Ενθαρρυντική εξέλιξη για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, θεωρείται η συμφωνία των τριών κομμάτων για σχηματισμό κυβέρνησης, με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά.
Σύμφωνα με τις πρώτες ανταποκρίσεις από την Αθήνα σε αμερικανικά ΜΜΕ, καθώς και με εκτιμήσεις αναλυτών, δημιουργείται κλίμα ανακούφισης σε κράτη, οργανισμούς και αγορές με την ορκωμοσία του κ. Σαμαρά ως επικεφαλής της νέας κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή, προβάλλεται η άποψη ότι πρόκειται για «προσωρινή ανακούφιση», καθώς οι ανησυχίες για την πορεία της οικονομίας σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία αυξάνονται, παρά τις διαβεβαιώσεις των Ευρωπαίων ηγετών στη σύνοδο κορυφής της G-20 για τη λήψη ουσιαστικών μέτρων αντιμετώπισης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.
Από πλευράς ΔΝΤ, αναμένεται να αποφασιστεί η αποστολή της τρόικας, αφού υπάρξει πρώτα πρόσκληση από τη νέα ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών.
Δημοσιεύματα και ραδιοτηλεοπτικές αναφορές κάνουν λόγο για «πιθανά πισωγυρίσματα», όσον αφορά το συμμάζεμα στα οικονομικά της χώρας, εξαιτίας των προεκλογικών περιόδων.
Από το Μεξικό, όπου πραγματοποιείται η σύνοδος κορυφής της ομάδας των G-20, η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε ότι μετά τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, θα μεταβεί ομάδα του Ταμείου στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι από τη στιγμή που η τρόικα αφιχθεί στη χώρα, θα ελέγξει τη σημειωθείσα πρόοδο, εάν υπάρχουν ελλείμματα και ποιες ανάγκες πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά προτεραιότητα, όπως είπε. Η κ. Λαγκάρντ δήλωσε ότι οι ηγέτες της G-20 διατηρούν με σαφήνεια τον τελικό στόχο για μια «ισχυρή και ισόρροπη ανάπτυξη», σημειώνοντας την αποφασιστικότητά τους να λάβουν «όλα τα αναγκαία πολιτικά μέτρα» για τη στήριξη της ανάπτυξης, την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη μείωση της ανεργίας.
Σ’ αυτό το τρίπτυχο έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα και ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, μιλώντας σήμερα το πρωί (ώρα Ελλάδας), στο περιθώριο της συνόδου της G-20, επαναλαμβάνοντας συνεχώς τη λέξη ανάπτυξη.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εξέφρασε «επιφυλακτική αισιοδοξία» για τη λήψη αποφασιστικότερων μέτρων από τους Ευρωπαίους ηγέτες, με σκοπό τη διάσωση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η κ. Λαγκάρντ υποστήριξε επίσης ότι «όλοι ανησυχούν για την Ευρώπη», προσθέτοντας ότι «φυτεύτηκαν οι σπόροι για ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο ανάκαμψης» και ότι πρόθεση των Ευρωπαίων ηγετών είναι η μελέτη «συγκεκριμένων βημάτων» προς μια πιο ολοκληρωμένη οικονομική αρχιτεκτονική, προσβλέποντας, όπως είπε, και σε περαιτέρω συζητήσεις για την ευρωζώνη σε επαφές που θα έχει στην Ευρώπη αυτή την εβδομάδα.
Στο μεταξύ, σημερινά δημοσιεύματα σε αμερικανικά ΜΜΕ δίνουν μια εικόνα συγκρατημένης αισιοδοξίας, αλλά συνάμα αναμονής και ανησυχίας, για το τι μέλλει γενέσθαι σε Ελλάδα και ευρωζώνη.
Η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» αναφέρει ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος και άλλοι πολιτικοί του κόμματός του, όπως και στελέχη της ΔΗΜΑΡ, αφήνουν υπόνοιες ότι θα προσπαθήσουν να αποφύγουν ευθύνες για αποφάσεις που θα λάβει η νέα κυβέρνηση, περιορίζοντας τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση με επικεφαλής τον κ. Σαμαρά.
Παράλληλα, τονίζεται, θα επιδιώξουν να παρεμποδίσουν τη συμμετοχή στην κυβέρνηση υπουργών που υπηρέτησαν σε κυβερνήσεις που διαπραγματεύτηκαν την αρχική συμφωνία της δανειακής σύμβασης. Προβάλλεται δε η άποψη αναλυτών ότι εάν η κυβέρνηση θέλει να επιβιώσει επί χρονικό διάστημα επαρκές για να εφαρμόσει τις υποχρεώσεις της υπό τη δανειακή συμφωνία, θα πρέπει να αποσπάσει σημαντικές τροποποιήσεις στη συμφωνία από τους διεθνείς δανειστές της.
Σε άλλο δημοσίευμα στην ίδια εφημερίδα υποστηρίζεται ότι ενώ τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα ελίσσονταν χθες για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, οι πιστωτές της χώρας έδωσαν ενδείξεις ότι είναι πρόθυμοι να συζητήσουν την αναθεώρηση των όρων του ελληνικού πακέτου δανειακής συμφωνίας.
Η «Ουάσιγκτον Ποστ» αναφέρεται στο δύσκολο έργο της αναπροσαρμογής της ελληνικής οικονομίας που καλείται να επιτελέσει η νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Αντώνης Σαμαράς έχει δηλώσει ότι θα προσπαθήσει να αναθεωρήσει ορισμένα από τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο σχέδιο διάσωσης, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα πρέπει να σεβασθεί τις βασικές δεσμεύσεις της για να διασφαλίσει την παραμονή της στην ευρωζώνη. Όπως επισημαίνεται, η νέα κυβέρνηση θα ξεκινήσει επίσης άμεσα τις συνομιλίες με το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να διακριβωθεί η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, μετά από μια μακρά περίοδο αδράνειας στον τομέα των οικονομικών και δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, λόγω των βουλευτικών εκλογών. Υπάρχουν περιθώρια, τονίζεται, για ενδεχόμενη επιμήκυνση των όρων εφαρμογής του σχεδίου διάσωσης, αλλά οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν είναι πρόθυμοι να δεχθούν μια συνολική αλλαγή του προγράμματος.
Στην ανταπόκριση από την Αθήνα γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, και στις πρόσφατες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, σύμφωνα με τις οποίες η χώρα έχει λάβει τα δύο τελευταία χρόνια, από την Ευρώπη και το ΔΝΤ, οικονομική βοήθεια που ξεπερνά το ένα τρισ. δολάρια. Σε αυτό το ποσό περιλαμβάνονται και τα 120 δισ. δολάρια που διατέθηκαν για το PSI. Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα συνεχίζει να παράγει ελλείμματα σε βασικούς τομείς, παραμένοντας εξαρτώμενη από τον δανεισμό της Ευρώπης και του ΔΝΤ για να μπορεί να ανταποκρίνεται σε βασικές της υποχρεώσεις, όπως την εισαγωγή πετρελαίου και τροφίμων και για την καταβολή συντάξεων και μισθών.
Τέλος, σημειώνεται ότι το χρονοδιάγραμμα της εφαρμογής των δεσμεύσεων του σχεδίου διάσωσης σημειώνει καθυστέρηση, ενώ η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά θα κληθεί ενδεχομένως σύντομα να λάβει επείγουσες και όχι ιδιαίτερα δημοφιλείς αποφάσεις. Το σημαντικότερο δίλλημα για τη νέα κυβέρνηση θα είναι ο τρόπος εξοικονόμησης των 11 δισ. ευρώ, περίπου 5% της οικονομίας, από τις δημόσιες δαπάνες, τα επόμενα δύο χρόνια, που αναμένεται να περικοπούν από το κράτος πρόνοιας το οποίο θεωρείται γενναιόδωρο για τη μεσαία τάξη, σύμφωνα με το δημοσίευμα, προβάλλοντας την άποψη ότι πρόκειται για ένα από τα θέματα για τα οποία η νέα κυβέρνηση θα ζητήσει παράταση, επισημαίνοντας τον κίνδυνο εμβάθυνσης της ύφεσης. Επίσης, εκτιμάται ότι η καθυστέρηση των περικοπών σημαίνει ωστόσο ότι θα απαιτηθεί η παροχή επιπλέον χρημάτων από το εξωτερικό, ένα δύσκολο αίτημα λόγω του ύψους των κεφαλαίων που έχουν διατεθεί έως τώρα.