Οι Έλληνες δεν θα αφήσουν να τεθούν κάτω από χρονική πίεση και δεν θα αφήσουν να αιφνιδιαστούν, αναφέρει ο Ελληνας αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Νίκος Ξυδάκης, σε σημερινή συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Βίνερ Τσάιτουνγκ», επισημαίνοντας ότι οι Έλληνες είναι κατ΄ αρχήν πρόθυμοι να συζητήσουν για τη Συμφωνία Δουβλίνο ΙΙ, για το ρόλο της Frontex, όπως επίσης για πτυχές της Συνθήκης Σένγκεν, αλλά μόνον στη βάση μιας σοβαρής συζήτησης σε όλους τους ευρωπαικούς θεσμούς, και αυτό χωρίς ελιγμούς αιφνιδιασμού, έως και πιέσεων.
Σε σχέση με την προστασία των συνόρων, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών τονίζει ότι η Ελλάδα έχει μια ξεκάθαρη και μόνιμη επίσημη θέση, πως δηλαδή η διασφάλιση των συνόρων ενός κράτους εναπόκειται στο εκάστοτε κράτος, αυτό είναι ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας και όλα όσα το τροποποιούν χρήζουν μιας εντατικής διερεύνησης, κάτι που δεν έχει συμβεί μέχρι στιγμής.
Ο ίδιος, σχολιάζοντας το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός νέου σώματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία των συνόρων – που θα αναλάβει τη διασφάλιση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα – επισημαίνει ότι τόσο εξαιρετικά σοβαρά και περίπλοκα ζητήματα με ιστορική σημασία, τα οποία άπτονται της σχέσης ανάμεσα στην ΕΕ και τις χώρες – μέλη της και ως εκ τούτου της εθνικής κυριαρχίας, πρέπει να εξετάζονται με την απαιτούμενη επιμέλεια σε όλα τα ευρωπαϊκά όργανα, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, στο θέμα της κοινής ασφάλειας των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ απαιτείται μία εμπεριστατωμένη και εντατική προετοιμασία και συζήτηση, προτού μπορέσουν να ληφθούν οι ανάλογες αποφάσεις, τόσο πολιτικά, όσο νομικά και πρακτικά.
Κατά την άποψή του, αυτό δεν μπορεί να γίνει βεβιασμένα, μέσα σε μερικές ημέρες, καθώς το ζήτημα αυτό στο εύρος και τη σημασία του έχει το ίδιο βάρος όπως ήταν η αποστολή των εθνικών νομισμάτων σε όφελος του κοινού νομίσματος, του ευρώ, του οποίου η προετοιμασία διάρκεσε πολλά χρόνια.
Στη συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα ο κ. Ξυδάκης, επισημαίνοντας ότι εφέτος έφθασαν στην Ελλάδα πάνω από 700.000 πρόσφυγες και μετανάστες και πως στη Λέσβο φθάνουν μέσα σε μία ημέρα 7.000 πρόσφυγες, όσοι δηλαδή στο παρελθόν μέσα σε ένα ολόκληρο χρόνο, απορρίπτει την κριτική που γίνεται στην κυβέρνηση ότι ακολουθεί μία «πολιτική των ανοικτών συνόρων».
«Το μόνο μήνυμα, αμέσως μετά από την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησής μας ήταν ότι είμαστε μία αριστερή κυβέρνηση, η οποία θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, πως δεν θα κρατήσουμε κανέναν άνθρωπο κλεισμένο σε καταυλισμό πέρα από ένα χρονικό διάστημα – όπως έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις – και για το λόγο αυτό κλείσαμε άμεσα το κέντρο στην Αμυγδαλέζα, βόρεια της Αθήνας», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος, σε σχέση με το αίτημα της Ελλάδας για την FRONTEX στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας παρατηρεί ότι αυτό προβλέπει και το σχέδιο 17 σημείων του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ που αφορά τη διαδρομή των Βαλκανίων και η Ελλάδα έχει ζητήσει τη βοήθεια της Frontex κατά την καταγραφή, που εννοείται ότι θα γίνεται κάτω από τις ελληνικές διαταγές.
Μονάδες της FRONTEX δεν έχουν φθάσει ακόμη , όπως επίσης δεν έχουν έλθει και οι αποκαλούμενες μονάδες RABIT, η αποστολή των οποίων είχε επίσης ζητηθεί, κάτι που προφανώς οφείλεται σε έλλειψη ανάλογου δυναμικού, ωστόσο η Ελλάδα δεν φέρει γι αυτό απολύτως καμία ευθύνη, προσθέτει.
Απαντώντας στο ερώτημα εάν αισθάνεται απογοητευμένος για την Ενωμένη Ευρώπη, σημειώνει πως για αυτό έχει τους λόγους του και θέλει να αποκαλύψει ότι στις τελευταίες Συνόδους Κορυφής της ΕΕ υπήρξαν αρχηγοί κυβερνήσεων επί μέρους ευρωπαϊκών χωρών οι οποίοι αμφισβήτησαν χωρίς περιστροφές τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες και ως εκ τούτου αυτόματα την κοινοτική Συνθήκη της Λισαβόνας, ζητώντας πρακτικά τη χρήση βίας κατά την απώθηση προσφύγων στη θάλασσα.
«Αυτό είναι απολύτως απαράδεκτο», διαμηνύει ο Έλληνας αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, καταλήγοντας στη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Βίνερ Τσάιτουνγκ».