«Έκλεισε το Τρωκτικό!!!
Σοκ!…
Σιωπή………
Εκκωφαντική σιωπή…
Σαστιμάρα…
Το μυαλό σταματά, η καρδιά μου δεν ακούγεται…
Σκέψη δεν βγαίνει.
Παγωνιά, και το θερμόμετρο δείχνει 34 βαθμούς στις 3 τα ξημερώματα…
Ανοίγω το ψυγείο κι αρπάζω το μπουκάλι, ένα τσίπουρο να ζεσταθώ.
Τα μάτια βουρκώνουν, κρέμεται η αλμύρα, δεν πέφτει ακόμη.
Θεέ μου, βόηθα με να γράψω.
Θεέ μου, βόηθα την πατρίδα μου.
Ο χρόνος σταματά.

Ένα προσωπικό ημερολόγιο, δημόσιο, έγινε λόγος για να αρχίσει να αλλάζει ο κόσμος.
Ένα παράθυρο να βγάζει κάποιος στο αίθριο αυτά που όλοι φοβούνται να πουν και να γράψουν, σαν μέρος της δουλειάς τους.
Η ενημέρωση…
Ο κόσμος πρέπει να ξέρει.
Ο πολίτης πρέπει να μάθει όλη την αλήθεια, τι γίνεται και του το κρύβουνε.
Γιατί κάποιος πρέπει να φέρεται σαν ποντίκι για να ενημερώσει τον κόσμο;
Γιατί κάποιοι δεν αφήνουν την αλήθεια να ακουστεί;
Τι θα πει ενημέρωση, τέλος πάντων;

Από παιδί όταν πρωτάκουσα για εφημερίδες, ήταν οι δεξιές, του ΠΑΣΟΚ και οι αριστερές. Δεν ήταν καμία ΣΚΕΤΗ.
Ο περιπτεράς, ο ψιλικατζής, μού ‘λεγαν ότι ήταν ο ρουφιάνος της Αστυνομίας για τα πολιτικά φρονήματα. Απ’ αυτόν μάθαιναν ποιος διαβάζει, ποια εφημερίδα, αυτό ήταν το γνώρισμα.
Σήμερα δεν χρειάζεται ρουφιάνος. Όλες κάνουν πλύση εγκεφάλου, καθεμιά για το είδος του ανθρώπου που την αγοράζει. Σήμερα όποιος αγοράζει εφημερίδα, έχει διαλέξει το παραμύθι που τον βολεύει για να αυτοϊκανοποιεί την ματαιοδοξία του. Όποιος διαβάζει αριστερές είναι μειοψηφία και πρόβατο και ό, τι και να πει, οι “άλλοι” τον χλευάζουν. Οι άλλες είναι ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ εκπρόσωποι των κομμάτων που βολεύει τους ιδιοκτήτες τους. Η αλήθεια είναι ντυμένη καρναβάλι.
Κάποια στιγμή ήρθαν τα blogs. Web-Logs. Ημερολόγια στο διαδίκτυο, στο σύννεφο. Προσωπικές καταγραφές, γνώμες, προσωπικά ή τοπικά νέα που δεν χωράνε σε μια εφημερίδα, ένα δελτίο στο γυαλί, ούτε για μια αναφορά.
Υπήρχε ένα τεράστιο κενό μεταξύ της σκόπιμης, μασκαρεμένης πληροφόρησης και του ασήμαντου γεγονότος που ενδιέφερε δυο, τρεις ή πενηντατρείς ανθρώπους, που μπορεί να ήταν και διασκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Αυτό το κενό έμελε σιγά-σιγά να γεμίσει. Όσο περισσότεροι γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν το (παρεξηγημένο, ίσως σκόπιμα) διαδίκτυο, τόσο γέμιζε το κενό. Γέμιζε, γέμιζε, έως ότου χωρίς να το καταλάβει κανείς, άρχισε να παίζει κάποιο ρόλο. Ενώ κάποιες κοινότητες βρήκαν βολικό να αλληλοενημερώνονται και να επικοινωνούν για κοινά τους θέματα χωρίς κόπο και έξοδα και ταξίδια και φαξ και αεροπλάνα, κάποιοι άλλοι ξέδιναν δημοσιεύοντας τις δικές τους απόψεις για τα κοινά για κάθε λογής θέμα, χωρίς να νοιάζονται αν κάποιος τις διαβάζει ή όχι.
Μετά ήρθαν οι μικροί φιλόδοξοι δημοσιογράφοι. Έτρεχαν να βγάλουν είδηση, όπως ο Κούρκουλος στις ελληνικές ταινίες και βλέπανε τον κόπο τους να φτιασιδώνεται για να “μπορεί να γραφτεί”, ή να πετάγεται στον κάλαθο. Και τον κάλαθο τον κάνανε μπλογκ.
Κανείς δεν φαντάστηκε ή μάντεψε στην αρχή, ότι θα αποκτήσει αρκετή σημασία ένα άρθρο σε ένα ανώνυμο μπλογκ. Μέχρι που φούντωσε η απάτη παντού στην ζωή του τόπου. Και ήρθε, έστω και αργοπορημένη, η εξάπλωση του διαδικτύου στις μάζες. Τυφλώθηκαν οι μεγαλοαπατεώνες από τα κέρδη, τα ΥΠΕΡκέρδη από τις πωλήσεις υπολογιστών, τις εγκαταστάσεις δικτύων, τα μεγάλα συμβόλαια για ιστοσελίδες και το φαγοπότι από τις επιδοτήσεις. Δεν κατάλαβαν ότι έμπλεκαν σιγά-σιγά, και… δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, ήταν οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι ειδήσεις που κόβονταν από τις εφημερίδες και το γυαλί έγιναν πολλές, διάσπαρτες, σε ένα σωρό μικρά μπλογκάκια. Τότε, για να μάθεις κάτι, έπρεπε ή να παρακολουθείς ένα-δύο μπλογκ και να μάθεις λίγες ειδήσεις, ή να ψάξεις με τις μηχανές. Το Google έγινε το αγαπημένο εργαλείο των εξυπνάκηδων. Έπρεπε να ξέρεις, όμως, τι ψάχνεις.
Τότε… Τότε ήρθε ο Σωκράτης.
Το μάτι του έκοβε. Και μόνο από αυτή του την ιδέα, φαίνεται τι έξυπνος και χαρισματικός άνθρωπος ήταν. Όλα τα μπλογκ σε ένα. Ένα τρωκτικό που θα αλώνιζε την τεράστια αποθήκη με τις σκόρπιες, εδώ κι εκεί, πληροφορίες και θα τα μάζευε στη φωλιά του. Και μια ορθάνοιχτη πόρτα για κάθε παραπεταμένο ψίχουλο, έστω και μουχλιασμένο, έστω και μισοφαγωμένο είχε χώρο το κελάρι, που γέμιζε. Δεν άργησε να μαζέψει την παρέα του να τα ξεδιαλύνει ένα ένα, να τα κάνει μικρές στοίβες, θημωνιές και συχνά λόφους που ξεχείλιζαν έξω και έκαγαν στο δρόμο, στις λεωφόρους και να φτάνουν στα μεγαλοκτίρια και μεγαλογραφεία τα καθαρά, τα καλογυαλισμένα από τις νοικιασμένες καθαρίστριες. Έτσι, θέλοντας και μη άρχισαν να το κοιτάζουν το κελάρι του τρωκτικού και απ’ τη μανία τους για την ψευτοφτιασιδωμένη καθαριότητά τους να θέλουν να το βρούνε.
Δεν μπορούσαν, όμως. Τα παράθυρα κλειστά. Η πόρτα γεμάτη με αποφάγια που οι ίδιοι πέταγαν απ’ το τραπέζι τους και σιχαίνονταν να τα ακουμπίσουν για να τα αναμερίσουν να μπούνε μέσα.
Και φώναξαν το μπόγια…
Να σκοτώσει το τρωκτικό. Ποιο απ’ όλα, όμως, είχαν γίνει μιλιούνια;
Και διάλεξαν το Σωκράτη.
Θες από εκδίκηση γιατί ήταν ο αρχιτέκτονας;
Θες γιατί τους ήρθε πως σκωτώνοντάς τον θα σκορπίσουν και τα υπόλοιπα;
Και να, ο μπόγιας του τη φύλαξε. Και τα τρωκτικά έχουν οικογένεια, μια πιο δική τους φωλίτσα. Να και η ενέδρα, μπαμ, μπαμ, μπαμ. Πέθανε…

Το τρωκτικό πέθανε… Τα άλλα τρωκτικούλια φοβήθηκαν στο κόκκινο θέαμα, στους κρότους των πυροβολισμών και σκόρπισαν στη γειτονιά…

Λοιπόν; Αυτό ήτανε;…

Ήταν τόσο απλό; Τόσο εύκολο; Γλυτώσαν πλέον τα καθαρά γραφεία;

Τόσο τυφλοί μπορεί να είναι;
Δεν καταλαβαίνουν ότι
ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΠΟΦΑΓΙΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΡΩΚΤΙΚΑ.
και
ΟΣΟ ΣΚΛΗΡΑ ΤΑ ΧΤΥΠΑΣ ΤΟΣΟ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ.

Αλίμονο σας καρναβάλια και χοντροί κλεφταράδες.

Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΤΡΩΚΤΙΚΑ

και όπως λένε τα εγγλεζάκια

Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΠΕΘΑΝΕ. ΖΗΤΩ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ!»