Για τις 31 Οκτωβρίου διακόπηκε η δίκη των 11 εκλεγμένων βουλευτών των «Σπαρτιατών», του (ήδη έγκλειστου για άλλες υποθέσεις) Ηλία Κασιδιάρη και του δικηγόρου, Σ. Μεταξά στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων, λόγω ειδικής δωσιδικίας, για το ζήτημα που αφορά την εξαπάτηση εκλογέων και ειδικότερα το εάν η είσοδος του κόμματος στη Βουλή επιτεύχθηκε μέσω παρασκηνιακών και παράνομων ενεργειών.

Το δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα αναβολής που υποβλήθηκαν από κατηγορούμενους βουλευτές και δικηγόρους, αποφασίζοντας ότι τα ζητήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με διακοπή της διαδικασίας. Δύο βουλευτές αιτήθηκαν αναβολή, επικαλούμενοι την υποχρέωσή τους να παραστούν ως κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι σε συνεδρίαση της Βουλής, ενώ ένας εκ των συνηγόρων υπεράσπισης δήλωσε κώλυμα.

Επιθυμία επίσπευσης της δίκης

Παρά λοιπόν τις προσπάθειες για καθυστέρηση, το δικαστήριο αποφάσισε τη συνέχιση της διαδικασίας στις 31 Οκτωβρίου. Ο δικηγόρος Βασίλης Καπερνάρος πάντως, που εκπροσωπεί τον βουλευτή Χαράλαμπο Κατσιβαρδά, ζήτησε την ομαλή πρόοδο της δίκης, ενώ γραπτή δήλωση επιθυμίας για τη διεξαγωγή της δίκης κατέθεσε και ο Ηλίας Κασιδιάρης, ο οποίος ήταν παρών στο δικαστήριο. Να σημειωθεί ότι ο κ. Κασιδιάρης, ο οποίος παραμένει φυλακισμένος για τη συμμετοχή του στη Χρυσή Αυγή, παραβρέθηκε στο δικαστήριο χωρίς χειροπέδες, καθώς βρίσκεται σε επταήμερη άδεια.

Η σημασία της δίκης για το πολιτικό των «Σπαρτιατών»

Η εκδίκαση της υπόθεσης είναι καθοριστικής σημασίας για την πολιτική παρουσία των «Σπαρτιατών» στη Βουλή, καθώς η ποινική απόφαση θα καθορίσει το αν οι εκλεγμένοι βουλευτές του κόμματος θα παραμείνουν στο Κοινοβούλιο.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Κασιδιάρης, παρά την καταδίκη και φυλάκισή του, διατηρούσε στενές επαφές με τους υποψήφιους βουλευτές των «Σπαρτιατών», δίνοντας οδηγίες και καθοδηγώντας την προεκλογική τους εκστρατεία. Η νομοθεσία απαγορεύει τη συμμετοχή καταδικασμένων για εγκληματικές δραστηριότητες στις πολιτικές εξελίξεις, κάτι που περιπλέκει περαιτέρω τη θέση του Κασιδιάρη και των συνεργατών του.

Η δικαστική διαδικασία ξεκίνησε ύστερα από καταγγελίες του προέδρου των «Σπαρτιατών», Βασίλη Στίγκα. Ο κ. Στίγκας αποκάλυψε δημόσια την ύπαρξη παρασκηνιακών και παράνομων ενεργειών στο κόμμα του, περιγράφοντας πιέσεις, απειλές και εκβιασμούς από πρόσωπα που «φωτογράφιζαν» τον Ηλία Κασιδιάρη. Σε δηλώσεις του, μάλιστα, έχει κάνει λόγο για «Greek Mafia» και «Δον Κορλεόνε», αποκαλύπτοντας τις προσπάθειες εξωθεσμικών παραγόντων να ελέγξουν την ηγεσία του κόμματος και να τον απομακρύνουν από την προεδρία.

Ο κ. Στίγκας αναφέρει επίσης ότι υπήρξαν επιθέσεις κατά γραφείων του κόμματος και της οικογενειακής του επιχείρησης, ενώ κατήγγειλε ότι δέχθηκε πιέσεις για σύγκληση συνεδρίου και αλλαγή προέδρου. Αυτές οι καταγγελίες αποτέλεσαν την αφορμή για την εισαγγελική παρέμβαση και την έναρξη της έρευνας από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη. Κατά την προκαταρκτική εξέταση, συγκεντρώθηκαν στοιχεία που επιβεβαίωσαν ότι ο Κασιδιάρης είχε παρασκηνιακό ρόλο στη λειτουργία του κόμματος, παρά τη φυλάκισή του.

Η σύνδεση με την απόφαση του Εκλογοδικείου

Η δίκη αυτή αναμένεται να επηρεάσει και την εκκρεμή υπόθεση στο Εκλογοδικείο, το οποίο εξετάζει την ακύρωση της εκλογής των βουλευτών των «Σπαρτιατών». Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναβάλει την απόφαση του μέχρι την έκδοση της τελικής ποινικής απόφασης. Στην περίπτωση που οι κατηγορούμενοι κριθούν ένοχοι, το κόμμα κινδυνεύει να απωλέσει τη θέση του στη Βουλή, δημιουργώντας σημαντικές πολιτικές εξελίξεις.

Η απόφαση του Εκλογοδικείου είναι πιθανό να χρειαστεί αρκετό χρόνο, καθώς θα πρέπει η ποινική απόφαση να γίνει αμετάκλητη. Μέχρι τότε, οι εκλεγμένοι βουλευτές θα συνεχίσουν να ασκούν τα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα, γεγονός που προκαλεί έντονες αντιδράσεις σε πολιτικό και νομικό επίπεδο. Η υπόθεση αποτελεί δοκιμασία για το πώς η ελληνική Δικαιοσύνη και το πολιτικό σύστημα θα αντιμετωπίσουν ακραίες πολιτικές δυνάμεις που συνδέονται με παρανομίες και καταδικασμένους πρώην πολιτικούς.