Οι τίτλοι τέλους έπεσαν για τον Τάσο Μέρμηγκα μέσα από ένα συγκλονιστικό και δραματικό τέλος στις «Ψυχοκόρες».
Ο Τάσος Μέρμηγκας υπήρξε σε όλη του τη ζωή ένας γοητευτικός απατεώνας. Λάτρης των γυναικών με γεμάτο πορτοφόλι, κυνηγούσε συνεχώς τον πλούτο και την άνετη ζωή -ή αλλιώς τα θηράματά του- χωρίς να λογαριάζει το συναίσθημα. Οι παράνομες δραστηριότητες, το λαθρεμπόριο και ο τζόγος ήταν η δεύτερη φύση του. Και γιατί όχι; Ο Τάσος δεν είχε μάθει να ζει αλλιώς, δεν ήξερε πώς να ζήσει αλλιώς. Μας συστήθηκε ως επί πληρωμή φίλος της οικογένειας Κοτρώτση και ως εραστής της Νέλλας κατά παραγγελία του συζύγου της. Καλοπέραση και εύκολο χρήμα, δύο σε ένα.
Η γνωριμία του, όμως, με τη Δεσποινιώ έμελλε να αλλάξει για πάντα την πορεία της ζωής του. «Όταν κοιτώ τα μάτια σου λάμπει ο κόσμος όλος» της έγραψε σε ένα χαρτί και από τότε ήξερε ότι η καρδιά της ήταν δική του. Στην αρχή η Δεσποινιώ αποτέλεσε άλλο ένα τρόπαιο στη μακρά συλλογή των εξαπατήσεών του, όμως, η συνέχεια της σχέσης τους αποδείχθηκε καταστροφική για τον Τάσο. Κι αυτό, γιατί η αγνότητα και η αθωότητα της Δεσποινιώς κατάφερε να σπάσει τον καθρέφτη του, κάνοντας κομμάτια τον αντικατοπτρισμό του άλλοτε γοητευτικού απατεώνα.
Ο Τάσος ανακάλυψε ξαφνικά και υπό το άγρυπνο μάτι της αδίστακτης Βικτωρίας ποιος πραγματικά θα ήθελε να είναι. Αλλά πλέον ήταν πολύ αργά. Η ζωή του είχε μπει σε τόσο γερές ράγες ανομίας και ανηθικότητας, που ο εκτροχιασμός προς τον δρόμο της αγνής αγάπης με κατεύθυνση τη Δεσποινιώ δεν μπορούσε παρά να είναι μοιραίος. Ο Τάσος Μέρμηγκας δεν μπόρεσε να αντέξει αυτό που είχε γίνει και υπό το βάρος των ενοχών του, αποφάσισε να ρίξει ο ίδιος την αυλαία της ζωής του. Και παρόλο που έζησε μέσα στο σκοτάδι, άφησε την τελευταία του πνοή κοιτώντας το αγνό φως – δηλαδή τα μάτια της Δεσποινιώς.