Οι αρχές του Καναδά απαγόρευσαν επίσημα χθες Τετάρτη (16/3) στους πάροχους να μεταδίδουν το πρόγραμμα των ρωσικών ειδησεογραφικών δικτύων RT (πρώην Russia Today) και RT France, κρίνοντας ότι το περιεχόμενό τους δεν είναι προς «όφελος του κοινού».
«Η ελευθερία της έκφρασης και η ποικιλομορφία των απόψεων είναι απαραίτητα συστατικά της δημοκρατίας μας. Ωστόσο, το να μεταδίδεται ένα πρόγραμμα στον Καναδά είναι προνόμιο και όχι δικαίωμα», σημείωσε ο Ίαν Σκοτ, πρόεδρος του Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και Τηλεπικοινωνιών του Καναδά (CRTC).
Ο δημόσιος οργανισμός εξέφρασε την ανησυχία του για το «πρόγραμμα που προέρχεται από ξένη χώρα, η οποία επιδιώκει να υπονομεύσει την εθνική κυριαρχία μιας άλλης», να «μειώσει τους Καναδούς συγκεκριμένης εθνικής καταγωγής» και να «υπονομεύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στον Καναδά».
Μερικές ημέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία την 24η Φεβρουαρίου, αρκετοί μεγάλοι πάροχοι στον Καναδά, ιδίως οι όμιλοι Bell και Rogers & Shaw, είχαν ήδη αποφασίσει να σταματήσουν να μεταδίδουν το πρόγραμμα του RT.
Στις αρχές του Μαρτίου, το CRTC άρχισε δημόσια διαβούλευση. Σε αυτή υπήρξαν 350 παρεμβάσεις υπέρ της διακοπής της μετάδοσης του προγράμματος των ρωσικών τηλεοπτικών δικτύων και 16 υπέρ της συνέχισής του.
Καθώς κατηγορούνται πως είναι όργανα «παραπληροφόρησης» της Μόσχας, ειδικά όσον αφορά τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης RT και Sputnik απαγορεύθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απαγόρευση της μετάδοσης του περιεχομένου τους στην τηλεόραση και στο Διαδίκτυο τέθηκε σε εφαρμογή τη 2η Μαρτίου.
«Η συστηματική χειραγώγηση και παραπληροφόρηση πληροφοριών από το Κρεμλίνο εφαρμόζεται ως επιχειρησιακό εργαλείο στην επίθεσή του στην Ουκρανία. Είναι επίσης μια σημαντική και άμεση απειλή για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια της Ένωσης. Σήμερα, κάνουμε ένα σημαντικό βήμα ενάντια στην επιχείρηση χειραγώγησης του Πούτιν και κλείνοντας τη ροή για τα ρωσικά κρατικά μέσα στην ΕΕ», ανέφερε τότε χαρακτηριστικά ο ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ.
Το RT, που άρχισε να εκπέμπει το 2005, τότε ακόμη ως Russia Today, με χρηματοδότηση του ρωσικού κράτους, αναπτύχθηκε δημιουργώντας τηλεοπτικό περιεχόμενο και ιστότοπους σε διάφορες γλώσσες, ανάμεσά τους την αγγλική, τη γαλλική, την ισπανική, τη γερμανική και την αραβική.