«Υπάρχει ένα καλλιτεχνικό «κενό» στον Παρθενώνα που πρέπει να διορθωθεί», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, σε εκδήλωση για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, που διοργάνωσε το «The Parthenon Project».
Όπως ανέφερε ο υπουργός, υπάρχουν δύο διαφορετικές διαστάσεις για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία βρίσκονται τώρα στο Βρετανικό Μουσείο, μια νομική και μια πολιτική διάσταση.
«Η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι μια μοναδική περίπτωση», τόνισε. «Είναι μια πρωτοφανής περίπτωση. Δεν μοιάζει με άλλες περιπτώσεις επιστροφής έργων τέχνης, διότι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι υπάρχει ένα καλλιτεχνικό «κενό» στον Παρθενώνα που πρέπει να διορθωθεί. Είναι θέμα επανένωσης, δεν είναι θέμα επιστροφής».
«Μιλάμε για αρχαιότητες, οι οποίες είναι ουσιαστικά αδιαίρετες. Αυτή είναι η βασική ιδέα. Δεν πρόκειται για το αν υπάρχει συνταγματικό δικαίωμα για κάθε άτομο να απολαμβάνει την τέχνη της αρχαίας ιστορίας ή του πολιτισμού», επεσήμανε και πρόσθεσε χαρακτηριστικά:
«Η επανένωση είναι σήμερα μια διεκδίκηση οικουμενικού χαρακτήρα και νομίζω ότι όλοι πρέπει να δώσουμε έμφαση σε αυτήν την παράμετρο».
Τα τελευταία χρόνια, όπως ανέφερε, έχουν υπάρξει πολύ ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα.
«Υπάρχει μια μεγάλη πλειοψηφία όσον αφορά τη κοινή γνώμη που υποστηρίζει αυτή την επανένωση, ακόμη και μέσα στο Ηνωμένο Βασίλειο».
«Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι σήμερα μιλάμε για ένα γενικό αίτημα για την επανένωση των Γλυπτών. Και προφανώς, αυτό είναι λογικό να συμβαίνει εδώ στην Ελλάδα ή σε άλλα μέρη του κόσμου. Αλλά, όταν αυτό συμβαίνει εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, νομίζω ότι αυτό δείχνει ότι αποτελεί ξεκάθαρα ένα οικουμενικό αίτημα».
Ακόμη, ανέφερε, «έχουμε μια σειρά από ψηφίσματα της UNESCO, του διεθνούς οργανισμού, ο οποίος είναι το κατ’ εξοχήν φόρουμ όπου συζητούνται θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς».
Τρίτον, τόνισε, «είναι σημαντικό ότι έχουμε ξεκινήσει, υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού, μια σειρά επιστροφών έργων τέχνης από άλλα μουσεία παγκόσμιας εμβέλειας, όπως το Μουσείο του Βατικανού ή το Μουσείο Antonio Salinas στο Παλέρμο. Αυτό αντανακλά, ακριβώς, την αρχή ότι τα έργα πολιτιστικής κληρονομιάς πρέπει να βρίσκονται στον τόπο καταγωγής τους».
Τέλος, ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών, «το πιο σημαντικό επιχείρημα προέρχεται από την ίδια την ύπαρξη του Μουσείου της Ακρόπολης, ενός έργου σύγχρονης τέχνης, το οποίο αναμφισβήτητα συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων μουσείων παγκοσμίως. Και νομίζω ότι και μόνο η ύπαρξη του Μουσείου της Ακρόπολης εδώ στην Αθήνα, καλεί για την επανένωση».
Aναγνωρίζουμε τις «κόκκινες γραμμές»
Όπως υπογράμμισε, τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε σε εποικοδομητικές συνομιλίες με το Βρετανικό Μουσείο.
«Έχουμε αμοιβαία κατανόηση των πραγμάτων και είναι σημαντικό να κατανοούμε ο ένας τη θέση του άλλου. Έχουμε αυτές τις εποικοδομητικές συνομιλίες με διαφάνεια και ειλικρίνεια».
«Είναι σημαντικό να είμαστε ανοιχτοί και να αναγνωρίζουμε τις εκατέρωθεν «κόκκινες γραμμές». Το κάνουμε αυτό μαζί με την Υπουργό Πολιτισμού. Έχουμε καταλήξει σε ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις πάνω στις οποίες μπορούμε να βασιστούμε προκειμένου να καταλήξουμε σε μια στρατηγική εταιρική σχέση. Αυτή είναι η ευρύτερη ιδέα αυτού που συζητάμε σήμερα, μια εταιρική σχέση που τελικά θα έχει ως αποτέλεσμα τα Γλυπτά να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους».
Ανέφερε ακόμη ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχει μια νέα κυβέρνηση για να συζητήσουμε περαιτέρω για πρακτικά ζητήματα της πιθανής επανένωσης. «Δεν είναι θέμα της βρετανικής κυβέρνησης, να καταλήξει απλώς σε μια συμφωνία για την επανένωση των Γλυπτών, αλλά είναι σημαντικό να υπάρχει πολιτική υποστήριξη σε μια οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία και θα συζητήσουμε για αυτά τα θέματα».
«Υπάρχει μια σχετική αισιοδοξία όσον αφορά μια πιθανή συνεργασία που θα περιλαμβάνει και άλλες πτυχές, εκτός από την επανένωση των Γλυπτών, που θα μπορούσαν να είναι κάποιες συμπράξεις σχετικά με τη συντήρηση αρχαιοτήτων, την ανταλλαγή εκθεμάτων σε περιοδικές εκθέσεις και άλλες κοινές πρωτοβουλίες που αφορούν στην ευαισθητοποίηση επί του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού».
«Τα πολιτιστικά αγαθά δεν χρειάζεται να έχουν χρηματική αξία, αρκεί να ξυπνούν μια μνήμη ή να διαφωτίζουν την ιστορία, γράφει ο Geoffrey Robertson στο εμβληματικό βιβλίο του, Who Owns History», σημείωσε.
«Τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι οικουμενικά, αλλά ανήκουν εδώ. Και είναι απολύτως διαφορετικό να έχουμε αυτά τα Γλυπτά εδώ, παρά σε ένα, ακόμη και παγκόσμιας εμβέλειας, ξένο μουσείο. Και αντιλαμβάνομαι ότι ήταν, επί δεκαετίες, χρήσιμο να έχουμε τα Γλυπτά στο Βρετανικό Μουσείο, όπου μπορούσε κανείς να τα επισκεφθεί και να «συναντηθεί» με τα «τεκμήρια» αυτά της ελληνικής αρχαιότητας. Αλλά σήμερα, με το Μουσείο της Ακρόπολης των Αθηνών, τα Γλυπτά ανήκουν εκεί και εκεί πρέπει να επιστρέψουν».
«Η επίσκεψη των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο είναι μια «θέαση», ενώ η επίσκεψη των Γλυπτών αυτών στο Μουσείο της Ακρόπολης είναι μια συνολική εμπειρία, ένα ταξίδι στο παρελθόν και μια οπτική για το μέλλον», κατέληξε.
Πηγή: ΑΠΕ