Η πιθανή αγορά των μαχητικών Eurofighter Typhoon από την Τουρκία δεν φαίνεται να προκαλεί έντονη ανησυχία στην Ελλάδα, καθώς η Πολεμική Αεροπορία μας συνεχίζει να ενισχύει σημαντικά το οπλοστάσιό της με σύγχρονα αεροσκάφη και προηγμένα συστήματα. Η χώρα μας διατηρεί το στρατηγικό πλεονέκτημα στον τομέα της αεροπορικής ισχύος, και αυτό αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω με την απόκτηση νέων μαχητικών, όπως τα γαλλικά Rafale F3R, τα F-16 Viper και τα πέμπτης γενιάς αμερικανικά μαχητικά F-35.
Συγκεκριμένα, έως τα μέσα του 2025, η Πολεμική Αεροπορία θα έχει παραλάβει συνολικά 24 μαχητικά Rafale F3R, τα οποία διαθέτουν έναν εξαιρετικά προηγμένο συνδυασμό αισθητήρων και συστημάτων που τα καθιστούν ικανά να λειτουργούν σε ρόλους μεταξύ της 4ης και 5ης γενιάς αεροσκαφών.
Επιβάλλουμε «άρνηση περιοχής»
Αυτά τα μαχητικά, εξοπλισμένα με πυραύλους αέρος-αέρος μέσου βεληνεκούς Meteor, δίνουν στην Ελλάδα τη δυνατότητα επιβολής «άρνησης περιοχής», κάτι που αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα σε ενδεχόμενες αερομαχίες στο Αιγαίο. Η «άρνηση περιοχής» (Area Denial) είναι μια στρατιωτική τακτική και στρατηγική που αποσκοπεί στο να εμποδίσει τον αντίπαλο να εισέλθει ή να επιχειρήσει σε μια συγκεκριμένη περιοχή, μέσω της χρήσης όπλων και συστημάτων που περιορίζουν την ελεύθερη δράση του. Στην αεροπορία, αυτή η τακτική συνδέεται με την απόκτηση ή διατήρηση εναέριας υπεροχής μέσω προηγμένων μαχητικών αεροσκαφών και συστημάτων πυραύλων. Στην περίπτωση των Rafale, ο όρος «άρνηση περιοχής» συνδέεται με τη χρήση των πυραύλων αέρος-αέρος Meteor. Οι Meteor είναι βλήματα μέσου βεληνεκούς που έχουν πολύ μεγάλη ακτίνα δράσης και μπορούν να καταρρίψουν εχθρικά αεροσκάφη προτού αυτά πλησιάσουν αρκετά για να εμπλακούν σε μάχη. Αυτό δημιουργεί μια ζώνη όπου τα εχθρικά αεροσκάφη δεν μπορούν να επιχειρήσουν με ασφάλεια, επιτυγχάνοντας έτσι την άρνηση περιοχής. Με άλλα λόγια, η Πολεμική Αεροπορία μπορεί, χάρη σε τέτοιους πυραύλους και τις δυνατότητες των αεροσκαφών της, να αποτρέψει τον αντίπαλο από το να επιχειρήσει σε συγκεκριμένες περιοχές του εναέριου χώρου, αφού ο αντίπαλος μπορεί να χτυπηθεί από απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων.
Επιπλέον, τα Rafale μπορούν να φέρουν τους πυραύλους μακρού πλήγματος Scalp EG, ένα στρατηγικό όπλο που είχε ήδη προμηθευτεί η Ελλάδα για τα γαλλικά Mirage. Αυτό δίνει στη χώρα τη δυνατότητα να πραγματοποιεί ακριβή χτυπήματα σε μεγάλες αποστάσεις, ενισχύοντας την αποτρεπτική της δύναμη.
Θυμίζουμε ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός του ελληνικού αεροπορικού επιτελείου προβλέπει περαιτέρω ενίσχυση του στόλου των Rafale, με την απόκτηση τουλάχιστον έξι επιπλέον αεροσκαφών, προκειμένου να δημιουργηθούν δύο πλήρεις πολεμικές μοίρες στην αεροπορική βάση της Τανάγρας. Αυτή η κίνηση θα εξασφαλίσει την απόλυτη κυριαρχία της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στην περιοχή, παρέχοντας ευελιξία και δυνατότητα ταυτόχρονης διεξαγωγής επιχειρήσεων σε πολλαπλά μέτωπα.
Τι επιδιώκει τώρα η Άγκυρα
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία, επιχειρώντας να ισορροπήσει την ελληνική αεροπορική υπεροχή, στρέφεται στο ευρωπαϊκό μαχητικό Eurofighter Typhoon. Αυτό το μαχητικό, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην αλυσίδα παραγωγής και το υψηλό κόστος υποστήριξής του, εξακολουθεί να εξοπλίζει πολλές χώρες παγκοσμίως, αποτελώντας μια ικανή πλατφόρμα για σύγχρονες αεροπορικές επιχειρήσεις. Η Τουρκία επιδιώκει να αποκτήσει αρχικά 24 Eurofighter και στη συνέχεια να αυξήσει τον αριθμό τους στα 40, εφόσον λάβει την έγκριση του Βερολίνου. Η ενσωμάτωση αυτών των αεροσκαφών θα μπορούσε να προσφέρει στην Άγκυρα μια σημαντική ενίσχυση των δυνατοτήτων της, συμβάλλοντας στην προσπάθειά της να εξισορροπήσει το αεροπορικό ισοζύγιο με την Ελλάδα.
Τα Eurofighter μπορούν επίσης να εξοπλιστούν με τους ίδιους πυραύλους Meteor που φέρουν τα ελληνικά Rafale, αν και η αποδέσμευση αυτού του οπλικού συστήματος από τους Ευρωπαίους προς την Τουρκία δεν θεωρείται δεδομένη, λόγω των πολιτικών σχέσεων του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν με τους δυτικούς συμμάχους. Σε περίπτωση που δεν επιτραπεί η χρήση του πυραύλου Meteor, η Τουρκία αναμένεται να στραφεί ξανά στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία της για την ανάπτυξη ή απόκτηση εναλλακτικών λύσεων.
Παρά τις τουρκικές προσπάθειες, η Ελλάδα έχει ισχυρές βάσεις για να διατηρήσει το ποιοτικό προβάδισμα. Πέρα από τα τεχνολογικά προηγμένα μαχητικά που θα διαθέτει, η ελληνική Πολεμική Αεροπορία έχει και το ανθρώπινο δυναμικό ως ένα από τα σημαντικότερα ατού της. Οι Έλληνες πιλότοι, με την εμπειρία και την εκπαίδευσή τους, έχουν καθιερωθεί ως κορυφαίοι στο ΝΑΤΟ, κάτι που αποτελεί κρίσιμο πλεονέκτημα σε κάθε ενδεχόμενη αναμέτρηση στο Αιγαίο.
Συνολικά, η Ελλάδα, με τα προηγμένα αεροσκάφη και τους ικανούς χειριστές της, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι της Τουρκίας, ενώ η ενίσχυση του στόλου με νέα αεροσκάφη, όπως τα Rafale και τα F-35, διασφαλίζει την αεροπορική της υπεροχή για το άμεσο μέλλον.