«Αυτή τη στιγμή, η χώρα μας διαθέτει ίσως το πιο πλήρες πλέγμα διατάξεων στην ΕΕ, για την προστασία των θυμάτων, είτε έμφυλης βίας, είτε γυναικών που υφίστανται βία», δήλωσε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, Γιάννης Μπούγας, προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα ότι τον επόμενο μήνα θα έρθουν στη Βουλή προς ψήφιση, συμπληρωματικές διατάξεις που έχει εξαγγείλει ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, που θα ενισχύουν περαιτέρω την προστασία θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας.
Το θέμα έθεσε η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, κατά την πρώτη συζήτηση, στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης, με το οποίο εισάγονται ρυθμίσεις για ηλεκτρονικές επιδόσεις και μεταφέρονται διαφορές από το Συμβούλιο της Επικρατείας προς τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.
Η κ. Κωνσταντοπούλου επανέλαβε την πρότασή της για την ποινικοποίηση των γυναικοκτονιών, ως αυτοτελές ιδιώνυμο έγκλημα, τονίζοντας ότι «το πρόβλημα είναι σοβαρότατο, η κατάσταση είναι εκρηκτική με επτά ήδη γυναικοκτονίες μέσα στο 2024 και η απραξία και η αφωνία της κυβέρνησης δεν συγχωρείται». Πρόσθεσε δε, ότι «είναι απολύτως αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση, ώστε να σταλεί το μήνυμα της πολιτείας ότι οι ποινές θα είναι σκληρότατες για τους θύτες».
«Με τις διατάξεις του ποινικού μας κώδικα, το αδίκημα της ανθρωποκτονίας τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Αν δεν έχουμε ανθρωποκτονία αλλά έχουμε άλλο αδίκημα το οποίο τελείται σε βάρος γυναίκας, τότε το δικαστήριο έχει στη διάθεσή του όλα τα νομοθετικά εργαλεία του ποινικού κώδικα, για να μπορεί να τιμωρεί βαρύτερα, εφόσον διακρίνει ότι είναι έγκλημα με χαρακτηριστικά έμφυλης βίας» αντέτεινε ο κ. Μπούγας και συμπλήρωσε:
«Πρόσφατα εκδόθηκε η οδηγία της ΕΕ, που προβλέπει μέτρα για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και διατάξεις για την προστασία των ευάλωτων θυμάτων της ενδοοικογενειακής ή έμφυλης βίας. Αυτές οι διατάξεις της οδηγίας, τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν περιθώριο ενσωμάτωσής τους μέχρι τον Φεβρουάριο του 2027. Στην χώρα μας εν πολλοίς έχουν ήδη ενσωματωθεί με πρόσφατες διατάξεις. Σημειώνουμε όλες αυτές τις αξιώσεις της κοινοτικής οδηγίας και μαζί με τις εξαγγελθείσες από τον υπουργό Δικαιοσύνης, Γιώργο Φλωρίδη, συμπληρωματικές διατάξεις, θα έρθουν για να νομοθετηθούν τον επόμενο μήνα στην Βουλή».
Ακόμα, ο κ. Μπούγας υπεραμύνθηκε του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης, επισημαίνοντας ότι «θα συμβάλει στον εκσυγχρονισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην ταχύτερη έκδοση των δικαστικών αποφάσεων» ενώ απέρριψε τις ενστάσεις της αντιπολίτευσης, που αμφισβήτησε την αποτελεσματικότητα των διατάξεων.
Παράλληλα, ο κ. Μπούγας, διέψευσε τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης ότι «η κυβέρνηση απέκλεισε από την διαβούλευση όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και υιοθέτησε τις προτάσεις μόνο των συμβούλων του Ανώτατου Δικαστηρίου», ενώ διαβεβαίωσε ότι στην ακρόαση φορέων στην επιτροπή, θα υιοθετηθούν όλες οι βελτιωτικές προτάσεις που θα κατατεθούν.
Στόχος του νομοσχεδίου όπως είπε ο κ. Μπούγας είναι:
- ο εκσυγχρονισμός και ο εξορθολογισμός της διαδικασίας εκδίκασης των υποθέσεων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και η εξάλειψη των δικονομικών δυσλειτουργιών που έχουν διαπιστωθεί στην πράξη
- η ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εκδίκαση των υποθέσεων και η ορθολογική κατανομή της εργασίας μεταξύ των δικαστών
- η ορθολογικότερη κατανομή της δικαστηριακής ύλης εντός της διοικητικής δικαιοσύνης και η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, μέσω της μεταφοράς κατηγοριών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, καθώς και η αποτελεσματικότερη εφαρμογή του θεσμού της πρότυπης δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας
- η ποιοτική και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης σε υποθέσεις αρμοδιότητας του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, καθώς και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Οι τοποθετήσεις των κομμάτων
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξανδρος Αυλωνίτης, έκανε λόγο για «εντελώς πρόχειρη νομοθέτηση, αποσπασματική και στη λογική του ράβε -ξήλωνε», κατηγόρησε το υπουργείο Δικαιοσύνης ότι «συνεχίζει τον μεγάλο κατήφορο της διάλυσης του κράτους δικαίου», και υποστήριξε ότι «όλος ο νομικός κόσμος, τον οποίο αγνόησε στην διαβούλευση, βρίσκεται σε αναστάτωση».
Την έντονη διαφωνία του εξέφρασε, μεταξύ άλλων «στην υποχρέωση των δικηγόρων να καταθέτουν δικόγραφα που δεν θα ξεπερνούν τις 30 σελίδες», ενώ επεσήμανε ότι όλοι οι δικηγορικοί σύλλογοι καταγγέλλουν πως «το νομοσχέδιο συντάχθηκε μόνο από το ΣτΕ και συρρικνώνει τη δυνατότητα παράστασής τους, ενώ περιορίζει τα δικαιώματα των πολιτών». Ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δήλωσε τέλος πως καταψηφίζει το νομοσχέδιο.
Η γενική εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Μιλένα Αποστολάκη, υποστήριξε ότι είναι «μια απελπιστικά αποτυχημένη, αποσπασματική και προβληματική νομοθέτηση από άποψη διαφάνειας και νομιμότητας» και πρόσθεσε ότι «η κυβέρνηση νομοθετεί με το μάτι και το αυτί».
«Νομοθετείτε σαν τηλεπερσόνες, ενεργοποιείστε μέσω των τηλεπαραθύρων, με στόχο την άμβλυνση των εντυπώσεων και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Υπάρχουν πολλά στοιχεία προβληματισμού για το αν καταφέρει να υπηρετήσει τον στόχο της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης και της έγκαιρης έκδοσης των αποφάσεων. Το νομοσχέδιο δημιουργεί ουσιαστικές ανισότητες, η πρόσβαση σε δημόσια ακροαματική διαδικασία καθίσταται αδύνατη για πολλούς συμπολίτες μας, είναι επεξεργασμένο μόνο από τους συμβούλους του ΣτΕ χωρίς τη συμμετοχή των δικηγορικών συλλόγων. Εμείς δεν συμφωνούμε, γιατί είναι ζήτημα ουσίας της ποιότητας και της διαφάνειας της νομοθέτησης», ανέφερε η κ. Αποστολάκη.
Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Μαρία Κομνηνάκα, τάχθηκε κατά του νομοσχεδίου, το οποίο όπως είπε «δεν έχει τύχει καμίας επεξεργασίας και ουσιαστικής διαβούλευσης από τους αρμόδιος φορείς εκτός των συμβούλων της Επικρατείας» και τόνισε ότι «υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στην ακυρωτική δίκη σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων».
«Εδώ ισχύει Γιάννης κερνά Γιάννης πίνει. Βασική αντιδραστική διάταξη είναι η ακυρωτική διαδικασία. Το ΣτΕ, με συνοπτική διαδικασία, μπορεί να απορρίπτει ή να αποδέχεται την ακροαματική διαδικασία και μόνο κατ’ εξαίρεση θα εισάγεται στο ακροατήριο η υπόθεση. Λείπουν οι εγγυήσεις της δικαστικής αμεροληψίας. Πλήττει τα ασθενέστερα στρώματα το δικονομικό βάρος που θα επωμίζονται. Κυρίαρχη λογική είναι το κόστος-όφελος. Ευνοούνται οι υποθέσεις του μεγάλου κεφαλαίου οι οποίες θα επισπεύδονται», ανέφερε η κ. Κομνηνάκα.
Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Βασίλης Γραμμένος, υποστήριξε ότι «για μια ακόμα φορά η κυβέρνηση δείχνει ανικανότητα να δημιουργήσει ένα ενιαίο κώδικα αντίθετα φέρνει ένα νομοσχέδιο με μπαλώματα».
«Στον ιερό χώρο της δικαιοσύνης, οι αλλαγές που έρχονται είναι αποσπασματικές, πρόχειρα δουλεμένες και έχουν μορφή επικοινωνιακού τεχνάσματος. Δεν λάβατε υπόψη τις παρατηρήσεις των ελλήνων δικαστών, κωφεύσατε στις αντιδράσεις των δικηγορικών συλλόγων που υπογραμμίζουν ότι οι ρυθμίσεις περιστέλλουν και χαλκεύουν δικαιώματα διαδίκων», τόνισε ο κ. Γραμμένος.
Ο ειδικός αγορητής της Νέας Αριστεράς, Δημήτρης Τζανακόπουλος, εξέφρασε τις έντονες αμφιβολίες του «κατά πόσον οι ρυθμίσεις κινούνται προς την κατεύθυνση της ταχύτατης εκδίκασης υποθέσεων της κοινωνικής πλειοψηφίας», σημειώνοντας ότι «αντίθετα, το βάρος δίνεται στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, τις οποίες ευνοούν οι ρυθμίσεις».
Ιδιαίτερα επικριτικός εμφανίστηκε ο κ. Τζανακόπουλος για την ακυρωτική διαδικασία, υποστηρίζοντας ότι «όλη η λογική της κυβέρνησης είναι το πώς θα εξυπηρετηθούν τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες για τις μεγάλες ανώνυμες εταιρίες».
«Το νομοσχέδιο μετατρέπει σε κανόνα τη δίκη ενώπιον του ΣτΕ και όχι ενώπιον του ακροατηρίου, ενώ με την μεγάλη οικονομική επιβάρυνση φαλκιδεύεται η δικαστική προστασία των πολιτών. Καταψηφίζουμε γιατί εξυπηρετεί πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα πολύ συγκεκριμένα», ανέφερε ο κ. Τζακανακόπουλος.
«Είναι ένα ακόμη νομοσχέδιο με ευκαιριακό και αποσπασματικό χαρακτήρα. Δεν έγινε καμία ουσιαστική δημόσια διαβούλευση, αλλά μία τυπική με τους συμβούλους του ΣτΕ και χωρίς τη συμμετοχή των εμπλεκόμενων φορέων. Είναι η επιτομή της κακής νομοθέτησης», υπογράμμισε από την πλευρά του ο ειδικός αγορητής της ΝΙΚΗΣ, Γιώργος Αποστολάκης.
«Φέρνετε ένα ακόμα πρόχειρο και αποσπασματικό νομοθέτημα αγνοώντας τους κανόνες καλής νομοθέτησης», υποστήριξε η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας, Ελένη Καραγεωργοπούλου.
Ακόμα, έκανε λόγο για απαράδεκτη αφαίρεση της δικαστικής προστασίας από τους διαδίκους, τονίζοντας ότι οι περιορισμοί που τίθενται, περιστέλλουν τα δικαιώματά τους και τους στερούν το δικαίωμα της ακρόασης.
Ο ειδικός αγορητής των Σπαρτιατών, Πέτρος Δημητριάδης, επεσήμανε, μεταξύ άλλων «τον κίνδυνο σοβαρά δικόγραφα να απορρίπτονται και να υποβαθμίζονται, χαλκεύοντας έτσι το δικαίωμα της δίκαιης δίκης» και υποστήριξε ότι «δια της πλαγίας ενισχύονται οι οικονομικά ισχυροί και αποδυναμώνονται οι οικονομικά αδύναμοι πολίτες».
«Το νομοσχέδιο επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό του ΣτΕ, την εξάλειψη των δικονομικών δυσλειτουργιών και την ταχύτερη, αποτελεσματικότερη και δικαιότερη έκδοση των αποφάσεων», τόνισε μεταξύ άλλων ο γενικός εισηγητής της ΝΔ, Αθανάσιος Ζεμπίλης.
Πηγή: ΑΠΕ