Στα χαρακτηριστικά του σχεδίου του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρθηκε σε τοποθέτησή του στην Πανελλαδική Σύσκεψη του κόμματος, ο Αριστείδης Μπαλτάς, μέλος της Επιτροπής Προγράμματος.
Το πρώτο μέρος του, περίπου 70 σελίδων, σχεδίου, αποτελεί ουσιαστικά αποτίμηση της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και το δεύτερο και συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αναφέρεται στους άξονες του κυβερνητικού προγράμματος του κόμματος υπό τις νέες συνθήκες.
Ο κ. Μπαλτάς σημείωσε ότι το άρρητο διακύβευμα των εκλογών είναι το εξής: «είμαστε ή δεν είμαστε όμοιοι με όλους τους άλλους», για να τονίσει πως το στίγμα που πρέπει να δώσει το κόμμα σε αυτές τις εκλογές είναι ότι «πάμε μόνοι να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ίδιοι με τους άλλους, ότι παραμένουμε ριζοσπαστική αριστερά, ότι παραμένουμε αριστερά του 21ου αιώνα». Επισήμανε ότι για να εδραιωθεί αυτή η πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παρέκκλινε από τον στόχο του, πρέπει να επισημανθεί η πορεία της επτάμηνης πορείας. Ανέφερε ότι η κυβέρνηση μπήκε στη διαπραγμάτευση με τους όρους και τα προτάγματά που είχε θέσει ο ΣΥΡΙΖΑ και έχοντας παράλληλα να αντιπαλέψει την αντίληψη ότι πρόκειται για σύντομη παρένθεση. Αναφέρθηκε στις μεγάλες πιέσεις στις συνεδριάσεις των Brussels Group, στην πρόταση που κατέθεσε η ελληνική πλευρά και το τελεσίγραφο με το οποίο απάντησαν οι εταίροι, το οποίο οδήγησε στο δημοψήφισμα.
Ο κ. Μπαλτάς στάθηκε ιδιαίτερα στη σημασία του δημοψηφίσματος και της προοπτικής που ανοίγει ως παρακαταθήκη. Είπε ότι το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν ήταν «ευρώ ή δραχμή» αλλά για ισχυρότερη διαπραγματευτική δύναμη και πως αυτό το στοιχείο είναι που στήριξαν όσοι σύσσωμοι στήριξαν το «Όχι». Επισήμανε συνεπώς ότι η ιστορική νίκη ανήκει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Υποστήριξε ότι η διαπραγμάτευση μετά από το δημοψήφισμα έδειξε ότι υπήρχε εν εξελίξει το περίφημο σχέδιο Σόιμπλε ως σχέδιο ηγεμόνευσης της Ευρώπης συνολικά και πως με το δημοψήφισμα έγινε ρήγμα στην Ευρώπη. Η συζήτηση στην Ευρώπη και το τοπίο είναι τελείως διαφορετικό χάρη στον λαό και τον ΣΥΡΙΖΑ, τόνισε, για να σημειώσει ότι δεν πρέπει να το ξεχνά κανείς αυτό, γιατί όπως έδειξε η διαπραγμάτευση, δεν υπάρχει χώρος εκτός Ευρώπης, δεν υπάρχει χώρος για δραχμή εκτός αν σκεφτεί κανείς ότι θα γίνουμε μια δραχμική αποικία χωρίς κανενός είδους δυνατότητες με τον έξω κόσμο. «Ενδιάμεση θέση δεν υπάρχει», τόνισε.
Ο κ. Μπαλτάς υπογράμμισε πως το γεγονός ότι δεν έπεσε η κυβέρνηση της αριστεράς, ότι μπορεί να διεκδικήσει ξανά την αυτοδυναμία για την κυβέρνηση της αριστεράς «δείχνει ότι η κυβέρνηση παρά τα προβλήματα είναι το οχυρό που μπορεί να αναστρέψει κάποιες από τις βασικές αρνητικές συνέπειες του μνημονίου και να προχωρήσει παράλληλα σε ένα άλλο πρόγραμμα».
Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του προγράμματος, είπε ότι προκύπτουν από το πώς προχωράμε στη βάση της εμπειρίας και της αποτίμησης της κυβερνητικής πορείας του ΣΥΡΙΖΑ. Επισήμανε ότι έχει υπογραφεί ένα μνημόνιο που όμως δεν περιλαμβάνει το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής και πολύ περισσότερο δεν περιλαμβάνει το σύνολο της κοινωνικής κίνησης. Αυτό σημαίνει, είπε ότι εκτός μνημονίου υπάρχει πολύ μεγάλο πεδίο θεσμικών παρεμβάσεων, ανάπτυξης κινημάτων που θα αναδεικνύουν κοινωνικά υποκείμενα και άρα υπάρχει πάρα πολλή δουλειά να γίνει σε αυτούς όλους τους τομείς και από την κυβέρνηση και από το κόμμα.
Σχετικά με τη συμφωνία με τους εταίρους επισήμανε ότι είναι τριετούς διάρκειας, με λυμένο το ενδιάμεσο πρόβλημα χρηματοδότησης όσον αφορά στο χρέος και απολύτως ρητή δέσμευση που απαιτεί τη συζήτηση για την απομείωση του χρέους, καθώς επίσης και ένα χρηματοδοτικό πακέτο που μπορεί να συμβάλει στη διαδικασία της ανάπτυξης. Επισήμανε επιπλέον ότι το ίδιο το μνημόνιο έχει μέτρα που είναι απολύτως επώδυνα, αλλά ταυτόχρονα έχει και ελαστικότητες που δεν χαρακτηρίζουν τα προηγούμενα μνημόνια, δηλαδή δυνατότητες εξεύρεσης ισοδυνάμων που είναι θέμα δυναμικής του κινήματος και της κυβέρνησης ποιες από αυτές να αξιοποιηθούν. Αφήνει, συνέχισε, τελείως ανοικτό το περιθώριο για πρωτοβουλίες για κοινωνική οικονομία, οικονομία των αναγκών, ανάπτυξη της αλληλεγγύης με την έννοια της συμβολής της οικονομίας, πρωτοβουλίες που μπορούν να συνδεθούν με θεσμούς όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση, το σχολείο, το ιατρείο και τα νοσοκομεία και τη σχέση τους με τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.