Για περισσότερες από δύο ώρες, οι Φάμελλος, Πολάκης, Γκλέτσος και Φαραντούρης επιχειρούσαν να αναδείξουν τα αδύνατα σημεία των αντιπάλων τους, παρά να παρουσιάσουν ένα συνεκτικό όραμα για την επόμενη μέρα.
Το ντιμπέιτ των τεσσάρων υποψηφίων για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία στο στούντιο της δημόσιας τηλεόρασης αποτέλεσε όχι μόνο μια καλή ευκαιρία να ενημερωθούν οι ψηφοφόροι του κόμματος για τις θέσεις όσων διεκδικούν την ηγεσία, αλλά και για να αναδειχθούν οι εσωκομματικές εντάσεις, οι προσωπικές αντιπαραθέσεις και η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης (σ.σ. για λίγα εικοσιτετράωρα θα έχει ακόμη αυτόν τον τίτλο, καθώς αναμένεται να τον χάσει σύντομα) να εστιάσει στο μέλλον. Για περισσότερες από δύο ώρες, οι Απόστολος Γκλέτσος, Παύλος Πολάκης, Σωκράτης Φάμελλος και Νικόλας Φαραντούρης διασταύρωσαν τα ξίφη τους, περισσότερο για να αναδείξουν τα αδύνατα σημεία των αντιπάλων τους, παρά για να παρουσιάσουν ένα συνεκτικό όραμα για την επόμενη μέρα.
Πεδίο σύγκρουσης και όχι πολιτικής ανάλυσης αποτέλεσε για παράδειγμα η πρώτη θεματική ενότητα, που ήταν αφιερωμένη στην οικονομία. Ο Παύλος Πολάκης επέμεινε στην ανάγκη ενός «ριζοσπαστικού» προγράμματος, ενώ ο Σωκράτης Φάμελλος υπογράμμισε την ανάγκη αξιοπιστίας και ενότητας του λόγου. Ο Απόστολος Γκλέτσος αναφέρθηκε στην εμπειρία του από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, θέτοντας στο επίκεντρο την πρακτική διάσταση της πολιτικής, ενώ ο Νικόλας Φαραντούρης από την πλευρά του προέβαλε την ευρωπαϊκή του οπτική. Ωστόσο, η τηλεμαχία χαρακτηρίστηκε από συνεχείς διακοπές, έντονες χειρονομίες και παραβιάσεις του συμφωνηθέντος χρόνου, υποβαθμίζοντας τη συζήτηση σε μια μάχη εντυπώσεων. Η απουσία ουσιαστικής πολιτικής ανάλυσης ήταν εμφανής, με τους υποψήφιους να αδυνατούν να παρουσιάσουν ξεκάθαρα τις θέσεις τους για το μέλλον του κόμματος και της χώρας.
Η «παρουσία» του Στέφανου Κασσελάκη
Αν και ο πρώην πρόεδρος του κόμματος, Στέφανος Κασσελάκης, δεν συμμετείχε στη συζήτηση, η παρουσία του ήταν αισθητή σε αρκετά σημεία. Ο Παύλος Πολάκης επιτέθηκε σφοδρά στον αποπεμφθέντα πολιτικό, κατηγορώντας τον για ανακρίβειες σχετικά με την περιουσιακή του κατάσταση και τη στάση του σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η τραγωδία στο Μάτι. Υποστήριξε, δε, ότι είχε παραπλανήσει το κόμμα, δηλώνοντας: «Φαντάζεστε έναν ηγέτη κόμματος Αριστεράς, CEO σε φορολογικό παράδεισο στα Μάρσαλ; Αν το ξέραμε, ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει πρόεδρος».
Παράλληλα, ο Γκλέτσος υπεραμύνθηκε της ανάγκης για συνεδριακές διαδικασίες, ενώ ο Φάμελλος υποστήριξε πως η εποχή Κασσελάκη άφησε βαθιά πληγές στο κόμμα. Αντίθετα, ο Νικόλας Φαραντούρης απέφυγε την απευθείας κριτική, επιλέγοντας να εστιάσει σε θεσμικές αλλαγές, όπως η πρότασή του για θέσπιση δύο θέσεων αντιπροέδρων.
Ευθύνες και αυτοκριτική
Η τηλεμαχία πάντως έδωσε την ευκαιρία στους υποψήφιους να προβούν και σε μια μορφή αυτοκριτικής. Ο Παύλος Πολάκης παραδέχτηκε ότι πίστεψε στον Κασσελάκη και υποστήριξε την υποψηφιότητά του, ενώ ο Σωκράτης Φάμελλος τόνισε ότι είχε εκφράσει τις πολιτικές του διαφωνίες στα συλλογικά όργανα. Αντίθετα, ο Νικόλας Φαραντούρης απέφυγε οποιαδήποτε σύνδεση με τις ευθύνες της προηγούμενης ηγεσίας, προτιμώντας να εστιάσει στην ανάγκη για έναν ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Η ένταση κλιμακώθηκε όταν ο Φάμελλος κατηγόρησε ευθέως τον Πολάκη για τα λάθη του, με τον τελευταίο να υποστηρίζει ότι η συνεισφορά του υπήρξε μεγαλύτερη από οποιαδήποτε αδυναμία. Παράλληλα, ο Γκλέτσος αναφέρθηκε στην ανάγκη για εσωτερική διαφάνεια, απορρίπτοντας κάθε υπόνοια συναίνεσης με την κυβέρνηση Μητσοτάκη σε ζητήματα όπως ο κρατικός προϋπολογισμός.
Αναπάντητα ερωτήματα
Παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις, το debate άφησε πολλά ερωτήματα αναπάντητα. Καμία ξεκάθαρη θέση δεν εκφράστηκε για μελλοντικές συνεργασίες με όμορους πολιτικούς χώρους, όπως το ΠΑΣΟΚ ή άλλα κόμματα της Αριστεράς. Η συζήτηση περιορίστηκε στην κριτική του παρελθόντος, χωρίς να αναδειχθούν προτάσεις για το μέλλον.
Η πρόταση του Φαραντούρη για ένα Καταστατικό Συνέδριο που θα καθορίσει τη μελλοντική πορεία του κόμματος στην Ευρώπη απορρίφθηκε από τον Φάμελλο, ο οποίος προτίμησε να ενισχύσει τον ρόλο των συλλογικών οργάνων. Η συζήτηση για την επαναφορά του κύρους του κόμματος στην ελληνική και ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή έμεινε μετέωρη, όπως και η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου λειτουργίας που θα επαναφέρει την ενότητα και τη δυναμική.