Η Ελλάδα έχει επιχειρήσει επανειλημμένα να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Τουρκία μέσω ειρηνικών πρωτοβουλιών, με στόχο την προάσπιση των εθνικών της συμφερόντων στο Αιγαίο. Δύο από τις πιο σημαντικές απόπειρες πραγματοποιήθηκαν υπό την ηγεσία του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Κώστα Σημίτη. Και οι δύο προσπάθειες είχαν ως κοινό στόχο την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, αλλά τελικά καμία δεν οδήγησε εντέλει σε ουσιαστική πρόοδο, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.
Η προσπάθεια Καραμανλή – Ντεμιρέλ για την προσφυγή στη Χάγη
Η πρώτη απόπειρα ειρηνικής επίλυσης των διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μετά την ένταση που προκλήθηκε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και την κρίση με το ερευνητικό σκάφος Χόρα το 1976, οι δύο πλευρές επιδίωξαν την αποκλιμάκωση μέσω της διπλωματίας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας τότε, είχε έρθει σε επαφές με τον τούρκο ομόλογό του, Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, σε μια προσπάθεια να βρουν λύση στα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί γύρω από το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Οι δύο ηγέτες κατέληξαν σε συμφωνία να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση των θεμάτων.
Ωστόσο, παρά τη φαινομενική πρόοδο, η Τουρκία αργότερα υπαναχώρησε από τη συμφωνία αυτή. Το θέμα της υφαλοκρηπίδας παρέμεινε εκκρεμές, ενώ οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών συνέχισαν να χαρακτηρίζονται από εντάσεις, ιδιαίτερα στα ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Η Στρατηγική του Ελσίνκι: Μια ακόμη χαμένη ευκαιρία
Μια δεύτερη σημαντική προσπάθεια έγινε το 1999, με τη λεγόμενη Στρατηγική του Ελσίνκι. Η στρατηγική αυτή αποτέλεσε μέρος μιας ευρύτερης διπλωματικής προσπάθειας του τότε πρωθυπουργού, Κώστα Σημίτη, να θέσει τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο και να προωθήσει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας υπό συγκεκριμένους όρους.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα συμφώνησε να υποστηρίξει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αντάλλαγμα τη δέσμευση της Τουρκίας να επιλύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα ειρηνικά, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μέχρι το 2004, εάν δεν βρισκόταν διμερής λύση.
Η Στρατηγική του Ελσίνκι (σ.σ. ονομάστηκε έτσι επειδή η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με την οποία η χώρα μας έδινε το «πράσινο φως» για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε. υπό προϋποθέσεις, πάρθηκε κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999) έθεσε το πλαίσιο για μια ειρηνική διευθέτηση, αλλά τελικά δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αν και η Ελλάδα έδωσε τη συγκατάθεσή της για την ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος, η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν μειώθηκε ουσιαστικά. Σημαντικά ζητήματα, όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα και τα ζητήματα εναέριου χώρου παρέμειναν άλυτα, και η Τουρκία συνέχισε να ακολουθεί μια διεκδικητική πολιτική στο Αιγαίο.
Τα σημερινά δεδομένα
Παράλληλα με τις διπλωματικές προσπάθειες επίλυσης των διαφορών, η Ελλάδα έχει προβεί σε σημαντικά βήματα για την ενίσχυση της στρατιωτικής της ισχύος, ειδικά στον τομέα της πολεμικής αεροπορίας.
Μέχρι τα μέσα του 2025, η Ελλάδα θα διαθέτει 24 μαχητικά Rafale F3R, τα οποία είναι εξοπλισμένα με αισθητήρες και συστήματα που τα κατατάσσουν μεταξύ της 4ης και 5ης γενιάς αεροσκαφών, ενώ φιλοδοξεί να τα κάνει 30, προκειμένου να σχηματίσει δύο μοίρες αποτρεπτικής ισχύος για όποιον επιβουλεύεται την εθνική μας κυριαρχία.
Η προσθήκη βλημάτων αέρος – αέρος Meteor στα συγκεκριμένα γαλλικά μαχητικά προσφέρει στη χώρα τη δυνατότητα «άρνησης περιοχής», ενώ τα Rafale μπορούν να φέρουν πυραύλους μακρού πλήγματος Scalp EG, ενισχύοντας τη στρατηγική ισχύ της Πολεμικής Αεροπορίας.
Αντίστοιχα, η Τουρκία βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την απόκτηση μαχητικών Eurofighter Typhoon ως απάντηση στις ελληνικές ενισχύσεις, σε μια προσπάθεια να εξισορροπήσει την αεροπορική δύναμη στο Αιγαίο. Ωστόσο, η αγορά αυτή συνοδεύεται από αβεβαιότητες, λόγω των περιορισμών στην αλυσίδα παραγωγής και του υψηλού κόστους υποστήριξης, ενώ παραμένει αβέβαιη η απόκτηση του πυραύλου Meteor.
Εν κατακλείδι, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω διπλωματικών μέσων και διεθνών οργανισμών, οι εντάσεις παραμένουν υψηλές. Η Ελλάδα, μέσα από τις στρατηγικές κινήσεις της, όπως η Στρατηγική του Ελσίνκι, έχει προσπαθήσει να προωθήσει την ειρηνική επίλυση των διαφορών, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τη στρατιωτική της ετοιμότητα. Ωστόσο, η πολυπλοκότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και οι συνεχείς γεωπολιτικές προκλήσεις δείχνουν ότι η πορεία προς μια ειρηνική και διαρκή λύση παραμένει δύσκολη.
Το εάν υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για μια ειρηνική επίλυση των διαφορών θα φανεί μεταξύ άλλων και κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψης του τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, στην Αθήνα την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου.
Όπως έχει δηλώσει ο έλληνας ομόλογός του, Γιώργος Γεραπετρίτης, θα αξιολογηθεί εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε με την Τουρκία σε ουσιαστική συζήτηση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.