Για τη σχέση που έχει σήμερα ο Γιάννης Βούρος με τη μητέρα της και για τη δήλωση που είχε κάνει ο ηθοποιός ότι εκείνη του οφείλει μια συγγνώμη, μίλησε σε συνέντευξή της η Μαρία Λουίζα Βούρου.
«Ο πατέρας μου έκανε αυτή τη δήλωση γιατί προφανώς έτσι αισθάνθηκε, κάτι που είναι απολύτως κατανοητό και σεβαστό. Οι δυο τους έχουν τυπικές σχέσεις, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με την ιστορία του DNA. Και οι δυο έχουν ξαναπαντρευτεί, οπότε ο καθένας έχει τη ζωή του και οι σχέσεις τους ήταν τυπικές εδώ και πολλά χρόνια».
Όσο για το αν μπήκε στη διαδικασία να αναζητήσει τον βιολογικό της πάτερα είπε στο περιοδικό «Down Town Κύπρου»: «Όχι, δεν μπήκα ποτέ σε αυτή τη διαδικασία. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει λόγος».
Αν γυρνούσε το χρόνο πίσω θα ήθελε το θέμα του DNA να μην είχε πάρει τέτοια έκταση.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν με ενόχλησε η διαδικασία του ίδιου του test, όσο η έκταση που πήρε αυτή η ιστορία μέσα από τα media. Ήμουν και πολύ μικρή τότε, μόλις 19 χρόνων και δεν είχα καμία σχέση με τα ΜΜΕ, μιας και δεν είχα ασχοληθεί ακόμα με το modelling. Με παίρνουν ξαφνικά τηλέφωνο και μου λένε: «Γεια σας. Είμαστε από μία εκπομπή και θέλουμε να σας ενημερώσουμε ότι αύριο θα μιλήσουμε για το θέμα του DNA που κάνατε με τον πατέρα σας και θα θέλαμε να φιλοξενήσουμε και τη δική σας άποψη». Εγώ ήμουν στο δρόμο εκείνη την ώρα, περπατούσα και δεν μπορούσα να καταλάβω καν τι μου έλεγαν. Από το σοκ! Πόσο μάλλον, όταν με τον πατέρα μου είχαμε κάνει το τεστ οκτώ μήνες πριν.
Εκείνη την περίοδο επέλεξα να μη βλέπω τηλεόραση. Τη μόνη εκπομπή που έτυχε να δω ήταν αυτή της Τατιάνας, για την οποία μόνο καλά λόγια έχω να πω, γιατί πραγματικά με σεβάστηκε και μάλιστα επικοινώνησε και την επόμενη μέρα μαζί μου για να δει αν είμαι καλά. Αλλά υπήρχαν κάποια άτομα που φιλοξενούνταν στην εκπομπή της που κατηγορούσαν τη μητέρα μου, επειδή είχαν ακούσει μόνο τη μία πλευρά της ιστορίας και έλεγε ο καθένας ό,τι ήθελε.
Αυτό με είχε στεναχωρήσει πάρα πολύ και ζήτησα να παρέμβω για να τους παρακαλέσω να σταματήσει εκεί το θέμα! Μάλιστα, έναν από αυτούς έτυχε να τον συναντήσω μετά από χρόνια, αλλά δεν του είπα πόσο πολύ με είχαν πειράξει τα λόγια του. Είχε περάσει τόσος καιρός που δεν είχε νόημα πια».