Τα πρώτα Honda CT110 κατασκευάστηκαν το 1980. Πουλήθηκαν σε διάφορες αγορές του κόσμου, κέρδισαν όμως φήμη δουλεύοντας σαν σκυλιά για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, αποκτώντας το παρατσούκλι «Postie».
Βασίζονται στο CT90 (αποτελούν δηλαδή παραλλαγές του παπιού) με μεγαλύτερο κινητήρα (105 κυβικά), ημιαυτόματο κιβώτιο, σκληροτράχηλες αναρτήσεις / τροχούς, μπαταρία κλειστού τύπου και βομβητή στα φλας.
Για τους «πολίτες» η Honda κατασκευάζει και μια «αγροτική» έκδοση που δεν διαθέτει όμως την αντοχή του Postie, αφού δεν φορά τα βαρέως τύπου καλούδια εκείνου. Ξεχωρίζει από το ταχύμετρο πάνω στο φανάρι και τη σχάρα στον εμπρός τροχό.
Γενικά οι συλλέκτες και οι λάτρεις του μοντέλου προτιμούν την ταχυδρομική έκδοση και ειδικότερα τα μοντέλα μετά το 1998. Μπορεί κανείς να βρει με λίγα (20-25.000), μέτρια (25-30.000) ή πολλά χιλιόμετρα (πάνω από 30.000), τα οποία συνήθως αντανακλώνται και στην τιμή. Αποτελούν δημοφιλή βάση για μετατροπές –ένα πάμφθηνο μέσο μεταφοράς με χαρακτήρα και προσωπικότητα.
Η ιστορία του εικονιζόμενου ξεκίνησε σαν δώρο προς τον Σαλ από μια παρέα φίλων του. Μοντέλο 2003, αφού υπηρέτησε πιστά στην ταχυδρομική υπηρεσία, ανέλαβε μετά την συνταξιοδότησή του αγροτικά καθήκοντα, μέχρι που η παρέα το βρήκε και το αγόρασε για 800 δολάρια Αυστραλίας. Πριν αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, οδηγήθηκε στο γκαράζ της Ellaspede στο Μπρίσμπεην, για να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή.
Ο Σαλ είναι αρχιτέκτονας και χόμπι του είναι η σχεδίαση/κατασκευή χειροποίητων αντικειμένων. Τον συγκινεί επίσης κάθε ιδιοκατασκευή και ειδικά μοτοσυκλετών, μια αγάπη από πριν το Πανεπιστήμιο, όπου γνωρίστηκε συμπτωματικά με τους ανθρώπους της Ellaspede.
Οι μετατροπές που θα ήθελε στο CT100 αποτέλεσαν το ιδανικό βάθρο για τη συνεργασία με τους πρώην συμφοιτητές του. Έμπνευση αποτέλεσε μια παρόμοια μετασκευή της Ellaspede σε ένα CT110 του 1998, γνωστή και σαν EB008.
Πρώτη επέμβαση αποτέλεσε η προσαρμογή και τοποθέτηση ενός παλιού ρεζερβουάρ από Honda 125. Η Ellaspede δεν αποκαλύπτει ακριβώς την προέλευσή του, αλλά το σχήμα εδώ στην Ελλάδα είναι πολύ γνωστό, από τα πάμπολα XL125S που κυκλοφορούσαν στους ελληνικούς δρόμους από τα τέλη του ’70 ως και τα πρώτα χρόνια της χιλιετίας μας.
Τα σημάδια του χρόνου στο ρεζερβουάρ έμειναν ανέγγιχτα, σύμβολο της ηλικίας της μοτοσυκλέτας που κατά τα άλλα ανανεώθηκε ολοκληρωτικά.
Αρχικά το CT γδύθηκε τελείως, με πρώτη εργασία τις μετατροπές στο πλαίσιο για να δεχτεί το νέο ρεζερβουάρ. Έπειτα όλες οι κολλήσεις ενισχύθηκαν, ενώ αφαιρέθηκε ένα τμήμα από το πίσω μέρος, κονταίνοντας το σύνολο.
Επεμβάσεις απαιτήθηκαν για να εφαρμοστεί στη νέα της θέση και η σέλα. Στη συνέχεια στο χέρι φτιάχτηκαν το εμπρός φτερό, τα “αυτά” στήριξης του προβολέα και μια πληθώρα στηριγμάτων ή βάσεων.
Το μαμίσιο φανάρι παρέμεινε, αλλά όλα τα υπόλοιπα φωτιστικά σώματα αλλάχτηκαν με μικρότερα aftermarket. Καινούργιο τιμόνι, καθρέφτες και βάση πινακίδας βρήκαν τη θέση τους στη δεύτερη μετενσάρκωση του μικρού ταχυδρόμου.
Τα στάνταρ φρένα ελέγχθηκαν και όπου χρειάστηκε ανανεώθηκαν, ενώ και το πιρούνι απέκτησε νέες μπότες. Έπειτα αλλάχτηκαν τα γρανάζια μπρος/πίσω, ώστε να προσαρμοστεί το βήμα τους στην αστική χρήση.
Το μοτεράκι μετρήθηκε και βρέθηκε εντός προδιαγραφών, οπότε το μόνο που χρειάστηκε ήταν κάποιο βάψιμο και η προσαρμογή ενός πιο ελεύθερου φίλτρου αέρα. Το καρμπυρατέρ ανακατασκευάστηκε και η εισαγωγή γυαλίστηκε εσωτερικά για να βελτιωθεί η ροή του καυσίμου μείγματος.
Έπειτα τοποθετήθηκε μια χαμηλή εξάτμιση από ανοξείδωτο ατσάλι με σιλανσιέ «τούρμπο». Βίδες, στηρίγματα, βραχίονες και οτιδήποτε έδειχνε ταλαιπωρημένο καθαρίστηκε, τρίφτηκε, βάφτηκε ή όπου δεν ήταν δυνατόν, αλλάχτηκε.
Κατά τον Σαλ, το κέντρο βάρους της μετατροπής βρίσκεται στην επιτυχημένη “ένωση” του παλιού ρεζερβουάρ με την στάνταρ σέλα. Το δέσιμο σέλας-ρεζερβουάρ κατάφερε να μετατρέψει το σκληροτράχηλο παπί σε μοτοσυκλέτα, έτοιμη να αντιμετωπίσει την πρόκληση της πόλης και να κερδίσει τα βλέμματα, κόντρα στα πιο σύγχρονα σχήματα των εργοστασιακών δίτροχων.
Το τελικό αποτέλεσμα δείχνει παράξενο ίσως, όμως έδωσε υπόσταση στην τρίτη ζωή του ηρωικού Honda και γοητεύει όσους συγκινούνται από οτιδήποτε παλιό που ξαναζωντανεύει.
Κι εμείς βρίσκουμε κάπως ανακουφιστικό το ότι τελικά, ο χαρακτήρας και η μοναδικότητα δεν αποτιμώνται απαραίτητα με οικονομικούς όρους.
Θανάσης Χούντρας