Τη σημασία του δημοψηφίσματος για το μέλλον της Ελλάδας επιχειρεί να εξηγήσει σε άρθρο του στην Καθημερινή, ο πρώην πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος.
Αναλυτικά το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού:
«Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου έχει καθοριστική σημασία για το μέλλον της Ελλάδος.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα έχει καταλυτικές συνέπειες στην ελληνική οικονομία και κοινωνία – θετικές ή αρνητικές: μπορεί να διαμορφώσει ευνοϊκότερες συνθήκες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πρωτοφανούς κρίσης που βιώνει η χώρα, αλλά μπορεί να δρομολογήσει δυσμενείς, ραγδαίες και πιθανόν μη αναστρέψιμες εξελίξεις.
Ο ελληνικός λαός καλείται να εκφράσει τη βούλησή του για ένα θέμα που εκ των πραγμάτων είναι ασαφές, ενώ η αξιολόγηση των συνεπειών της απόφασής του δεν είναι εύκολη. Γι’ αυτό, συναίσθημα και λογική θα επηρεάσουν τις αποφάσεις μας. Στην κρίσιμη αυτή επιλογή, εύχομαι να πρυτανεύσει η λογική.
Τυπικά, ο ελληνικός λαός καλείται να αποφασίσει εάν εγκρίνει ή δεν εγκρίνει την αποδοχή από την ελληνική κυβέρνηση του σχεδίου συμφωνίας που κατέθεσαν οι τρεις θεσμοί (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) στις 25 Ιουνίου 2015, το οποίο αποτελείται από δύο έγγραφα συνολικά 34 σελίδων. Το σχέδιο συμφωνίας περιλαμβάνει προτάσεις των θεσμών για τις μεταρρυθμίσεις και τα δημοσιονομικά μέτρα που προκρίνονται προκειμένου να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του δεύτερου οικονομικού προγράμματος της Ελλάδος και να εκταμιευθούν τα διαθέσιμα κεφάλαια της αντίστοιχης δανειακής σύμβασης.
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών έχουν καταστήσει το συγκεκριμένο ερώτημα του δημοψηφίσματος παρωχημένο. Το σχέδιο συμφωνίας της 25.6.2015 δεν ισχύει πλέον, και επομένως δεν αποτελεί βάση διαπραγμάτευσης, μετά την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup να μην εγκρίνει την παράταση του δεύτερου προγράμματος και της δανειακής σύμβασης πέραν της 30ης Ιουνίου. Επιπλέον, τις προηγούμενες ημέρες, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσαν νέες προτάσεις που θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο μέλλον μετά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Η διαπραγμάτευση αυτή θα αποσκοπεί στην επίτευξη συμφωνίας για ένα νέο, τρίτο οικονομικό πρόγραμμα και για μια νέα και μεγαλύτερη χρηματοδοτική στήριξη της Ελλάδος από τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η τελευταία πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης, που κατατέθηκε την 1η Ιουλίου, αποδέχεται και περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο των μεταρρυθμίσεων και μέτρων του σχεδίου συμφωνίας των τριών θεσμών, με ορισμένες τροποποιήσεις και προσθήκες, οι οποίες αφορούν ένα μικρό τμήμα του συνολικού πακέτου μέτρων. Μία σημαντική προσθήκη σχετίζεται με την ανάγκη αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, την οποία και υποστηρίζω. Συνεπώς, ο ελληνικός λαός καλείται να μην εγκρίνει την αποδοχή των προτάσεων των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ, τις οποίες όμως κατά το πλείστον η κυβέρνηση έχει συμπεριλάβει στη δική της πρόταση.
Κύρια επιδίωξη της κυβερνητικής επιλογής όσον αφορά το δημοψήφισμα είναι να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης για την επίτευξη μιας συμφωνίας για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας κατά τα επόμενα δύο χρόνια. Οι δυσκολίες που θα αντιμετωπισθούν αντανακλούν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι δεν επετεύχθη συμφωνία κατά τους προηγούμενους τέσσερις μήνες διαπραγμάτευσης για την παροχή μικρότερης χρηματοδοτικής στήριξης, καθώς και την κοινή και συμπαγή, έως τώρα, θέση όλων των Ευρωπαίων εταίρων και θεσμών σε ορισμένα ανοικτά και επίμαχα θέματα.
Οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, ουσιαστικά, το πραγματικό διακύβευμα του δημοψηφίσματος αφορά την ισότιμη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την παραμονή της στην ευρωζώνη. Το αληθινό και κρίσιμο ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο ελληνικός λαός είναι:
επιλέγουμε να επιτύχουμε την οικονομική ανάπτυξη, να διασφαλίσουμε τη νομισματική σταθερότητα, να ενισχύσουμε την κοινωνική συνοχή και να διατηρήσουμε την εθνική ασφάλεια, συμπορευόμενοι και συνεργαζόμενοι με τους άλλους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στηριζόμενοι στα οφέλη που απορρέουν από ένα ισχυρό νόμισμα, το ευρώ;
ή
επιλέγουμε την άγονη αντιπαράθεση με τους λαούς και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τελικά μπορεί να μας ωθήσει να ακολουθήσουμε μια διαφορετική πορεία, ως μοναχικοί καβαλάρηδες, και που πιθανότατα θα οδηγήσει σε νομισματική αστάθεια, οικονομική δυσπραγία και γεωπολιτική απομόνωση, και σε όσα αυτά συνεπάγονται για την ευημερία της κοινωνίας και την ασφάλεια του έθνους;
Πρέπει να συλλογιστούμε με μεγάλη προσοχή το πραγματικό νόημα του δημοψηφίσματος και τις πιθανές συνέπειες του αποτελέσματός του. Και πρέπει να αποφασίσουμε με σύνεση και νηφαλιότητα ποιόν δρόμο θέλουμε να ακολουθήσουμε.
Είμαι πεπεισμένος ότι το ΝΑΙ στην Ευρώπη και το ΝΑΙ στο ευρώ είναι η σωστή επιλογή που υπηρετεί ασφαλέστερα το εθνικό συμφέρον και θα εξασφαλίσει ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για ανάπτυξη, σταθερότητα, ασφάλεια και κοινωνική ευημερία.
Πολλοί συμπολίτες μας έχουν διαφορετική άποψη. Η θέση τους αυτή είναι σεβαστή και κατανοητή γιατί, σε σημαντικό βαθμό, συναρτάται με τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων και το απαράδεκτα υψηλό ποσοστό ανεργίας κατά την περίοδο της κρίσης και αντανακλά την αντίληψη ότι η πολιτική που ασκήθηκε τα προηγούμενα χρόνια πλήγωσε την αξιοπρέπεια και περιόρισε την εθνική ανεξαρτησία. Κοινός σκοπός όλων των Eλλήνων είναι να αποκατασταθεί προοδευτικά η απώλεια των εισοδημάτων και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η μάστιγα της ανεργίας. Βλέποντας μπροστά, όσοι προκρίνουν το ΟΧΙ, ας σκεφτούν εάν η επιλογή αυτή θα οδηγήσει πράγματι στην υπέρβαση της κρίσης, θα ενισχύσει την ανάπτυξη, θα συντελέσει στη μείωση της ανεργίας και εάν, γενικότερα, θα εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα, ιδίως για τους νέους και τις επόμενες γενιές. Επειδή εκτιμώ ότι η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητική, προτείνω ανεπιφύλακτα το ΝΑΙ.»