Όσοι λένε ότι το ποδόσφαιρο είναι μόνον αντρική υπόθεση, θα αλλάξουν γνώμη όταν ακούσουν την περιγραφή ενός αγώνα από τη Βάσω Μώραλη.

Συνέντευξη στη Βάσω Ασμανίδου

Άλλωστε, η δημοσιογράφος είναι η πρώτη γυναίκα που μετέδωσε ποτέ ποδοσφαιρικούς αγώνες όταν στις 19 Ιουνίου 1983 της δόθηκε η ευκαιρία να περιγράψει τον αγώνα Εθνικού-Παναχαϊκής. Τότε το φαινόμενο είχε απασχολήσει και διεθνή Μέσα Ενημέρωσης όπως τα BBC και RAI.

Η Βάσω Μώραλη, που είναι διευθύντρια του Ελληνικού Προγράμματος της Κρατικής Ραδιοτηλεόρασης Αυστραλίας SBS μιλάει στο newsbeast.gr για τα πρώτα χρόνια της στη μετάδοση αθλητικών αγώνων. Τα χρόνια της στην ΕΡΤ. Σχολιάζει μάλιστα εάν τελικά στην περιγραφή των αγώνων μπορούν να υπάρξουν γυναίκες και στη συνέχεια αναφέρεται στη μετανάστευσή της στην Αυστραλία και στο λουκέτο του μεγαλύτερου επαγγελματικού της σπιτιού, την ΕΡΤ.

– Είστε η πρώτη γυναίκα που μετέδωσε ποτέ ποδοσφαιρικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο. Ήταν κάτι που θέλατε;
«Ήμουν από μικρή εξοικειωμένη με τον αθλητισμό και αγαπούσα τις ώρες εκτός σχολείου είτε να παίζω κυρίως ποδόσφαιρο -στη γειτονιά μου, με τα αγόρια- είτε να παρακολουθώ ο,τιδήποτε μετέδιδε τότε η ΕΡΤ -τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά- και είχε σχέση με οποιοδήποτε άθλημα. Τα παρακολουθούσα όλα, όμως το μεγαλύτερο πάθος μου ήταν το ποδόσφαιρο. Ένα μικρό τρανζίστορ ήταν η μόνιμη συντροφιά μου -και δεν έχανα ΠΟΤΕ τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις των αγώνων της Κυριακής! Μεγάλωσα με τις φωνές των Γιάννη Διακογιάννη, Βαγγέλη Φουντουκίδη, Αντώνη Πυλιαρού, Βασίλη Γεωργίου, Στάθη Γαβάκη κι άλλων εκφωνητών κι ένιωθα πως θα μπορούσα κι εγώ να κάνω κάτι τέτοιο. Εξάλλου, ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά τα ονόματα προπονητών και ποδοσφαιριστών των μεγάλων, αλλά και των μικρότερων ομάδων. Κάθε Τρίτη αγόραζα φανατικά την εφημερίδα “Μπάλα” και την “ξεκοκάλιζα”… Μεγαλώνοντας στράφηκα στη δημοσιογραφία, όχι όμως την αθλητική. Με ενδιέφερε κυρίως το πολιτικό ρεπορτάζ κι ασχολήθηκα με το ελεύθερο πολιτικό και το ελεύθερο ρεπορτάζ, αλλά η συστέγαση του τμήματός μας στη Ραδιοφωνία της ΕΡΤ με το Αθλητικό Τμήμα του Ραδιοφώνου με έφερε κοντά στον αθλητισμό που αγαπούσα από μικρή».

 – Πόσο ρόλο έπαιξε η αγάπη σας για τον αθλητισμό στη μετάδοση των αγώνων; Το επιδιώξατε;
«Συγχρωτιζόμενη με τους συναδέλφους του αθλητικού της ΕΡΑ, θυμάμαι την έκπληξή τους που ήξερα αρκετά πράγματα από τον αθλητικό χώρο (ποδόσφαιρο, στίβο, βόλεϊ, Φόρμουλα 1 κ.ά.). Σιγά σιγά άρχισα να καλύπτω για λογαριασμό τους θέματα του υπουργείου Αθλητισμού τότε, εκτός από τα υπόλοιπα, και κάποια στιγμή εξέφρασα την άποψη πως θα μπορούσα να κάνω και μετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων. Το έβλεπα σαν πρόκληση! Αφού αγαπούσα και γνώριζα το άθλημα (κανονισμούς, πρόσωπα και πράγματα), ένιωθα πως δεν υπήρχε κάποιος λόγος να μην το κάνω -μόνο και μόνο επειδή ήμουν γυναίκα… Ο τότε προϊστάμενος του Αθλητικού Ηρακλής Κοτζιάς ήταν ένας άνθρωπος που ενδιαφερόταν για τους νέους συναδέλφους, τους στήριζε, τους εμπιστευόταν και έδινε ευκαιρίες. Αυτό έγινε και μ’ εμένα. Με πίστεψε και μου έδωσε την ευκαιρία -το ότι ήμουν “νεαρή” (ηλικίας 22 χρόνων τότε) κι όχι “νεαρός” ελάχιστα τον ένοιαζε. Εισηγήθηκε στον τότε Διευθυντή Ειδήσεων της ΕΡΑ (αείμνηστο πλέον) Παντελή Τρωγάδη σχετικά, εκείνος με κάλεσε στο γραφείο του στη διάρκεια τηλεοπτικής μετάδοσης αγώνα και μαζί με τον Ηρακλή με έβαλαν να περιγράψω ό,τι βλέπαμε. Το έκανα, υποθέτω ικανοποιητικά, και αποφάσισαν να με στείλουν για “ζωντανή” μετάδοση την πρώτη διαθέσιμη Κυριακή. Επειδή, όμως, βρισκόμασταν στα τέλη του πρωταθλήματος 1982-83, έκανα την πρώτη μου μετάδοση στο Στάδιο “Γ. Καραϊσκάκης” στην τελευταία αγωνιστική της Α΄ Εθνικής, στο παιχνίδι Εθνικός Πειραιώς – Παναχαϊκή, για το Β΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας».

– Πώς σας αντιμετώπισαν οι άνδρες του χώρου στην αρχή αλλά και στη μετέπειτα πορεία σας;
«Στην αρχή με επιφύλαξη και καχυποψία, “τι ξέρει η μικρή απ’ αυτά;”. Στη συνέχεια, οι περισσότεροι με αποδέχθηκαν στον χώρο -σημειωτέον ήμασταν ελάχιστες, 3-4, οι γυναίκες που έκαναν αθλητική δημοσιογραφία εκείνον τον καιρό- και, με εξαίρεση λιγοστούς κακεντρεχείς, θα έλεγα πως απολάμβανα την εκτίμηση και την προσοχή των περισσοτέρων συναδέλφων τόσο στην ΕΡΤ, όσο και στις εφημερίδες/περιοδικά που συνεργαζόμουν την εποχή εκείνη και για τα χρόνια που ακολούθησαν. Εξάλλου, το ότι υπήρξα η πρώτη γυναίκα που εγγράφηκε ως τακτικό και πλήρες μέλος του ΠΣΑΤ (Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητικού Τύπου), το 1987, ίσως λέει κάτι…»



– Υπήρξε αγώνας που θα θέλατε να μεταδώσετε και ποιος ήταν αυτός;

«Είχα την τύχη να μεταδώσω αρκετούς αγώνες στην καριέρα μου, αλλά σίγουρα αυτός που ζήλεψα και θα ήθελα να είμαι στη θέση των τυχερών συναδέλφων που τον μετέδωσαν είναι ο τελικός του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2004, όταν η Εθνική Ελλάδας κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα! Νομίζω πως αυτό είναι το όνειρο κάθε αθλητικού εκφωνητή που αγαπά το ελληνικό ποδόσφαιρο -οπότε μάλλον δεν αποτελώ εξαίρεση!».

– Θεωρείτε ότι υπάρχει χώρος για τη μετάδοση των αγώνων από γυναίκες στην Ελλάδα ή τελικά η μετάδοσή αγώνων είναι καθαρά αντρική υπόθεση;

«Η μετάδοση αγώνων σε επαγγελματικό επίπεδο είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων: πρέπει να έχεις το φυσικό ταλέντο, τη βαθιά γνώση του αθλήματος (που έρχεται μέσα από σκληρή δουλειά: διάβασμα, συνεχή παρακολούθηση, συναναστροφή με ειδικούς και γνώστες, αντίληψη κ.ά.), αλλά πάνω απ’ όλα απαιτεί το πάθος, τον έρωτα να το κάνεις. Ευτυχώς, μετά τη δική μας μικρή “φουρνιά” των αρχών του ’80, ακολούθησαν αρκετές γυναίκες το αθλητικό ρεπορτάζ με επιτυχία. Όμως, έχω την εντύπωση πως καμιά δεν αγαπούσε αρκετά το ποδόσφαιρο ώστε να συνεχίσει αυτό που άρχισα εγώ. Απ’ όσο ξέρω, τουλάχιστον… Εκτός κι αν έχει κάτι αλλάξει τα τρία τελευταία χρόνια που βρίσκομαι εκτός Ελλάδας -οπότε συγχωρείστε μου την άγνοια. Επομένως, στην Ελλάδα η μετάδοση αγώνων παραμένει αποκλειστικά σε αντρικά χέρια -ή, καλύτερα, στόματα- προς το παρόν…».

Η Βάσω Μώραλη στους χώρους του σταθμού, που έχουν διακοσμηθεί κατάλληλα για την περιγραφή των αγώνων

– Τι θα συμβουλεύατε νέες συναδέλφους που μπαίνουν στον ανδροκρατούμενο χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας;
«Να μην σκέφτονται ότι υπάρχει διαφορά ανδρών- γυναικών! Αν αγαπούν αυτό που κάνουν, να καθίσουν και να το μάθουν σωστά, να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να προσπαθούν πάντα να επιβάλλονται επαγγελματικά με τις γνώσεις, την αφοσίωση και την σκληρή δουλειά. Οι “άλλοι τρόποι” μπορεί να τις βοηθήσουν για λίγο, η συνέχεια όμως είναι αμφίβολη! Εκτός κι αν καταλήξουν στην …πολιτική -όπως είναι της μόδας τελευταία- εξαργυρώνοντας την αναγνωρισιμότητά τους».

– Εμπιστεύονται οι άντρες στην Αυστραλία μια γυναίκα για την αθλητική τους ενημέρωση;
«Ναι, υπάρχουν πολλές γυναίκες στο αθλητικό ρεπορτάζ στην Αυστραλία, εντός και εκτός στούντιο. Είναι αρκετές οι συνάδελφοι που κάνουν ρεπορτάζ αγωνιστικού χώρου τόσο στο ποδόσφαιρο, όσο και στο ράγκμπι. Όμως, δεν άκουσα κάποια να κάνει περιγραφή αγώνα. Μόνο ρεπορτάζ -δυστυχώς…».

– Πώς κρίνετε την Εθνική ενόψει Μουντιάλ;
«Έχει ενδιαφέρον, γιατί είναι μια νέα γενιά παικτών, που έχουν πλέον άφθονες εμπειρίες από τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα όπου αγωνίζονται. Αυτό τους παρέχει πολλά πλεονεκτήματα, έχει διευρύνει τους ορίζοντές τους, έχουν περισσότερες παραστάσεις και τους δίνει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Επιπλέον, έχουν έναν ικανότατο προπονητή, που νομίζω ότι έχει κερδίσει την εκτίμησή τους (όπως, νομίζω, πως έχει κερδίσει την εκτίμηση και τον σεβασμό όλων των Ελλήνων) και -κατά κάποιο τρόπο- παίζουν και για εκείνον, για χάρη του! Με προβληματίζει ότι επιθετικά δεν έχουμε πολλές λύσεις και το γκολ έρχεται κάπως δύσκολα -ιδιαίτερα τώρα που ο Κώστας Μήτρογλου προέρχεται από μια προβληματική χρονιά με σοβαρό τραυματισμό και ελάχιστες συμμετοχές στη νέα του ομάδα. Είναι παρήγορο, πάντως, πως στην άμυνα εξακολουθούμε να παρουσιαζόμαστε δεμένοι και σταθεροί -κι αυτό είναι αφετηρία επιτυχίας».

– Πώς πιστεύετε ότι θα τα πάει η Εθνική;

«Πολλοί θεωρούν πως η Κολομβία ξεχωρίζει στον όμιλό μας. Και την βλέπουν σίγουρα πρώτη. Η δική μου άποψη είναι πως και οι τέσσερις ομάδες έχουν ουσιαστικά τις ίδιες πιθανότητες. Εδώ στην Αυστραλία βλέπουμε συχνά ιαπωνικές ομάδες -αγωνίζονται με τις αυστραλιανές στο ασιατικό Champions League. Το ιαπωνικό ποδόσφαιρο κάνει μεγάλη πρόοδο χρόνο με τον χρόνο. Το παιχνίδι τους δεν έχει μόνο πειθαρχία -όπως παλιά. Διακρίνω πλέον και φαντασία στις επιθετικές τους ενέργειες, πολύ καλή τεχνική και παίζουν σαν …σκυλιά, έως το τελευταίο δευτερόλεπτο. Για μένα η Ιαπωνία είναι υπολογίσιμος αντίπαλος. Πιστεύω, πάντως, ότι αν η Εθνική μας παίξει ψύχραιμα από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό των αγώνων, μεθοδικά κι υπομονετικά, αλλά και με τη σπιρτάδα που χαρακτηρίζει τη ράτσα μας, θα περάσει στον δεύτερο γύρο του Μουντιάλ. Από εκεί και πέρα όλα γίνονται…».

– Ποια ομάδα θεωρείτε φαβορί του Παγκοσμίου Κυπέλλου;

«Λόγω κατάστασης τα τελευταία χρόνια, την κάτοχο του Παγκοσμίου Κυπέλλου, την Ισπανία. Διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, σταθερά για σχεδόν δυο τετραετίες τώρα. Λόγω έδρας, φυσικά την Βραζιλία. Η Γερμανία δεν με πείθει ιδιαίτερα, αλλά θα είναι αφελής όποιος ξεγράψει εύκολα τους Γερμανούς».

– Θα επιστρέφατε ποτέ μόνιμα στην Ελλάδα;
Φυσικά! Εκεί είναι το σπίτι μου, με περιμένει στην Καβάλα! Στο χωριό μου, στη Νικήσιανη. Κάποια στιγμή θα επιστρέψουμε κοντά στους δικούς μας ανθρώπους, στον τόπο μας».

– Ήταν δύσκολη η απόφαση να μεταναστεύσετε;
«Δεν είχαμε άλλη επιλογή, όταν η κρίση άρχισε να δείχνει τα δόντια της, το 2011. Όμως, η Αυστραλία είναι η “δεύτερη πατρίδα” μας, και για τον άντρα μου και για μένα. Έτσι απλώς διατηρούμε δυο σπίτια: ένα στην Καβάλα κι ένα στο Σίδνεϊ. Προσπαθούμε να το βλέπουμε έτσι, για να μην μας “τρομάζει” η λέξη “ξενιτιά”. Εξάλλου, με τόσους αγαπημένους φίλους εδώ και τόσους αξιολάτρευτους συμπατριώτες, ομογενείς μας, γύρω μας νιώθουμε εδώ πιο Έλληνες κι από τους Έλληνες της μητρόπολης».

– Υπήρξατε πάρα πολλά χρόνια στην ΕΡΤ. Θα θέλαμε ένα σχόλιο για το λουκέτο και όσα ακολούθησαν αυτού

«Ευτύχησα να εργαστώ στην ΕΡΤ για 30 συνεχή χρόνια –απ’ τα 21 μου. Για μένα η ΕΡΤ ήταν το σπίτι μου, το “σχολειό” μου, ο χώρος κατάθεσης της ψυχής μου καθημερινά -όπως και για πολλούς άλλους συναδέλφους. Αυτό που έγινε με το κλείσιμό της, εν ψυχρώ, στις 11 Ιουνίου 2013 ήταν απλώς εγκληματικό. Εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων/συναδέλφων μου και των οικογενειών τους, εις βάρος του ελληνικού λαού, που στερήθηκε το βασικότερο εργαλείο της ενημέρωσης, της επιμόρφωσης και της ψυχαγωγίας του. Τα αρκετά αρνητικά που βάραιναν την ΕΡΤ (ασφυκτικός κυβερνητικός έλεγχος, διαφθορά σε υψηλό βαθμό, αναξιοκρατία) είναι χαρακτηριστικά όλου του δημόσιου τομέα της χώρας μας. Δεν αποτελούν άλλοθι, αλλά πιστεύω πως αν η όποια κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση για εξυγίανση ενός χώρου, μπορεί -ή πρέπει- να βρει τον δρόμο να επιβάλει τον εξορθολογισμό και την εξυγίανση με λογικό και κοινώς αποδεκτό τρόπο. Το λουκέτο -και με τον τρόπο που μπήκε, ιδιαίτερα- ήταν αποκύημα νοσηρής φαντασίας. Που το πλήρωσαν αθώοι άνθρωποι… Και δεν εξασφάλισε καν μια καλύτερη διάδοχη κατάσταση, όπως φαίνεται, δυστυχώς».