– Να ανοίξω παντζούρια να δω τι καιρό κάνει έξω;
– Γιατί, αυτό θα σε βελτιώσει, ως άτομο;
– Να μην ανοίξω;
– Ανοίξεις, δεν ανοίξεις ένα και το αυτό. Σκοτάδι πριν, σκοτάδι και μετά.
– Ναι, αλλά, κάθε πρωί, δεν ανοίγουμε παντζούρια; Είναι κάτι σαν συνήθεια… ξέρω ‘γω… σαν παράδοση…
– Ναι, σαν τις φωτιές του Άι-Γιαννιού, ένα θέαμα. Συμβολικά. Για καλό του χρόνου!
– Εγώ ανοίγω! Ανοίγω εγώ τώρα!
– Ναι, αλλά όχι απότομα! Μαλακά. Λάου – λάου.
– Με τρόπο;
– Με τακτ! Μην τη φάμε τη συννεφιά μες στη μούρη. Τη μαύρη τη μαυρίλα, την κατίμαυρη, που μου βγάζει γλώσσα κάθε πρωί έξω απ’ το παράθυρο μου…
– Τις παίρνεις πολύ προσωπικά τις καιρικές συνθήκες!
– Αυτές με παίρνουν! Με παίρνουν και με σηκώνουν! Καλέ, πού τον πήγανε τον καταγάλανο αττικό ουρανό; Πού τον μετακομίσανε, νύχτα, μην το πάρουμε χαμπάρι;
– Ο αττικός ουρανός ήτανε μεγάλη φίρμα κάποτε!
– Κάποτε! Τώρα, ψάξε βρες τον. Βροχές, αστραπές, συννεφιά, το γκρί σουρί, ένα πράγμα…
– Έχω ένα γκρι σουρί μεταξωτό…
– Ναι! Να βάλεις τα μεταξωτά και να φυσάει! Άσε με, ρε Ευγενία, πρωινιάτικα. Εδώ, για να βγεις έξω, πρέπει να ντυθείς ο καρακαρνάβαλος. «Τι είστε ντυμένη;» «Γιούκος!» Γυρίζω σπίτι και θέλω τρία τέταρτα για να ξεφλουδίσω το ένα ρούχο μετά το άλλο!
– Τα παιδιά μου δεν τα φιλάω πια. Τρίβουμε τις μύτες μας σαν τους Εσκιμώους! Έχουμε κρεμάσει και στο περιλαίμιο της γάτας ένα παγούρι με κονιάκ. Το περιφέρει από σαλόνι σε κουζίνα.
– Ότι η γάτα είναι ο σκύλος του Αγίου Βερναρδου, και καλά;
– Και καλά! Κι ότι αν μας βρει στο χολάκι με κρυοπαγήματα και γάγγραινες, θα μας ποτίσει το κονιάκ να μας σώσει τη ζωή.
– Τη ζωή την συννεφιασμένη…
– Το πρόσεξες κι εσύ; Το παρατήρησες; Αλλιώς αντιμετωπίζεις ένα πρόβλημα με λιακάδα, αλλιώς με τη μαυρίλα. Το ίδιο πρόβλημα, το ολόιδιο, το φτυστό, το ταμάμ, μιλάμε. Ή το λύνεις, ή σε παίρνει από κάτω, ανάλογα με την καιρική τη συνθήκη.
– Τον Ιούλιο μου κάηκε η ασφάλεια στον πίνακα και την άλλαξα. Προχτές μου κάηκε κι έβαλα τα κλάματα.
– Ψυχοπλακώνεσαι, αγάπη μου. Την τρίχα την κάνεις τριχιά. Πέφτει η ψυχολογία σου στο πλέον χαμηλό βαρομετρικό. Στις θερμοκρασίες τις κάτω-κάτω, τις τάπες, τις στούμπες! Εγώ πλέον, για να σηκώσω τον ψυχισμό μου, πρέπει να κολοσούρνομαι στις μοκέτες.
– Μην το λες αυτό. Τότε τι να πουν οι Άγγλοι που έχουν μουλιάσει, ως λαός;
– Γι’ αυτό είναι έτσι οι Άγγλοι. Μες στη ξινίλα και τη μουράκλα. Χώρια που μας μισούν εμάς τους Έλληνες. Γενικώς, πας μη Άγγλος βάρβαρος. Μόνο όταν πλακώνουνε στου Χάροντς και το αδειάζουνε αυτές με τις μπούρκες από τα αραβικά εμιράτα! Μόνο τότε οι αριστοκράτες οι Άγγλοι ξέρουνε να κάνουν τεμενάδες!
– Για κοίτα απ’ τη γρίλια, διακριτικά…
– Μη γίνω αντιληπτή και μούσκεμα;
– Πάνω δεξιά, σαν να βγήκε μια αχτιδούλα ήλιου! Τρέχα!
– Περίμενε! Να βάλω τα μυωπικά και να φυσάει!
– Τζάμπα τρέχεις, πάει την έχασες!
– Κλείσε το παντζούρι, Μίνα μου! Κλείστο ρημάδι να τελειώνουμε μ’ αυτή την παρωδία.
– Τα λάθη μας πληρώνουμε! Μια χαρά πλανήτης – πάει, τον καταστρέψαμε. Και τώρα μας εκδικείται η φύση!
– Καλά κάνει και μας εκδικείται. Κλείσε!
– Γιατί!
– Έτσι που την κάναμε τη φύση; Να μην τη βλέπουμε τουλάχιστον!
Της Έλενας Ακρίτα από την aixmi.gr