουν τα ερείσματά τους αφενός στο κομματικό ακροατήριο μέσα από μηχανισμούς και συμμαχίες και αφετέρου στην κοινωνική βάση της παράταξης, η ενεργοποίηση της οποίας αποτελεί και το μεγάλο στοίχημα που εν πολλοίς θα κρίνει και το αποτέλεσμα της κάλπης. Ενδεικτικές του μεγάλου ερωτήματος για τη συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, τα οποία υπήρχαν από την αρχή την προκήρυξη των εκλογών και εντάθηκαν μετά και το φιάσκο των αποτυχημένων εκλογών της 22ας Νοεμβρίου, είναι οι μεγάλες αποκλίσεις στις εκτιμήσεις των επιτελείων των τεσσάρων υποψηφίων, οι οποίες κυμαίνονται από τις 100.000 μέχρι και τις 300.000.
Βαγγέλης Μεϊμαράκης
Από την αρχή της προεκλογικής περιόδου η υποψηφιότητα Μεϊμαράκη συσπείρωσε γύρω της τις παραδοσιακές δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας και τους προσωπικούς κομματικούς μηχανισμούς των περισσότερων «στρατηγών» αλλά και έτερων δελφίνων της γαλάζιας παράταξης που υποχώρησαν και προτίμησαν να συστρατευθούν στο πλευρό ενός υποψηφίου. Ο κ. Μεϊμαράκης τυγχάνει της υποστήριξης της καραμανλικής πτέρυγας, βουλευτών αλλά και στελεχών που εκλέγονται στις μεγάλες περιφέρειες. Η στήριξη μάλιστα του Κώστα Καραμανλή επιβεβαιώθηκε εμφατικά και λίγα εικοσιτετράωρα πριν το νήμα του εσωκομματικής κούρσας από τους στενούς συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού, Θεόδωρο Ρουσόπουλο και Ευάγγελο Αντώναρο, γεγονός που προκάλεσε την σφοδρή αντίδραση των τριών άλλων υποψηφίων.
Με σαφείς αναφορές στην παραδοσιακή κεντροδεξιά σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής μάχης ο κ. Μεϊμαράκης επιχείρησε να προσελκύσει το κοινό της Νέας Δημοκρατίας, προβάλλοντας την «προστασία της παράταξης από τους περαστικούς», την προσήλωσή του στο ιδεολογικό στίγμα και τις καραμανλικές ρίζες της ΝΔ και τέλος το ενωτικό προφίλ του για τη διασφάλιση της συνοχής του κόμματος.
Βασικός πυλώνας της προεκλογικής ρητορικής του ήταν η ανάγκη της ΝΔ για έναν αρχηγό που θα δίνει τις μάχες εντός του Κοινοβουλίου, «πατώντας» πάνω στο ασυμβίβαστο του Απόστολου Τζιτζικώστα μέχρι το 2019 λόγω της προέλευσής του από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αυτό το επιχείρημα επιχείρησε να χαλυβδώσει μέσα από το βασικό όπλο που είχε στη φαρέτρα του που δεν ήταν άλλο από την κοινοβουλευτική παρουσία του ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εξαπολύοντας επιθέσεις στην κυβέρνηση και τον Αλέξη Τσίπρα, υιοθετώντας σε πολλές περιπτώσεις αντιμνημονιακή ρητορική.
Στο αποτύπωμα των δημοσκοπήσεων καταγράφεται να έχει σαφές προβάδισμα στο σκληρό κομματικό ακροατήριο.
Απόστολος Τζιτζικώστας
Σε διαφορετική ρητορική βάσισε όλη την προεκλογική στρατηγική του ο Απόστολος Τζιτζικώστας, ο οποίος κατέστησε σαφή τη δυναμική της υποψηφιότητάς του από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσής της, μέσα από τους διαύλους επικοινωνίας με τον κομματικό μηχανισμό του γραμματέα της ΝΔ, Ανδρέα Παπαμιμίκο, γεγονός που πυροδότησε και την πρώτη μεγάλη εσωκομματική έκρηξη.
Ο Απόστολος Τζιτζικώστας που προβλήθηκε ως το νέο και άφθαρτο πρόσωπο της γαλάζιας παράταξης βάσισε σε μεγάλο βαθμό την προεκλογική του καμπάνια στη «φρεσκάδα» των 37 ετών του και την «αμόλυντη» από την κεντρική πολιτική σκηνή πολιτική του παρουσία. Προέβαλε την ανάγκη ανάκτησης των χαμένων δεσμών της Νέας Δημοκρατίας με την κοινωνία, αποδίδοντας στην κομματική περιχαράκωση της παράταξης την εκλογική συρρίκνωσή της.
Αν και καθυστέρησε να ξεκινήσει σε σχέση με τους συνυποψηφίους του την προεκλογική κούρσα, μένοντας στην αρχή στην αφάνεια και επικοινωνώντας μέσω διαρροών, στη συνέχεια επιχείρησε ένα δυναμικό ντεμαράζ με καθημερινές εμφανίσεις και συνεντεύξεις σε όλα τα Μέσα.
Γύρω του έχει συσπειρώσει σημαντικό αριθμό βουλευτών και στελεχών που προέρχονται από το αποκαλούμενο «σαμαρικό» μπλοκ, με τα στελέχη της ΝΔ από την αντίπερα όχθη να εκφράζουν φόβους για «παράδοση» της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του κόμματος, λόγω του κωλύματός του μέχρι το 2019 επειδή προέρχεται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, είτε στον προερχόμενο από το ΛΑ.Ο.Σ Μάκη Βορίδη είτε ακόμα και στον Αντώνη Σαμαρά, καθώς η παρέμβαση του τελευταίου μία εβδομάδα πριν τις εκλογές εκλήφθηκε από πολλούς ως προαναγγελία επιστροφής.
Σε αντίθεση με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ο Απόστολος Τζιτζικώστας εμφανίζεται να προσελκύει τους περισσότερους από τους υποστηρικτές του σε αυτούς που τον Σεπτέμβριο ψήφισαν Ανεξάρτητους Έλληνες, Χρυσή Αυγή και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δηλώνουν ότι θα προσέλθουν στα «γαλάζια» εκλογικά τμήματα την επόμενη εβδομάδα, καθώς και στα ερείσματά του στη βόρεια Ελλάδα. Στόχος του είναι σύμφωνα με τα τελευταία δημοσκοπικά στοιχεία να οδηγήσει την εκλογή σε δεύτερη Κυριακή, κάτι το οποίο ωστόσο συνεπάγεται ότι το ποσοστό του πρώτου δεν θα πρέπει να προσεγγίζει το 50%.
Κυριάκος Μητσοτάκης
Ως η υποψηφιότητα με τις πιο συγκεκριμένες προτάσεις για την επόμενη μέρα απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα και με αναφορές στο πιο φιλελεύθερο κοινό στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, ο επιχείρησε να εμφανιστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος προσπάθησε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου να συσπειρώσει γύρω του τις παραγωγικές δυνάμεις της παράταξης και της κοινωνίας.
Το μείζον διακύβευμα για τον ίδιο και το οποίο επιχείρησε να υπερκεράσει κατά την προεκλογική περίοδο είναι το επώνυμό του, ώστε να αποδομήσει το επιχείρημα των συνυποψηφίων του για «τζάκια» και «βαρονίες».
Στους τρεις μήνες από την ημέρα της προκήρυξης των εκλογών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε να αποστασιοποιηθεί όσο γινόταν από την εσωκομματική κόντρα, προβάλλοντας το πλεονέκτημα του συγκεκριμένου και πληρέστερου προγράμματος και των θέσεων τις οποίες έχει επεξεργαστεί για τη Νέα Δημοκρατία και τη χώρα, υπενθυμίζοντας σε κάθε ευκαιρία ότι ο κόσμος που θα προσέλθει στις κάλπες δεν ψηφίζει μόνο για τον επόμενο πρόεδρο της ΝΔ αλλά και για τον εν δυνάμει επόμενο πρωθυπουργό.
Στο πλευρό του βρίσκονται οι εκσυγχρονιστικές δυνάμεις της ΝΔ αλλά και δυνάμεις εκτός των στενών κομματικών ορίων. Κεντρικό ρόλο στην προεκλογική μάχη έχει η ισχυρή στήριξη του κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σε αντίθεση με τη διακριτική στήριξη της αδερφής του Ντόρας Μπακογιάννη, η οποία αμφιταλαντεύεται μεταξύ του Κυριάκου και του Βαγγέλη Μεϊμαράκη.
Άδωνις Γεωργιάδης
Από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης της υποψηφιότητάς του, που παραλίγο να κριθεί εκπρόθεσμη, επιχείρησε να εμφανίσει ως προτέρημα τις «καθαρόαιμες» δεξιές καταβολές του, την ώρα που πολλά στελέχη προερχόμενα από την παραδοσιακή κεντροδεξιά την προέβαλαν ως μειονέκτημα, κάνοντας λόγο για αλλοίωση του ιδεολογικού στίγματος της Νέας Δημοκρατίας.
Μετά την αποκάλυψη από συνεργάτες του Κώστα Καραμανλή για διαύλους επικοινωνίας του πρώην πρωθυπουργού με τον Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Γεωργιάδης απείλησε ακόμα και με αποχώρηση από τη Νέα Δημοκρατία σε περίπτωση μελλοντικής συνεργασίας. Με αυτόν τον τρόπο πήρε θέση στο μείζον διακύβευμα για την ιδεολογική ταυτότητα της παράταξης την επομένη των εκλογών. Σε αυτό το σημείο ο Άδωνις Γεωργιάδης ταυτίζεται με τις θέσεις Τζιτζικώστα, οι οποίοι αναφορικά με το διάλογο περί συναίνεσης εκφράζουν το «σαμαρικό» μπλοκ.
Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου επικέντρωσε υιοθετώντας έναν αμιγώς δεξιό πολιτικό λόγο επικέντρωσε τα βέλη του στον Αλέξη Τσίπρα, σε μία προσπάθεια να «γρατζουνίσει» τα δεξιά αντανακλαστικά του μέσου κεντροδεξιού ψηφοφόρου και παρουσιάζοντας εαυτόν ως το αντίπαλο δέος που μπορεί να νικήσει τον πρωθυπουργό και να ανοίξει νέους ορίζοντες για την παράταξη χωρίς τα «βάρη» του παρελθόντος.
Επιπλέον, επιχείρησε να ταυτίσει εαυτόν με την απλή εκλογική βάση της ΝΔ, υπογραμμίζοντας ότι δεν προέρχεται από κάποιο παραδοσιακό τζάκι της ΝΔ.