«Καλώ τον και την ψηφοφόρο κατ’ αρχάς να ψηφίσει, να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία», σημειώνει αρχικά η Έφη Γιαννοπούλου, υποψήφια στο ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Αριστεράς. Και από τη στιγμή που ο πολίτης θα πάει στην κάλπη «μπορεί να επιλέξει τη Νέα Αριστερά ως ένα νέο και δυναμικό εγχείρημα, που αποτελείται από πρόσωπα με εμπειρία, κυβερνητική και κοινοβουλευτική, αλλά και νέα πρόσωπα, και έχει την τόλμη να προτείνει τομές, αλλαγές που θα κάνουν καλύτερη τη ζωή των πολλών».

Συναντηθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας, εκεί όπου χτυπάει καθημερινά η καρδιά της πόλης σε πολλούς και διαφορετικούς ρυθμούς. Η συζήτηση με την κυρία Γιαννοπούλου κινήθηκε σε δύο επίπεδα: το επαγγελματικό, είναι μεταφράστρια βιβλίων, και την πολιτική. «Οι μεταφραστές είναι δημιουργοί, αλλά θα μπορούσαμε να τους δούμε ίσως ως ερμηνευτές (όπως είναι οι μουσικοί ή οι ηθοποιοί) ή ακόμη και ως μίμους», απάντησε στην ερώτηση για το αν οι μεταφραστές είναι εν δυνάμει συγγραφείς. Η αλήθεια είναι πως ένας μεταφραστής μπορεί να απογειώσει ή και να χαντακώσει το δημιούργημα ενός συγγραφέα. Ένας έμπειρος επαγγελματίας, όπως είναι η κυρία Γιαννοπούλου, βάζει κάτι πολύ περισσότερο από την πινελιά της σε μια μετάφραση. Βάζει το γλωσσικό της εργαλείο, την ευαισθησία της, τον δικό της τρόπο ανάγνωσης.

Αφήνοντας τις ιστορίες που διηγούνται τα βιβλία και τη μυρωδιά του χαρτιού, μπήκαμε «στα χωράφια» της πολιτικής, εκεί όπου η υποψήφια με τη Νέα Αριστερά ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια. «Οι άνθρωποι πιστεύουν όλο και λιγότερο πως η πολιτική θα απαντήσει σε όσα τους απασχολούν», σημειώνει στο Newsbeast και μάλλον η πλειοψηφία θα συμφωνήσει μαζί της. Βλέπει με θλίψη αριστερά κόμματα να κάνουν πολιτική σήμερα σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος στο 2015 και θεωρεί πως «η Νέα Αριστερά βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο».

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη της Έφης Γιαννοπούλου.

– Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία;

Διαβάζω διαρκώς περισσότερα από ένα βιβλία μαζί. Έχω κάμποσα γύρω από το κρεβάτι μου συν ένα kindle με φορτωμένα πολλά βιβλία, αποκλειστικά ξενόγλωσσα. Μεταξύ άλλων τώρα διαβάζω το τελευταίο βιβλίο του Τζούντιθ Μπάτλερ «Who’s afraid of gender?» (Ποιος φοβάται το [κοινωνικό] φύλο;), που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πώς αντιδρά η ακροδεξιά αλλά και ένα κομμάτι της παραδοσιακής αριστεράς στη συζήτηση περί κοινωνικού φύλου και στις πολιτικές ταυτότητας, σ’ αυτό που υποτιμητικά αποκαλούν woke ατζέντα. Το πιο γοητευτικό βιβλίο που διάβασα τον τελευταίο καιρό είναι το «Zoo, Γράμματα όχι για την αγάπη» του Βίκτορ Σκλόφσκι (εκδ. Αντίποδες), ένα υπερ-ευφυές βιβλίο που, όπως όλα τα βιβλία που αγαπώ, μιλά για την ίδια τη λογοτεχνία και τη γραφή και τη σχέση της με το πραγματικό.

– Εξηγήστε μου πώς προετοιμάζεστε για τη μετάφραση ενός βιβλίου. Γίνεται έρευνα για την εποχή και το περιβάλλον που διαδραματίζονται τα γεγονότα ή εξελίσσεται η ιστορία;

Δεν υπάρχει σταθερή μέθοδος. Πότε προηγείται η έρευνα και πότε γίνεται κατά τη διάρκεια της μετάφρασης. Εξαρτάται επίσης πολύ από το βιβλίο κάθε φορά, όμως η εποχή του διαδικτύου μας οδηγεί πιο εύκολα στο δεύτερο, σε μια διαδικασία που η έρευνα, η αναζήτηση στοιχείων αλλά και τα όποια μεταφραστικά προβλήματα λύνονται σερφάροντας, παράλληλα με τη μετάφραση, στο διαδικτυακό σύμπαν. Ενίοτε μπορεί να χαθείς για πολύ, μιας και κάθε ανακάλυψη μπορεί να σε οδηγήσει σε νέες αναζητήσεις, αλλά είναι και αυτό ένα από τα γοητευτικά στοιχεία της δουλειάς μας…

– Ένας μεταφραστής μπορεί να βάλει την πινελιά του σε μια μετάφραση;

Ο μεταφραστής βάζει κάτι πολύ περισσότερο από την πινελιά του σε μια μετάφραση, βάζει το γλωσσικό του εργαλείο, την ευαισθησία του, τον δικό του τρόπο ανάγνωσης. Αν κάτι είναι κατ’ αρχάς η μεταφράστρια, είναι μια ιδανική αναγνώστρια, κάποια που έχει το ταλέντο, αλλά αποκτά και τη δεξιότητα να διαβάζει ένα κείμενο με τα δεύτερα και τρίτα επίπεδά του, αλλά και με τις σιωπές και τις αποσιωπήσεις του. Βάζει επίσης σε κάθε κείμενο τη διάσταση του χρόνου. Το λέει αυτό πολύ ωραία ο Μπόρχες στο διήγημα «Πιερ Μενάρ, ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη». Ακόμη και το ίδιο κείμενο αποκτά άλλη σημασία σε μια άλλη χρονική στιγμή. Πόσο μάλλον όταν έχουμε άλλον τόπο και άλλη γλώσσα. Ο Γκάτσος π.χ. έκανε τον Λόρκα… έναν Έλληνα ποιητή (κάτι που εγώ, αντίστοιχα, σε μια άλλη εποχή κατάφερα να αποφύγω), ο Αλεξάνδρου αναπνέει στον Ντοστογιέφσκι, όπως ο Σεφέρης εξελληνίζει τον Έλιοτ. Από τη δική μου εμπειρία, θα εστιάσω σε κάτι λίγο διαφορετικό: στις στιγμές που στη μετάφραση διεισδύει και το δικό μου βίωμα πλάι στο βίωμα του συγγραφέα, σε μια συγκινησιακή σύμπτωση που αφήνει το ίχνος της στο μεταφρασμένο κείμενο.

«Η μετάφραση είναι μια δουλειά που εμπλέκει πολύ και πολλαπλώς την ηθική. Κατ’ αρχάς γιατί εμπεριέχει την έννοια της προσφοράς, της φροντίδας, της ταπεινότητας με έναν τρόπο», σημειώνει η Ιφιγένεια Γιαννοπούλου

– Ποια στοιχεία κάνουν κακή μια μετάφραση;

Η απλή απάντηση είναι η προχειρότητα, οι παρανοήσεις, τα φτωχά ελληνικά, η πλημμελής σχέση με τη λογοτεχνία. Η μεταφράστρια είναι ιδανική αναγνώστρια και επειδή είναι πεπαιδευμένη αναγνώστρια. Η δύσκολη απάντηση αφορά αυτό που εγώ ορίζω ως μεταφραστική ηθική. Η μετάφραση είναι μια δουλειά που εμπλέκει πολύ και πολλαπλώς την ηθική. Κατ’ αρχάς γιατί εμπεριέχει την έννοια της προσφοράς, της φροντίδας, της ταπεινότητας με έναν τρόπο. Ο Αντουάν Μπερμάν, σπουδαίος μεταφραστής και μεταφρασεολόγος, αναφέρεται στη μετάφραση ως «δοκιμασία του ξένου». Στον αντίποδα μιας εθνοκεντρικής μεταφραστικής οπτικής, η μετάφραση γίνεται χώρος αναστοχασμού, υποδοχής και αποδοχής του Άλλου. Η κακή μετάφραση είναι αυτή που δεν σέβεται τον άλλον, που τον προσαρτά, του αφαιρεί την ξενότητά του. Είναι όπως λέμε για τους μετανάστες, πως για να τους δεχτούμε πρέπει να υιοθετήσουν τις δικές μας αξίες και ήθη αντί να βλέπουμε τον πλούτο που μπορούν να μας προσφέρουν. Τα σπουδαία λογοτεχνικά κείμενα γράφονται σε μια γλώσσα κατά κάποιον τρόπο ανύπαρκτη, τεχνητή, διανοίγουν τον ορίζοντα της γλώσσας. Το ίδιο πρέπει να προσπαθεί να κάνει και η μετάφρασή τους.

– Είναι οι μεταφραστές εν δυνάμει συγγραφείς;

Αν το εν δυνάμει σημαίνει ότι μπορεί να γίνουν και οι ίδιοι συγγραφείς, δεν είναι αναγκαίο· όμως πολλοί συγγραφείς είναι και μεταφραστές και πολλοί μεταφραστές οδηγούνται στη συγγραφή. Αλλά μπορεί να είναι και ματαιωμένοι συγγραφείς ή με συγγραφικά απωθημένα. Στην ίδια τη μεταφραστική δουλειά είναι τω όντι συγγραφείς. Γράφουν ένα βιβλίο με περισσότερους περιορισμούς από τον κανονικό συγγραφέα του και, ιδανικά, πρέπει να μεριμνούν, ώστε να μην καλύπτουν τη δική του φωνή. Οι μεταφραστές είναι δημιουργοί, αλλά θα μπορούσαμε να τους δούμε ίσως ως ερμηνευτές (όπως οι μουσικοί ή οι ηθοποιοί) ή ακόμη και ως μίμους.

– Πώς λειτουργεί ο μηχανισμός που ελέγχει τη δουλειά σας πριν τυπωθεί;

Αναλόγως με τον εκδοτικό οίκο, αυτός ο μηχανισμός μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένος και αποτελεσματικός. Επειδή έχω κάνει για πολλά χρόνια και ενίοτε ακόμη κάνω αυτή τη δουλειά, της επιμέλειας μιας έκδοσης, πολύ συχνά με έμφαση στον έλεγχο της μετάφρασης, πιστεύω πως είναι ένα δίχτυ ασφαλείας απολύτως απαραίτητο. Όποτε έλειψε, αισθανόμουν πολύ πιο ανασφαλής.

– Ποιο βιβλίο για την πολιτική θα προτείνατε σε κάποιον;

Μου φαίνεται αδύνατο να επιλέξω ένα μόνο βιβλίο για την πολιτική, που θα μπορούσε να αρκεί σε κάποιον, για να κατανοήσει το πολιτικό… Εξαρτάται κιόλας από το ποια ανάγκη θα ήθελε να ικανοποιήσει η αναγνώστρια. Νομίζω ότι το κυρίαρχο για μένα είναι να κατανοήσουμε τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα και να μάθουμε να χρησιμοποιούμε το εργαλείο της ιστορικοποίησης ενάντια σε λογής λογής φυσικοποιήσεις (π.χ. οι ανισότητες είναι κάτι φυσικό). Επίσης, θα πρότεινα, απ’ όπου κι αν ξεκινούσε κανείς, να αφηνόταν ώστε το ένα βιβλίο να τον οδηγήσει σε άλλες, επόμενες αναγνώσεις. Και θα πρότεινα τελικά να διαβάσει την «Ανθρώπινη κατάσταση» της Χάνα Άρεντ, ένα βιβλίο για τη ζωή της πράξης, την εργασία, τον δημόσιο χώρο και βίο, αλλά και τη στοχαστικότητα. Και μαζί να διαβάσει πολλή λογοτεχνία, κυρίως μυθιστορήματα. Η λογοτεχνία εμένα μου έμαθε πολλά πράγματα για τους ανθρώπους και την κοινωνία, με έκανε αριστερή πριν από τα πολιτικά διαβάσματα και μου είναι πάντα πολύ χρήσιμη στον πολιτικό μου βίο.

– Ασχολείστε με την πολιτική εδώ και χρόνια. Από την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι την κεντρική πολιτική σκηνή. Εισπράττετε κι εσείς πως ο κόσμος ενδιαφέρεται όλο και λιγότερο για όσα τον απασχολούν;

Θα το διατύπωνα λίγο διαφορετικά: οι άνθρωποι πιστεύουν όλο και λιγότερο πως η πολιτική θα απαντήσει σε όσα τους απασχολούν. Ζήσαμε, όμως, σχετικά πρόσφατα και άλλες φάσεις. Σκέφτομαι πως εγώ ένιωσα την ανάγκη να ασχοληθώ πιο ενεργά γύρω στο 2007-2008, με εμβληματικά γεγονότα τις μεγάλες πυρκαγιές σε Ηλεία και Πάρνηθα και τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, αλλά και με μια γενικότερη αίσθηση παρακμής και επείγοντος. Το διάστημα εκείνο και μέχρι το 2014 περίπου, πολλοί άνθρωποι ανανέωσαν το ενδιαφέρον τους για την πολιτική. Το ένιωθες παντού. Ακολούθησε η περίοδος της ανάθεσης και από το 2019 και μετά, νομίζω, της παραίτησης. Αυτό το κλίμα θέλει να αλλάξει η Νέα Αριστερά, εξ ου και το σύνθημα «η πολιτική επιστρέφει». Νομίζω πως η μόνη απάντηση σε αυτό είναι ότι η πολιτική βρίσκεται έτσι κι αλλιώς ακατάπαυστα και διαρκώς στις ζωές μας. Αν δεν ασχοληθούμε εμείς με την πολιτική, θα το κάνουν άλλοι και θα πάρουν αποφάσεις για μας, που πιθανότατα δεν θα είναι προς όφελός μας. Αλλά και για να πετύχει η πολιτική που σχεδιάζεται στα πολιτικά γραφεία, η αριστερή τουλάχιστον, έχει ανάγκη τον ζωντανό διάλογο με την κοινωνία, με τις κοινωνικές ομάδες που θέλει να εκπροσωπήσει. Αυτό είναι και ένα στοίχημα για τη Νέα Αριστερά.

«Η Νέα Αριστερά, με πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας της τον Αλέξη Χαρίτση, είναι ένα πιο συλλογικό εγχείρημα, με ηγετική ομάδα πληθυντικού αριθμού και μια νέα αντίληψη μακριά από τα προσωποπαγή και αρχηγοκεντρικά κόμματα», δηλώνει στο Newsbeast και στον Βίκτωρα Μοντζέλλι η υποψήφια της Νέας Αριστεράς

– Τα κόμματα της Αριστεράς προτάσσουν τον προοδευτικό ρόλο που θέλουν να έχουν. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν να σκέφτονται με ιδέες παλαιότερων δεκαετιών, ενδεχομένως μη εφαρμόσιμες στις ανάγκες του σήμερα, με αποτέλεσμα: ενώ αφουγκράζονται τον παλμό της κοινωνίας, δεν κερδίζουν το εκλογικό σώμα. Μια αναθεώρηση πραγμάτων και ιδεών δεν θα έκανε καλό και στα κόμματα αλλά και στην κοινωνία, που αυτό είναι και το ζητούμενο;

Βλέπω σ’ αυτό που λέτε ταυτοχρόνως κάτι σωστό και κάτι απλουστευτικό. Κατ’ αρχάς, πρέπει να ορίσουμε τον όρο «προοδευτικός». Θα χαρακτηρίσουμε π.χ. προοδευτικό τον ακροδεξιό Νετανιάχου, επειδή το Ισραήλ υποστηρίζει τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα και διατηρεί τα επιφαινόμενα μιας δημοκρατίας δυτικού τύπου; Η συγκυρία καθιστά πιο καίρια από ποτέ τη διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Προοδευτικά μπορεί να είναι πολλά πράγματα, ακόμη και αυτά που υποστηρίζει η νεοφιλελεύθερη δεξιά, αλλά προοδευτικές και αριστερές είναι οι ιδέες και οι πολιτικές που εκπροσωπούν τους πολλούς, τους εργαζόμενους, και υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους, που υποστηρίζουν τον δημόσιο χαρακτήρα αγαθών όπως η παιδεία, η υγεία, ο πολιτισμός, που είναι υπέρ της ειρήνης, της δίκαιης αναδιανομής του πλούτου, της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος έναντι της εμπορευματοποίησής του, της δίκαιης κλιματικής μετάβασης, αλλά και που διεκδικούν τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα, τον χωρισμό εκκλησίας-κράτους κτλ. Αν πάλι το ερώτημα αφορά τους τρόπους, το ύφος, την επικοινωνία, η απάντηση είναι: και ναι και όχι. Ναι, να χρησιμοποιήσουμε νέα κανάλια και μορφές επικοινωνίας, αλλά να διατηρήσει η ουσία και το περιεχόμενο τον δεσπόζοντα ρόλο. Όχι άλλη Φάρλι, όχι άλλη υπερέκθεση της προσωπικής ζωής και χρήση του συναισθήματος με τραμπικούς και alt-right όρους.

– Η Νέα Αριστερά του Αλέξη Χαρίτση διαφέρει από τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη. Από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, όμως, τι διαφορετικό έχετε να πείτε;

Κατ’ αρχάς, ας επερωτήσουμε λίγο αυτές τις γενικές. Η Νέα Αριστερά, με πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας της τον Αλέξη Χαρίτση, είναι ένα πιο συλλογικό εγχείρημα, με ηγετική ομάδα πληθυντικού αριθμού και μια νέα αντίληψη μακριά από τα προσωποπαγή και αρχηγοκεντρικά κόμματα. Από την άλλη, για ποιον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα μιλάμε; Πριν από την κρίση, από το 2010 ως το 2015, κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας ή μετά το 2019; Για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ (όχι το κόμμα προφανώς), όπως έγινε αντιληπτό από το 2010 και έπειτα, ολοκλήρωσε τον κύκλο του στις εθνικές εκλογές του 2023. Αυτό το τέλος σφραγίστηκε από την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη και πλέον μιλάμε για κάτι εντελώς διαφορετικό, τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε ύφος. Η Νέα Αριστερά, λοιπόν, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο. Δεν θα μπορούσε καν να επιστρέψει στον ΣΥΡΙΖΑ του 2010 ή του 2015, ακριβώς επειδή μεσολαβεί η ίδια η εμπειρία της κρίσης, των μνημονίων, της διακυβέρνησης. Παρεμπιπτόντως, βλέπω με θλίψη αριστερά κόμματα να κάνουν πολιτική σήμερα σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος στο 2015. Επομένως, η Νέα Αριστερά καλείται να αξιοποιήσει όλη την προηγούμενη εμπειρία και να απαντήσει με τόλμη σε προβλήματα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε άτολμος ή έκανε λιγότερο ή περισσότερο αναγκαίες παραχωρήσεις. Από την κλιματική κρίση μέχρι το νέο τοπίο στο πεδίο της εργασίας, από την ιλιγγιώδη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων μέχρι το θέμα του πολέμου και της ειρήνης, που τίθεται σήμερα πιεστικά στην Ευρώπη και στον κόσμο. Κάποια παραδείγματα: η Νέα Αριστερά βάζει ως προτεραιότητα τον χωρισμό κράτους-εκκλησίας, αναγνωρίζει και διεκδικεί ίσα δικαιώματα για όλους/ες/α όχι μόνο στον γάμο αλλά και στη γονεϊκότητα, δεν φοβάται να μιλήσει για φορολόγηση του πλούτου, προκειμένου να στηριχθεί το κοινωνικό κράτος, είναι σαφώς και ρητά κατά των εξορύξεων.

– Ποιες είναι οι προσωπικές σας θέσεις για τον έλεγχο των συνόρων και των μεταναστευτικών ροών αλλά και τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού στρατού;

Ας ξεκινήσω από το μεταναστευτικό. Η ιστορία της ανθρωπότητας αποδεικνύει πως μόνο πλούτο φέρνει η μετανάστευση, όταν υπάρχουν οι προϋποθέσεις και οι πολιτικές υποδοχής και ένταξης των μεταναστών. Πλούτο προφανώς υλικό, αλλά και πολιτισμικό. Αν δούμε π.χ. το παράδειγμα της αλβανικής μετανάστευσης στη χώρα μας, θα αντιληφθούμε ακριβώς αυτό που λέω, ότι το πρόσημο είναι απολύτως θετικό και μόνο η ελληνική πολιτεία υπολείπεται στην ολοκλήρωση της πλήρους ένταξης των αλβανών μεταναστών. Αντί να δούμε έτσι τα πράγματα, τόσο η ακροδεξιά όσο και η νεοφιλελεύθερη δεξιά έχουν δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο φόβου, ρατσισμού και μισαλλοδοξίας, που τελικά κανονικοποιεί και ενισχύει την ακροδεξιά ρητορική, όμως το ζήτημα είναι πολύ ευρύτερο: αφορά τις αιτίες της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, κι εδώ έχει ευθύνες και η Ευρώπη. Ας δούμε και κάτι άλλο, η Frontex, που ανέλαβε τον ρόλο της φύλαξης των συνόρων, βρέθηκε κάποια στιγμή υπόλογη για τη δράση της –και στη χώρα μας–, ενώ ο πρώην επικεφαλής της, ο Φαμπρίς Λετζερί, έχει σήμερα βέβαιη μια έδρα στο ευρωκοινοβούλιο με το κόμμα της Μαρίν Λεπέν. Οπότε, παρόλο που είμαι υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και σε μια άλλη συγκυρία θα ήμουν υπέρ και του κοινού ευρωπαϊκού στρατού και μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής, οι παρόντες συσχετισμοί δυνάμεων με κάνουν κάπως επιφυλακτική.

«Φέρνω μια ατζέντα θεμάτων στα οποία η χώρα μας υπολείπεται σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι τα ζητήματα του φύλου και της έμφυλης ισότητας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, του πολιτισμού», τονίζει η υποψήφια ευρωβουλευτής

– Γιατί να επιλέξει εσάς ο ψηφοφόρος την 9η Ιουνίου;

Συμμετέχω σε ένα συλλογικό εγχείρημα και με αυτόν τον τρόπο βλέπω και τη δική μου παρουσία στο ευρωψηφοδέλτιο. Καλώ, λοιπόν, τον και την ψηφοφόρο κατ’ αρχάς να ψηφίσει, να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία. Στη συνέχεια, να επιλέξει τη Νέα Αριστερά ως ένα νέο και δυναμικό εγχείρημα που αποτελείται από πρόσωπα με εμπειρία, κυβερνητική και κοινοβουλευτική, αλλά και νέα πρόσωπα, και έχει την τόλμη να προτείνει τομές, αλλαγές που θα κάνουν καλύτερη τη ζωή των πολλών. Ανέφερα παραπάνω κάποιες από τις κρίσιμες προτεραιότητές μας. Επίσης, θεωρώ πως διαθέτουμε ένα από τα καλύτερα ψηφοδέλτια, ανθρώπους που μπορούν πραγματικά να προσφέρουν, αν βρεθούν στην Ευρωβουλή. Γιατί να ψηφίσει εμένα ειδικά; Επειδή μπορώ να συμβάλω με τις γνώσεις και την εμπειρία μου στη διαμόρφωση κάποιων τομέων της ευρωπαϊκής πολιτικής, επειδή φέρνω μια ατζέντα θεμάτων στα οποία η χώρα μας υπολείπεται σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι τα ζητήματα του φύλου και της έμφυλης ισότητας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, του πολιτισμού. Και επειδή εμείς οι μεταφραστές είμαστε από τους λίγους που υπερασπιζόμαστε το οικουμενικό με όρους ανιδιοτέλειας, ταπεινότητας και αποδοχής του άλλου, ενώ ταυτοχρόνως μετέχουμε προνομιακά σ’ αυτό που ορίζουμε ως ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο πολιτισμό.