Παρεκκλίσεις των ελληνικών μέσων ενημέρωσης από τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, σε ό,τι αφορά το τεκμήριο της αθωότητας κατηγορούμενων προσώπων, τον διαχωρισμό είδησης και σχολίου, και την απαραίτητη δημοσιογραφική έρευνα πριν την δημοσίευση, διαπιστώνει μεταξύ άλλων για την περίοδο 2013-2014, έρευνα του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην ίδια έρευνα ωστόσο, καταγράφεται σεβασμός της δεοντολογίας σε ζητήματα ρατσιστικών διακρίσεων, υπεράσπισης του δημοκρατικού πολιτεύματος, και σεβασμού της ιδιωτικότητας των προσώπων.
Τα μέσα ενημέρωσης πάνω στα οποία εστιάζεται η έρευνα, ήταν τα κανάλια ΝΕΤ/ΝΕΡΙΤ, ΕΡΤ3, Mega, ANT1, Alpha, Σκαι και οι εφημερίδες Καθημερινή, Δημοκρατία, Τα Νέα, Έθνος, Ριζοσπάστης και Εφ. Συντακτών. Ως βάση σύγκρισης εκλαμβάνεται ο κώδικας δεοντολογίας που έχει συντάξει η Ένωση Συντακτών (ΕΣΗΕΑ) για τα μέλη της.
Αρχικά η έρευνα καταγράφει, ότι απέναντι στην επιταγή του κώδικα δεοντολογίας για το διακριτό της είδησης, του σχολίου και της διαφήμισης, σε πάνω από τα 2/3 των άρθρων των εφημερίδων και σχεδόν στα 4/5 των τηλεοπτικών ειδήσεων, ο σχολιασμός δεν διακρινότανι από τις ειδήσεις.
Σε σχέση με το βαθμό παρουσίας της ερευνητικής δημοσιογραφίας στη δημοσιοποίηση πληροφοριών, η έρευνα διαπιστώνει πως στα 2/3 των τηλεοπτικών ειδήσεων και 3/5 των έντυπων άρθρων έλειπε η δημοσιογραφική έρευνα.
Από τον κώδικα δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ επιβάλλεται οι δημοσιογράφοι να μην κάνουν ρατσιστικές διακρίσεις και η έρευνα διαπιστώνει πως αυτό τηρείται σε μεγάλο βαθμό στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, τουλάχιστον όσον αφορά το διάστημα 2013-2014.
Επίσης, διαπιστώνεται πως τα περισσότερα μμε σεβάστηκαν την ιδιωτικότητα των προσώπων, βασικής αρχής επίσης, του κώδικα δεοντολογίας. Αρνητικό στοιχείο συνιστά ο μεγάλος βαθμός παραβίασης (ειδικά από τα τηλεοπτικά κανάλια) του τεκμηρίου της αθωότητας για πρόσωπα, και η προεξόφληση δικαστικών αποφάσεων.
Προβλήματα επίσης καταγράφονται σχετικά με την παρουσίαση από τα μμε, των ΑμεΑ και των ανθρώπων που βρίσκονται σε πένθος (κάτι στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 2ε του κώδικα δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ) τα οποία παρουσιάστηκαν με διακριτικότητα στο 55,6% των τηλεοπτικών ειδήσεων και στο 59,9% της αρθρογραφίας – ποσοστά που θεωρείται ότι θα έπρεπε να ήταν υψηλότερα.
Σχετικά με το κρίσιμο θέμα της διασταύρωσης πληροφοριών, είτε αυτές αφορούν έγγραφα, φωτογραφίες, ηχογραφημένο υλικό, ή τηλεοπτικές εικόνες, η έρευνα δείχνει ότι ο κώδικας δεοντολογίας τηρήθηκε περισσότερο από τις εφημερίδες σε σχέση με την τηλεόραση. Ωστόσο, τόσο στην τηλεόραση όσο και στις εφημερίδες, οι δημοσιογράφοι εμφανίζονται να επιδιώκουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να τεκμηριώνουν τις πληροφορίες τους.
Η υπεράσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος ως αρχή της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, γενικά τηρήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης που αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης και κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι όποιες παραβιάσεις καταγράφονται, είναι συγκριτικά περισσότερες στις εφημερίδες και λιγότερες στις τηλεοπτικές ειδήσεις.
Κριτική ασκούν στα μμε – και ειδικά στην τηλεόραση – και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι: Σύμφωνα με την έρευνα, οι δημοσιογράφοι τήρησαν σε μεγάλο βαθμό τα προβλεπόμενα από τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας και απέφυγαν τις ασύστατες κατηγορίες σε βάρος συναδέλφων τους.
Τέλος, η έρευνα διαπιστώνει ότι τα μέσα ενημέρωσης που εξετάστηκαν, απέφυγαν τη χυδαιολογία και τη γλωσσική βαρβαρότητα – φαινόμενα που συγκριτικά, ήταν πιο έντονα στις εφημερίδες. Σημειώνεται πως η έρευνα που φέρει τον τίτλο «Η δημοσιογραφική δεοντολογία και τα ΜΜΕ 2013-2014», διεξήχθη από το Εργαστήριο Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επιστημονικό υπεύθυνο της έρευνας τον καθηγητή Γιώργο Πλειό.