Μετά το διάλειμμα όχι για, αλλά από τις διαφημίσεις που οδήγησε και σε διάλειμμα από νέες τηλεοπτικές παραγωγές, η αναβίωση των σίριαλ επανέρχεται στην μικρή οθόνη. Άλλωστε στη μέχρι τώρα ζωή της ελληνικής τηλεόρασης, τα σίριαλ ήταν πάντα πρώτα στις προτιμήσεις του φιλοθεάμωνος κοινού. Από τα εκατοντάδες που μέχρι σήμερα έχουν προβληθεί, άλλα έχουν σημειώσει εφήμερες επιτυχίες, άλλα έχουν ξεχαστεί ακόμα και από τους δημιουργούς του αλλά φυσικά δεν έλειψαν κι εκείνα που άφησαν το δικό τους ανεξίτηλο αποτύπωμα στη ιστορία της τηλεοπτικής μυθοπλασίας, χαρίζοντας στιγμές απόλαυσης και σημειώνοντας τεράστια επιτυχία στα «νούμερα» της εποχής. Ποια είναι εκείνα που κατάφεραν να κερδίσουν τη μάχη με το χρόνο, και να γίνουν σημείο αναφοράς από τα παρθενικά βήματα της τηλεόρασης μέχρι και την ενήλικη ζωή της; Το newsbeast.gr σας ταξιδεύει σε μια νοσταλγική διαδρομή των εμβληματικών τηλεοπτικών σειρών της ελληνικής tv που μετέτρεψαν ακόμα και την άλλοτε χιονισμένη εικόνα της σε μαγική… Τα παρθενικά βήματα Τέσσερα χρόνια μετά τα πρώτα βήματα της ελληνικής τηλεόρασης κι ενώ ως τότε προβάλλονταν ξένα (αμερικανικά ως επί το πλείστον) σίριαλ, αποφασίστηκε η δημιουργία και προβολή της πρώτης ελληνικής σειράς. Το πρώτο made in Greece σίριαλ ήταν το «Το σπίτι με τον φοίνικα» που εξέπεμψε από τους δείκτες της ΥΕΝΕΔ τον Απρίλιο του 1970, χωρίς να σημειώσει όμως την αναμενόμενη επιτυχία στο μη εξοικειωμένο κοινό της εποχής. Η λέξη σίριαλ ως τότε ήταν άγνωστη και η σειρά παρουσιάστηκε ως «ελληνικό θέατρο συνέχειας». Ήταν μάλιστα γυρισμένη με κινηματογραφικές και όχι τηλεοπτικές κάμερες Η δραματική – ερωτική σειρά 13 ημίωρων επεισοδίων, ιδέα του τότε στελέχους της ΥΕΝΕΔ, Κώστα Σισμάνη, με σενάριο που υπέγραφε η Κική Σεγδίτσα και σκηνοθεσία Θεόδωρου Αδαμόπουλου και Ιάσονας Γιαννουλάκη, ολοκληρώθηκε πριν την ώρα της μιας και ο πρωταγωνιστής της αποχώρησε για επαγγελματικούς λόγους. Ένα μήνα μετά την αποτυχία του «Σπιτιού με το Φοίνικα» ήρθε το δεύτερο σε σειρά αλλά πρώτο σε επιτυχία ελληνικό σίριαλ, με τίτλο «Ο κύριος Συνήγορος». Ο πρωταγωνιστής Γιάννης Μιχαλόπουλος, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την πρώτη προσπάθεια του σπιτιού με το Φοίνικα, υπέγραφε μαζί με τον Μεγακλή Βιντιάδη τη σκηνοθεσία ενώ το σενάριο ήταν του Κώστα Πρετεντέρη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως τα πρώτα από τα 256 επεισόδια του προβλήθηκαν σε απευθείας μετάδοση. Ο σεναριογράφος την περίοδο εκείνη υπέγραψε επιπλέον και τα σενάρια του «Ο κύριος, η κυρία και η μαμά», μια κωμωδία που ξεκίνησε να προβάλλεται τον Ιανουάριο του 1971, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Νικολαΐδη, με τους Κώστα Καστανά, Σμάρω Στεφανίδου, Σούλη Σαμπάχ, Γιάννη Βογιατζή κ.ά., καθώς και της «Κοκορόμυαλης» Κατερίνας Γιουλάκη, ρόλος που της χάρισε τις καλύτερες συστάσεις στο φρέσκο τότε τηλεοπτικό κοινό. Παράλληλα με την εποχή που η «Κοκορόμυαλη» μεσουρανούσε, ήρθε και η πρώτη, εξίσου τεράστια με όσες ακολούθησαν, επιτυχία του Νίκου Φώσκολου, με τίτλο ο «Αγνωστος πόλεμος». Στο σήριαλ αυτό σε σκηνοθεσία του Κώστα Κουτσομύτη, το οποίο σημειωτέων κατέγραψε μερικές από τις υψηλότερες τηλεθεάσεις στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης («τότε για να μετρήσουν τηλεθέαση ανέβαιναν πάνω στα σπίτια και μετράγανε κεραίες» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Φρέντυ Γερμανός), ο Άγγελος Αντωνόπουλος ως συνταγματάρχης Βαρτάνης καθήλωνε τους Ελληνες στους δέκτες τους. Σίριαλ vs Χούντα Στον αντίποδα του συντηρητικού «Πατρίς – θρησκεία – οικογένεια» που πρέσβευε ο «Άγνωστος πόλεμος», η σατιρική σειρά «Εκείνος κι εκείνος» ήρθε για να περάσει με ευφυή τρόπο μηνύματα κατά της χούντας. Στη σειρά που έφερε την υπογραφή του Κώστα Μουρσελά, πρωταγωνιστούσε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, υποδυόμενοι τον Λουκά και τον Σόλων, δύο κλοσάρ, δύο ερείπια της ζωής που κυκλοφορούν στους δρόμους όχι μόνο για να σατιρίσουν αυτά που βλέπουν γύρω τους αλλά και για να αυτοσαρκαστούν. Το πρώτο επεισόδιο προβλήθηκε στις 19 Ιουνίου 1972 και το τελευταίο στις 9 Φεβρουαρίου 1974. Σήμερα βέβαια η αρχική σειρά δεν σώζεται, υπάρχει μόνο το remake της που πραγματοποιήθηκε με τους ίδιους ηθοποιούς το 1989 με διαφορετική δυναμική όμως από του πρωτότυπου… Στον αντίποδα της αστυφιλία που σταδιακά αρχίζει να ερημώνει τα χωριά, η ΥΕΝΕΔ προβάλλει το 1974 μια σειρά που εξελίσσεται στην ελληνική επαρχία. Ο «Μεθοριακός Σταθμός», με πρωταγωνιστή τον Βάσο Αδριανό που υποδύεται τον γεωπόνο του χωριού έφτασε σε ακροαματικότητα το 68% με τους επαρχιώτες να καταλαμβάνουν τα καφενεία κάθε φορά που παιζόταν το επόμενο επεισόδιο. Τα περιοδικά δεν σταματούσαν να έχουν στα εξώφυλλα τους τον γοητευτικό γεωπόνο, ο οποίος κοσμούσε και τα περισσότερα εφηβικά δωμάτια της ελληνικής επικράτειας, ενώ σύσσωμο το τηλεοπτικό κοινό περίμενε να δει αν ο γεωπόνος θα παντρευόταν τη Γαρουφαλλιά. Το τέλος δικαίωσε τους ακροατές αφού σε ένα τροχαίο σκοτώνεται η μνηστή του Αδριανού, κι έτσι ο Αλέξης σμίγει επιτέλους με την ερωτευμένη από το πρώτο επεισόδιο μαζί του, Γαρουφαλλιά. Μάλιστα ο έρωτας τους συνεχίστηκε και εκτός οθόνης αφού ο Αλέξης Αδριανός παντρεύτηκε στην πραγματικότητα την Λένα Βουτσινά εκπληρώνοντας την επιθυμία του κοινού. Τα γυρίσματα είχαν πραγματοποιηθείς στο σταθμαρχείο Μενιδίου και στα Κιούρκα, τότε που οι περιοχές των Αθηνών έμοιαζαν με πολύ με το χωριό των ελληνοαλβανικών συνόρων που υποτίθεται πως γυριζόταν το σήριαλ. Μυθιστορήματα στην ιστορία της μικρής οθόνης Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, η διοίκηση της δημόσιας τηλεόρασης αλλάζει και στελεχώνεται από τον Δημήτρη Χορν στην θέση του διευθυντή, τον Παύλο Μπακογιάννη στη θέση του αναπληρωτή διευθυντή καθώς και από τον Οδυσσέα Ελύτη, στη θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου με υπόλοιπα μέλη, ανθρώπους του πνεύματος και καθηγητές πανεπιστημίου. Υπό αυτή τη διοίκηση λαμβάνεται η απόφαση να μεταφερθούν στην μικρή οθόνη τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα… τακτική που θα ακολουθηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της τηλεοπτικής ιστορίας. Στην απόφαση βέβαια συνέβαλε και το γεγονός πως η πρώτη απόπειρα είχε στεφθεί με επιτυχία… Ήδη από το 1973 με την τηλεοπτική σειρά «Οι έμποροι των εθνών» το τηλεοπτικό κοινό παρακολούθησε με ιδιαίτερο μάλιστα ενδιαφέρον το ομώνυμο λογοτεχνικό έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη να εξελίσσεται επί της οθόνης. Τη σκηνοθεσία υπέγραψε αρχικά ο παραγωγός Δημήτρης Ποντίκας, ο οποίος είχε και την ιδέα και συνέχισε ο Κώστας Φέρρης, ενώ εκτός από τους πρωταγωνιστές Κατερίνα Αποστόλου, Νίκο Τζόγια και Ανδρέα Μπάρκουλη, σε διάφορους ρόλους εμφανίστηκαν οι Στάθης Ψάλτης, Ελένη Χαλκούση, Μαρία Αλκαίου, Αντώνης Αντωνίου, Θόδωρος Μορίδης, Ειρήνη Κουμαριανού, Νικήτας Τσακίρογλου κ.ά. Βασισμένη σε ακόμα ένα μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη την ίδια χρονιά προβλήθηκε και η «Γυφτοπούλα», σε παραγωγή και πάλι του Ποντίκα και με τον Αποστόλου και τον Τζόγια να εμφανίζονται στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Την σκηνοθεσία και το σενάριο σε αυτή την περίπτωση υπέγραφε ο Παύλος Μάτεσις. Ένα χρόνο αργότερα, το 1975, ο Φέρρης σκηνοθετεί τη «Μενεξεδένια πολιτεία» του Άγγελου Τερζάκη, οι Μάτεσις – Βαγγέλης Σερντάρης – Γιώργος Χαραλαμπίδης τη μυθιστορηματική σύνθεση του Διονυσίου Ρώμα «Περίπλους» και ο Βασίλης Γεωργιάδης το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη. Για την μεγάλου κόστους παραγωγή, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», από την οποία όπως είχε δηλώσει ο παραγωγός είχε χάσει αρκετά λεφτά, έξω από το στούντιο σε μια αλάνα που υπήρξε δίπλα, είχε χτιστεί ένα ολόκληρο χωριό. Όπως είχαν δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή τους οι συντελεστές «πολλοί τηλεθεατές, εντυπωσιασμένοι από το περίλαμπρο σκηνικό, έψαχναν να ανακαλύψουν την περιοχή των γυρισμάτων ώστε να αγοράσουν σπίτι». Η μεταφορά του συγκεκριμένου λογοτεχνικού έργου συγκλόνισε το τηλεοπτικό κοινό, το ίδιο και το καστ το οποίο περιλάμβανε το πάνθεον του ελληνικού κινηματογράφου. Από την Γεωργία Βασιλειάδου, η οποία είχε κάνει την πρώτη και μοναδική τηλεοπτική της εμφάνιση, μέχρι την Κάτια Δανδουλάκη, τον Καλλέργη, τον Γιώργο Φούντα και πολλούς άλλους. Όπως ήταν αναμενόμενο βέβαια η σειρά, όπως και το ίδιο το μυθιστόρημα, προκάλεσαν την αντίδραση της εκκλησίας. Και ο επιτυχημένος πρωταγωνιστής που συγκέντρωσε την προσοχή και τα θετικά σχόλια του τηλεοπτικού κοινού, σταμάτησε την καριέρα του εκεί… γεγονός που σύμφωνα με πολλούς επιβεβαίωσε τον αστικό μύθο που θέλει όσους υποδύθηκαν τον χριστό να μην προχώρησαν σε επόμενα επαγγελματικά βήματα. Από τις σελίδες των μυθιστορημάτων που μεταφέρθηκαν στη μικρή οθόνη ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, η «Γαλήνη» του Ηλία Βενέζη (ΕΡΤ 1976,σε σκηνοθεσία Κώστα Λυχναρά), ο «Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση (ΥΕΝΕΔ, 1976, σε σκηνοθεσία Β. Γεωργιάδη – Βασίλη Βλαχοδημητρόπουλου και ΑΝΤ1 2007 σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη), «Η αναδυομένη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου (ΥΕΝΕΔ 1978, σκηνοθεσία Ανδρέου), «Λεηλασία μιας ζωής» του Αντώνη Τραυλαντώνη (ΕΡΤ 1978, σκηνοθεσία Λυχναρά), «Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη (ΕΡΤ 1978, σκηνοθεσία Τώνιας Μαρκετάκη), «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» του Στρατή Μυριβήλη (ΕΡΤ 1979, σενάριο Μαργαρίτας Λυμπεράκη και σκηνοθεσία Κώστα Αριστόπουλου), «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» του Καραγάτση (ΥΕΝΕΔ 1979, σκηνοθεσία Β. Γεωργιάδης και Β. Βλαχοδημητρόπουλος). Ιδιαίτερη αίσθηση και μεγάλη δημοφιλία γνώρισε και η «Αστροφεγγιά» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, η οποία προβλήθηκε το 1980 στην ΕΡΤ σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου και πρωταγωνιστές το σύγχρονο πάνθεον της ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής. Στη συνέχεια προβλήθηκε η «Λωξάντρα» τηςΜαρίας Ιορδανίδου (ΕΡΤ 1980, σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου), η «Μεθυσμένη πολιτεία» του Σωτήρη Πατατζή (ΕΡΤ 1980, σκηνοθεσία Λυχναρά), ο «Χατζημανουήλ» του Θράσου Καστανάκη (ΕΡΤ 1984, σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή), οι «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα (ΕΡΤ 1985, σκηνοθεσία Ροβήρου Μανθούλη). Ανάλογη επιτυχία γνώρισαν και τα μυθιστορήματα της μικρής οθόνης που προβλήθηκαν από την δεκαετία του ’90 μέχρι και την πολύ πρόσφατη παραγωγή του μυθιστορήματος της Χισλοπ, «Το νησί» (Mega, 2010, σκηνοθεσία Θοδωρή Παπαδουλάκη). «Ο κίτρινος φάκελος» του Καραγάτση (ΑΝΤ1, 1990, σε σκηνοθεσία Κουτσομύτη), τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Μουρσελά (ΑΝΤ1, 1992, σε σκηνοθεσία Κουτσομύτη), «Οι φρουροί της Αχαΐας» του Τάσου Αθανασιάδη (Mega, 1992, σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου), η «Πρόβα νυφικού» της Ντόρας Γιαννακοπούλου (ΑΝΤ1, 1995, σκηνοθεσία Κουτσομύτη), «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή (ΑΝΤ1, 1995, σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη), «Η αγάπη άργησε μια μέρα» της Λιλής Ζωγράφου (ΕΤ1, 1997, σκηνοθεσία Κουτσομύτη), «Οι μάγισσες της Σμύρνης» της Μάρας Μεϊμαρίδη (Mega 2005, σκηνοθεσία Κουτσομύτη). Από τους μυθιστοριογράφους που χάρισαν σενάρια στην μικρή οθόνη ξεχωρίζει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, του οποίου μεταφέρθηκαν επί της οθόνης 9 έργα. Την «Τερέζα Βάρμα Δακόστα», σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη με την Ελένη Ερήμου στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το οποίο ήταν το πρώτο μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου που έγινε σίριαλ το 1975 (ΕΙΡΤ), ακολούθησε η «Αφροδίτη» με τη Νόρα Βαλσάμη και τονΧρήστο Πολίτη το 1977 (ΥΕΝΕΔ) σε σκηνοθεσία του Ερρίκου Ανδρέου, «Η Αναδυομένη» (1978), οι «Τυχεροί και άτυχοι» (1979), οι «Μυστικοί αρραβώνες» (1979), η «Λάουρα» (1980), «H απερίγραπτη» (1981), «Ο κόσμος και ο Κοσμάς» (1981),και η «Μαργαρίτα Στέφα» (1983). Κωμωδία, η μεγάλη αγαπημένη Από το 1972 ως το 1977, επί έξι χρόνια, «Η γειτονιά μας», σε σενάριο του Πρετεντέρη, ψυχαγωγούσε τους τηλεθεατές. Ο καφετζής του Μάκη Δεμίρη, η κομμώτρια της Σάσας Καστούρα, ο σερβιτόρος-τραγουδιστής του Κώστα Καφάση και η αφελής ηρωίδα που ερμήνευε η Μαίρη Χαλκιά, κάτοικοι μιας γειτονιάς κάπου στην Αθήνα, αναδείχθηκαν σε μερικούς από τους πιο αγαπημένους χαρακτήρες στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, κατοχυρώνοντας την κωμωδία στα αγαπημένα ως ένα από τα αγαπημένα είδη του φιλοθεάμονος κοινού. Την ίδια πάνω-κάτω περίοδο ο Δαλιανίδης με το «Λούνα Παρκ» (ΕΙΡΤ, 1974) έστηνε ουσιαστικά ένα ψυχαγωγικό σόου καθώς τα διάφορα νούμερα εναλλάσσονταν με τραγούδια ή παιχνίδια. Οι ατάκες «Πέντε κρίνοι ένα τάλιρο» που έλεγε η Κάτια Αθανασίου ως Τούλα και «Ουρανίααα! Το δίκαννο!» που έλεγε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ως κυρ-Γιώργης στην Άννα Παϊτατζή ως Ουρανία έμειναν ως κλασσικές. Ακολούθησαν «Οι Αυθαίρετοι», από τις πρώτες σατιρικές σειρές της ιδιωτικής τηλεόρασης, σε σενάριο Βασίλη Νεμέα, μεταφέροντας τον «σουρεαλισμό» της εποχής επί της μικρής οθόνης. Ένας λαϊκός ταβερνιάρης κι ένας χασοδίκης αντιδικούσαν με φόντο την Ελλάδα της εποχής, με βασικό μήνυμα πως στόχος είναι να έχεις καλύτερο αμάξι από τον γείτονα… Από την κωμική λίστα δεν μπορούν να λείψουν και «Oι τρεις χάριτες» των Μιχάλη Ρέππα – Θανάση Παπαθανασίου, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, με τις Αννα Παναγιωτοπούλου, Μίνα Αδαμάκη, Νένα Μεντή και φυσικά τη θεία Μπεμπέκα να μας χαρίζουν ανεπανάληπτες στιγμές γέλιου. Άξιο να συναγωνιστεί τα προηγούμενα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, επίσης στο Mega πρωτοεμφανίζονται «Οι Απαράδεκτοι» της Δήμητρας Παπαδοπούλου. Η ίδια μαζί με τους Σπύρο Παπαδόπουλο, Γιάννη Μπέζο και Βλάση Μπονάτσο, ανανεώνουν την ελληνική κωμωδία και «ξεσκονίζουν» το χιούμορ της. Καθοριστική για την εξέλιξη του είδους κωμωδία υπήρξε και η σειρά «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» του Λευτέρη Καπώνη με τον Ακάλυπτο και το Αλικάκι να μας χαρίζουν στιγμές γέλιου και αλησμόνητες ατάκες. Ενδιαφέρουσες για την εξέλιξη του είδους ήταν και οι δουλειές του Αλέξανδρου Ρήγα,«Η Ελίζα και οι άλλοι», «Ντόλτσε βίτα», «Οι στάβλοι της Εριέττας Ζαΐμη», «Το κόκκινο δωμάτιο», «Δυο ξένοι», του Χάρη Ρώμα, «Οι μεν και οι δεν», «Κωνσταντίνου και Ελένης», «Το καφέ της Χαράς». Και φυσικά δεν μπορούμε να μην προσθέσουμε στο είδος κωμωδία κι ας μην ανήκει χαρακτηριστικά στο είδος των σειρών το «Δέκα Μικροί Μήτσοι» του Λάκη Λαζόπουλου με μικρούς και μεγάλους να περιμένουν την ώρα προβολής για να αποστηθίσουν ατάκες που θυμόμαστε μέχρι σήμερα. «Πάμε πλατεία», «Αν υποψιαστώ»,«Παράλογο… θα μιλήσει» είναι μόνο μερικές από αυτές… Στην επιχείρηση «ανανέωση» της κωμωδίας, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν, ο Γιάννης Μπέζος με «Της Ελλάδος τα Παιδιά» (1993, ANT1) η μετέπειτα προσπάθεια του Λευτέρη Παπαπέτρου ο οποίος δημιούργησε τα «Εγκλήματα» (ANT1, 1998) αλλά και το «Είσαι το ταίρι μου» (Mega, 2001) μέχρι να έρθει ο Γιώργος Καπουτζίδης, να μας ξανασυστήσει τις «Σαββατογεννημένες» (Mega 2003) και να αναζωπυρώσει για τα καλά το γέλιο στο «Παρά πέντε» (Mega 2005). Πιο πρόσφατο δείγμα ενός νέου, ακραία σουρεαλιστικού είδους κωμωδίας το «Κάτω Παρτάλι» του Παπαπέτρου.
Το χρονικό των Εν Ελλάδι σίριαλ συνεχίζεται, με την κωμωδία βασιζόμενη σε επιτυχίες του εξωτερικού να κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στις επιλογές των καναλιών και του κοινού, τις μεταφορές βιβλίων να έχουν δυστυχώς εκλείψει και με τα κοινωνικά δράματα να έχουν δώσει τη θέση τους στις καλογυρισμένες σαπουνόπερες («Μπρούσκο», «Ρουά ματ», «Δικαίωση», «Κλεμμένα όνειρα», «Όρκος σιωπής»)… Η πιο λαμπρή του είδους σαπουνόπερα Η πρώτη του είδους «σαπουνόπερα» με διαφορά, που εισήγαγε στο λεξιλόγιο μας την πολυεθνική Τζάιαντ, τον τεχνοκράτη Γιάγκο, την τίμια πλην φτωχή, Βίρνα και πολλούς άλλους που κατοικούσαν στην έπαυλη των κάκτων ήταν φυσικά η «Λάμψη», η μακροβιότερη τηλεοπτική σειρά φαντασίας στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης η οποία προβαλλόταν 14 ολόκληρα χρόνια από τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 σχεδόν καθημερινά. Γιάγκος: «Τι τρέχει;». Βίρνα: «Τίποτα δεν τρέχει, όλα είναι ακίνητα. Πρόσεξε όμως πού πατάς, υπάρχει κινούμενη άμμος». ήταν μόνο ένας από τους χαρακτηριστικούς και άκρως σουρεαλιστικούς διαλόγους της Βίρνας και του Γιάγκου Δράκου (Κάτια Δανδουλάκη, Χρήστος Πολίτης) από την μεγάλη επιτυχία του Νίκου Φώσκολου. Η απόλυτη ελληνική σαπουνόπερα ξεκίνησε να προβάλλεται το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 1991 στον ANT1 και ολοκλήρωσε τον κύκλο της στις 29 Ιουλίου 2005. Ως τότε είχαν προβληθεί περισσότερα από 3.400 επεισόδια, ενώ από το στούντιο είχαν περάσει περί τους 1.500 ηθοποιούς. Το γεμάτο υπερβολές και ακρότητες σενάριο έδωσε συχνά αφορμές για καυστική σάτιρα, ο δημιουργός όμως τη σειράς επέμενε πάντα να την υπερασπίζεται λέγοντας πως επιτελεί κοινωνικό έργο με τα μηνύματα που περιέχει. Σήμερα από τα μηνύματα ίσως το χαρακτηριστικότερο που μας έχει μείνει είναι πως η «Σελήνη αγαπά Χόχο» που έλεγε και η Ελένη Κούρκουλα στον γνωστότερο ρόλο της. Αλησμόνητες στην τηλεοπτική μνήμη των κοινωνικών σειρών έμειναν και οι προσπάθειες της Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Η «Αναστασία» , το πρώτο ménage a trois, ελληνιστί τρίο, της μικρής οθόνης να σκανδαλίζει το τηλεοπτικό κοινό με την πρωτοεμφανιζόμενη Mυρτώ Aλικάκη σε αποκαλυπτικές γεμάτες πάθος στιγμές. Επόμενη επιτυχημένη προσπάθεια είναι και η σειρά «Λόγω τιμής» (1996), όπου μας συστήνει μια παρέα από την Πάτρα που έρχεται στην Αθήνα για σπουδές και μαζί με αυτή ένα μεγάλο μέρος της νέας γενιάς της υποκριτικής τέχνης. Άλκης Κούρκουλος εναντίον Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και μαζί τους οι Γιώργος Πυρπασόπουλος, Σμαράγδα Καρύδη και Βίκυ Βολιώτη να έρχονται αντιμέτωποι με ερωτικά και όχι μόνο διλλήματα. Στην νεότερη ιστορία της tv κοινωνικά δράματα με μεγάλη τηλεθέαση ήταν και οι σειρές του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Η ζωή μας μια βόλτα (1999) σε σκηνοθεσία: Ρέινα Εσκενάζυ, Να με προσέχεις (2000), σε σκηνοθεσία Μύρνας Τσάπα, Κλείσε τα μάτια (2002/2003) σε σκηνοθεσία Βασίλη Τσελεμέγκος, Χριστόφορος Παπακαλιάτης & Γιώργος Σουγιάς , Δυο μέρες μόνο ( 2005-2008),σε σκηνοθεσία Χριστόφορου Παπακαλιάτη, Χρήστου Δήμα και Πηγής Δημητρακοπούλους και τέλος το πιο πρόσφατο 4 ( 2009/2010). Οι αλησμόνητοι Από την τηλεοπτική ιστορία αλησμόνητοι ρόλοι και πολυαγαπημένα σήριαλ μένουν και τα παρακάτω: – ο «Ονειροπαρμένος» Κώστας Βουτσάς (ΥΕΝΕΔ, 1973) που απέδιδε απολαυστικά το κείμενο του Πρετεντέρη – ο Θάνος Λειβαδίτης, ως αδέκαστος και αδιάβλητος δικηγόρος Αγγελος Καρνέζης στους «Δίκαιους» (ΥΕΝΕΔ, 1974). – η «Βασίλισσα Αμαλία» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Χρήστο Πολίτη στους ρόλους των πρώτων βασιλέων της Ελλάδας. Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ ήταν ο συνταγματάρχης Καλλέργης και ο Χρήστος Καλαβρούζος ο στρατηγός Μακρυγιάννης (ΕΙΡΤ, 1975) – ο Τάκης Μηλιάδης ως πρόεδρος του δικαστηρίου στο «Η Θέμις έχει νεύρα» του Δημήτρη Ψαθά (ΕΡΤ, 1975) – ο «Φωτογράφος του χωριού» με τον Νάσο Κεδράκα σε μια μεγάλη προσωπική επιτυχία (ΕΡΤ, 1977) καθώς ο «Ταξιτζής» με τον Θόδωρο Κατσαδράμη (ΥΕΝΕΔ, 1977) να κάνει τη δική του επιτυχία – «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού» με τον Κώστα Βουτσά (ΥΕΝΕΔ, 1979) – η Μαρία Αλιφέρη ως Τερέζα Φραντζή-Ρίχτερ στην «Κραυγή των λύκων» του Νίκου Φώσκολου (ΥΕΝΕΔ, 1981) – η Κοραλία Καράντη και ο Αμπέρτο Εσκενάζυ στο «Φως του Αυγερινού» της ΕΡΤ. Η σειρά προβαλλόταν την Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 1981, την ώρα που χτύπησε την Αθήνα ο σεισμός των 6,6 Ρίχτερ – η Πέμυ Ζούνη, στα πρώτα της βήματα που ερωτεύεται τον Ηλία Γιαννίτσο στο «Γιάννης και Μαρία» του Πάνου Γλυκοφρύδη (ΕΡΤ, 1982) κάνοντας όλη την Ελλάδα να αγωνιά για την έκβαση του ρομάντζου τους – οι δύο Αννες, η Παϊτατζή και η Παναγιωτοπούλου, να ερμηνεύουν απολαυστικά τη «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά, η πρώτη το 1972 στην ΥΕΝΕΔ, η δεύτερη το 1986 στην ΕΡΤ2. Παναγιωτάκης της Παϊτατζή ο Ιάκωβος Ψαρράς, της Παναγιωτοπούλου ο Θανάσης Παπαγεωργίου – η Χρυσούλα Διαβάτη, ο Βασίλη Διαμαντόπουλο και τον Νικήτα Τσακίρογλου να σερβίρουν «Εκμέκ παγωτό» (Mega 1991), σε σενάριο του Βασίλη Νεμέα και σκηνοθεσία του Γρηγόρη Πετρινιώτη – το αγαπημένο cult «Ρετιρέ» του Γιάννη Δαλιανίδη (Mega, 1990) – οι τρυφερές «Γυναίκες» της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, με την Πέμυ Ζούνη και τη Θέμιδα Μπαζάκα (Mega, 1992). Και φυσικά ανεξίτηλες στην τηλεοπτική ιστορία μένουν και οι ενίοτε τρομακτικές αλλά πάντα εξαιρετικά σκηνοθετημένες αυτοτελείς ιστορίες της «10ης εντολής» του Πάνου Κοκκινόπουλου (Alpha, 2004) που επανεμφανίστηκαν φέτος για να εμπλουτίσουν τα βράδια μας. Τόσο τα νέα επεισόδια της 10ης εντολής όσο και άλλων σίριαλ της ελληνικής tv ίσως σηματοδοτούν την αλλαγή του μέχρι πρότινος ρευστού τηλεοπτικού σκηνικού το οποίο αρχίζει να ξαναζεί τη χρυσή εποχή του. Και αλήθεια είναι πως όλοι ελπίζουμε η κορωνίδα της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας, να ξαναζήσει ημέρες αίγλης…